MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη: Women in power!

Με τη φαντασία του ο Αριστοφάνης είδε το μέλλον, μέσα στο οποίο οι γυναίκες παίρνουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη που ανέβηκαν στην Επίδαυρο και παρουσιάζονται σε περιοδεία σε διάφορα θέατρα της Ελλάδας.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, σε μία αθηναϊκή κοινωνία τόσο ατομικιστική, που οι άνδρες πολίτες βαριούνται ακόμα και να πάνε να ψηφίσουν, οι γυναίκες τους κλέβουν τα ρούχα κι εμφανίζονται στην Εκκλησία του Δήμου, μεταμφιεσμένες σε άντρες. Όντα περισσότερες από τους άντρες πετυχαίνουν πλειοψηφία στην πρόταση της Πραξαγόρας (ενορχηστρώτριας αυτής της ίντριγκας) να δοθεί η εξουσία στο γυναικείο φύλο. Στη συνέχεια, αποφασίζεται η κοινοκτημοσύνη στα υλικά αγαθά και στο σεξ. Οι δύο αυτές ιδέες- γυναικεία εξουσία και κοινοκτημοσύνη– δίνουν στον Αριστοφάνη ιδέες και υλικό για άφθονα, ακραία και ως συνήθως αθυρόστομα κωμικά ευρήματα.

Η βασική αλλαγή που έκαναν ο Θεοδωρόπουλος με την βοήθεια του συγγραφέα και σκηνοθέτη Βασίλη Μαυρογεωργίου (που ανέλαβε την διασκευή του έργου) ήταν η εξής. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Θεοδωρόπουλου, ο Αριστοφάνης σήμερα δεν θα έγραφε έτσι αυτό το έργο, αφού στην εποχή μας οι γυναίκες έχουν κατακτήσει πολλά και σημαντικά δικαιώματα, έστω κι αν ο κόσμος ακόμα θεωρείται ανδροκρατούμενος. Προκειμένου να γεφυρώσει το τότε με το σήμερα, δίνει μαντικές ικανότητες στην Πραξαγόρα, η οποία βλέπει τις γυναίκες του μέλλοντος (δηλαδή του σήμερα). Αυτό της δίνει την ικανότητα να εμπνεύσει τις δικές της γυναίκες να γίνουν πιο τολμηρές, αλλά και να σχολιάσει τις σύγχρονες γυναίκες, που συχνά χάνουν την θηλυκότητα τους, προκειμένου να κυριαρχήσουν σε έναν αντρικό κόσμο.

Θεωρώ ότι το δεύτερο σκέλος, αυτό της κριτικής των γυναικών του σήμερα, ήταν το πιο προβληματικό. Υπάρχουν πολλές κοινωνικές θεωρίες που εκτιμούν ότι οι συμπεριφορές δεν είναι έμφυτες, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι κατασκευασμένες από τις κοινωνικές σχέσεις. Επομένως, το αν οι γυναίκες μοιάζουν πλέον με άντρες είναι ένα φυσικό επακόλουθο του γεγονότος ότι αναλαμβάνουν ρόλους αντίστοιχους με των ανδρών. Η θηλυκότητα, ως έννοια, διαμορφώθηκε μέσα σε συνθήκες καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Μοιραία, σε μία εποχή που το πράγμα αυτό “σπάει” και η έννοια αυτή θα μετεξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό.

Γενικότερα, όμως, θεωρώ ότι ο κεντρικός προβληματισμός του σκηνοθέτη (ότι ο Αριστοφάνης σήμερα θα έγραφε διαφορετικά το έργο) είναι υπερβολικός. Γιατί τα πάντα είναι διαφορετικά σήμερα, σε σχέση με την εποχή του Αριστοφάνη και όχι μόνο ο ρόλος των γυναικών στην κοινωνία και στην πολιτική. Επίσης, η συμπαρουσία εμπνεύσεων του Μαυρογεωργίου και του Αριστοφάνη, σπάει την ενότητα, τόσο σε επίπεδο ύφους (δεν μπορείς να γράφεις με το ίδιο ύφος δικά σου πράγματα και μεταφραστικά κείμενα), όσο και σε επίπεδο περιεχομένου.

Πέρα από αυτές τις ενστάσεις μου, θεωρώ σοφή την επιλογή του Μαυρογεωργίου για την μετάφραση του Αριστοφάνη. Έδειξε ικανότητα στο να φέρει στο σήμερα το χιούμορ και την ποίηση του μεγάλου δημιουργού, χωρίς μάλιστα να αλλάζει ονόματα, νομίσματα και τεχνολογίες της εποχής με αντίστοιχα στοιχεία του σήμερα (το τάλαντο δεν είναι 500ευρώ αλλά τάλαντο, ο Ευριπίδης δεν μετατρέπεται σε κάποιον κουλτουριάρη δημιουργό του σήμερα, ούτε οι πολιτικοί του τότε μεταφράζονται με ονόματα πολιτικών του σήμερα).

Ουτοπία ή σάτιρα;

Πολλοί μελετητές έχουν εντοπίσει μία σχέση ανάμεσα στο σχέδιο της Πραξαγόρας για κοινοκτημοσύνη και αυτό του Πλάτωνα. Όπως γράφει ο John Zumbrunnen (στο άρθρο του Φαντασία, ειρωνεία και οικονομική δικαιοσύνη) “οι μελετητές έχουν συζητήσει πολύ γύρω από την πιθανή σχέση ανάμεσα στα σχέδια του Πλάτωνα και της Πραξαγόρας. Υπάρχει μια γενική ομοφωνία ότι, ενώ τέτοιες ιδέες μπορεί να ακούγονταν γενικά στην Αθήνα, ο Αριστοφάνης εδώ δεν παρωδεί ειδικά τη σκέψη του Πλάτωνα, αφού παρουσίασε τις Εκκλησιάζουσες κάμποσο καιρό πριν γραφτεί η Πολιτεία”.

Γενικότερα, το κεντρικό ερώτημα που θέτουν οι μελετητές του Αριστοφάνη είναι κατά πόσον ο κόσμος αυτός, τον οποίο περιγράφει στις Εκκλησιάζουσες, είναι ουτοπία (μία φαντασία που κατά βάθος ονειρεύεται) ή ειρωνεία (κάτι που παρωδεί). Είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τις ανάγκες της κωμωδίας από την ιδεολογία.

Ο Αριστοφάνης έμεινε στην ιστορία ως κορυφαίος κωμικός και όχι ως κορυφαίος ιδεολόγος. Ο κόσμος που πλάθει, με την Πραξαγόρα αρχηγό και τις γυναίκες στην εξουσία, να κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη στα πάντα, ακόμα και στον έρωτα, έχει ένα στοιχείο ονειρικό- μία αφθονία προσιτή σε όλους τους ανθρώπους- και ένα στοιχείο ειρωνικό, που φθάνει στα άκρα του όταν βγαίνει νόμος που να αναγκάζει τους νέους και τις νέες να κάνουν έρωτα με γριές και γέρους (αντίστοιχα) πρώτα και μετά με τους συνομηλίκους τους.

Η πιο ακραία και αθυρόστομη σκηνή του έργου είναι η σκηνή με τις τρεις γριές που διεκδικούν το νέο. Αυτός έχει τα μάτια του μόνο για μια νέα και όμορφη κοπέλα. Αλλά ο νόμος της Πραξαγόρας τον αναγκάζει να πάει πρώτα με μία γριά. Τρεις γριές κακάσχημες έρχονται και τον διεκδικούν, όπως οι τρεις Θεές διεκδικούσαν το μήλο του Πάρη. Το αποτέλεσμα είναι μία οντισιόν ασχήμιας, που γίνεται ξεκαρδιστική με την αθυροστομία της, αλλά και με την απελπισία του παληκαριού, που εξαναγκάζεται να έρθει σε επαφή με αυτές που δεν θέλει και να στερηθεί αυτήν που ποθεί.

Αυτή η σκηνή προβλημάτισε τον Θεοδωρόπουλο, καθώς την θεωρούσε σεξιστική και προσβλητική για τις γυναίκες. Κι επέλεξε να παίξουν άντρες τις γριές. Λειτούργησε έτσι πάρα πολύ καλά και νομίζω ότι ήταν η πιο ξεκαρδιστική σκηνή της παράστασης. Όπως νομίζω, ότι πέρα από τις όποιες ιδεολογικές ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς, ότι οι Εκκλησιάζουσες θα ήταν μία σαφώς κατώτερη κωμωδία, αν απουσίαζε η συγκεκριμένη σκηνή, με την οποία ο Αριστοφάνης αποδομεί το μοντέλο που οικοδόμησε πιο πριν. Έτσι μας κλείνει το μάτι, λέγοντάς μας να μην πάρουμε στα σοβαρά το σύμπαν που δημιούργησε και ταυτόχρονα ενδυναμώνει την κωμωδία του έργου, με μια εκτός ελέγχου αστεία σκηνή.

Η παράσταση δεν εκβιάζει το γέλιο, ούτε προσπαθεί να φέρει την αρχαία Αθήνα στο σήμερα. Κι όμως βγάζει πάρα πολύ γέλιο και φέρνει το χιούμορ του Αριστοφάνη στο σήμερα. Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο να κλέβει την παράσταση, ως νέος που πρέπει να κάνει έρωτα με τις γριές. Επίσης, μου άρεσε πολύ ο Νίκος Καρδώνης, στο ρόλο του λαμόγιου, που ψάχνει να βρει παραθυράκια, ώστε να μην δώσει όλα του τα υπάρχοντα στην νέα πολιτεία της κοινοκτημοσύνης που ετοιμάζει η Πραξαγόρα. Από κοντά και άλλοι πρωταγωνιστές της παράστασης
η Δάφνη Λαμπρόγιαννη ως Πραξαγόρα, ο Κώστας Κόκλας και ως γριά και ως Βλέπυρος, ως σέξι νέα η Γεωργία Γεωργόνη,  ο Παντελής Δεντάκης ως Χρέπης, αλλά και πολλά μέλη του γυναικείου χορού έλαμψαν και με τις υποκριτικές και με τις τραγουδιστικές τους ικανότητες).

Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου ήταν επίσης πολύ καλή και μέσα στις ανάγκες της παράστασης. Μάλιστα, τα χορωδιακά κομμάτια ήταν τόσο καλά, που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι play back ή ζωντανά. Υποθέτω (από τις αυξομειώσεις στην ένταση) πως υπήρχαν μέρη ζωντανά και μέρη με play back, αλλά δεν παίρνω κι όρκο, αφού υπήρχε σε όλα τα σημεία του έργου τέλειος συγχρονισμός των χειλιών με το τραγούδι. Τα σκηνικά χαρακτηρίζονται από λιτότητα (επί της ουσίας σχεδόν δεν υπάρχουν), αλλά το όποιο κενό το καλύπτουν και με το παραπάνω η άρτια κινησιολογία, όπως και τα εξαιρετικά κουστούμια της παράστασης.

Γενικότερα, η σκηνοθεσία και η διασκευή του Θεοδωρόπουλου έχει μία αρμονία αισθητική, η οποία όμως σε κανένα σημείο δεν υπονομεύει την τρέλα της αριστοφανικής κωμωδίας. Είναι μία πολύ αστεία παράσταση, πάνω σε ένα σπουδαίο έργο, με φρέσκες, αλλά κυρίως καλά δουλεμένες και αποτελεσματικές ιδέες.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις