MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Όρνιθες του Αριστοφάνη: Ουτοπία και ύβρις!

Οι Θεοί βρίσκονται στο Βασίλειο των Ουρανών. Όμως εκεί κατοικούν και τα πτηνά. Τι θα γινόταν, αν τα πτηνά αντιλαμβάνονταν την δύναμή τους και γίνονταν αυτά κυρίαρχοι των Ουρανών;- αναρωτήθηκε ο Αριστοφάνης. Αυτό που θα δημιουργηθεί είναι ένας νέος κόσμος, με νέους Θεούς τα πουλιά! Κι οι άνθρωποι, οπορτουνιστές ήδη από την αρχαιότητα, δεν θα αργήσουν να ασπασθούν τους νέους Θεούς, τα πρώην «κουτορνίθια».

author-image Γιώργος Σμυρνής

Με αυτό το δύσκολο έργο, τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, έκλεισαν φέτος οι παραστάσεις για το φεστιβάλ της Επιδαύρου. Η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Κακλέα και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.

Για άλλους έργο για την φυγή στο όνειρο ενώ ο κόσμος πάει κατά διαόλου, ενώ για άλλους αλληγορία με σαφείς υπαινιγμούς στα γεγονότα και σε πρωταγωνιστές του Σικελικού πολέμου, που εκτυλίσσονταν ενώ ανέβαινε η παράσταση (414 π.Χ.), οι Όρνιθες του Αριστοφάνη μιλούν για την απόγνωση, η οποία οδηγεί δύο Αθηναίους στην φυγή και στη δημιουργία της ιδανικής πόλης σε συμμαχία με τα πτηνά. Ο Πεισθέταιρος, ο ένας από τους δύο, έχει ένα σχέδιο. Να πείσει τα πουλιά να χτίσουν αυτήν την πόλη, αλλά και να οχυρώσουν τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκλείσουν τους Θεούς από τη βασική τους τροφή, την τσίκνα απ’ τις θυσίες των ανθρώπων. Κι έτσι θα προκαλέσουν την οργή των Θεών, αλλά τελικά θα τους εξαναγκάσουν σε συμβιβασμό και στην παράδοση της Βασιλείας στα πτηνά και στον Πεισθέταιρο.

Ο Πεισθέταιρος δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που κυνηγάει το όνειρο, αλλά ίσως κι ένας εν δυνάμει τύραννος. Την ίδια περίοδο που γραφόταν και παιζόταν το έργο, ένας άλλος άνδρας, ο Αλκιβιάδης, που έφυγε από την Αθήνα, πήγε και πονήρεψε τους Σπαρτιάτες, δείχνοντάς τους πώς να καταστρέψουν, όχι τους Θεούς, αλλά τους Αθηναίους. Τους είπε να βοηθήσουν τις Συρρακούσες με στρατό και να οχυρώσουν την Δεκέλεια, περιοχή κοντά στην Αθήνα, γεγονός που απέκοψε τους Αθηναίους από σημαντικές πηγές τροφοδοσίας και ήταν μεγάλο αγκάθι για την πόλη σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Βέβαια, η Δεκέλεια οχυρώθηκε το 413, ενώ το έργο ανέβηκε το 414. Παρ’ όλ’ αυτά, μου φαίνεται τεράστια σύμπτωση να υπάρχει τέτοια ομοιότητα, την ίδια ακριβώς περίοδο, στις δράσεις του Πεισθέταιρου στους Όρνιθες και του Αλκιβιάδη στην κανονική ζωή, για να την αποδώσω στην τύχη και να πιστέψω ότι ο Αριστοφάνης δεν έχει εμπνευστεί καθόλου από τον ιδιοφυή, αλλά αδίστακτο Αθηναίο πολιτικό.

Οι αναφορές στον αποκλεισμό των Θεών από τα πουλιά, θα πρέπει μεταφράζονταν από τους Αθηναίους πολίτες σε τραυματικά βιώματα σχετικά με τον πόλεμο. Η εικόνα της οχύρωσης του ουρανού θα οδηγούσε εκεί το μυαλό των θεατών, που ζούσαν επί τόσα έτη σε κατάσταση πολιορκίας. Παράλληλα, η ίδια η ιδέα του αποκλεισμού των Θεών εμπεριέχει το στοιχείο της ύβρεως- άρα φέρνει και τον φόβο στον θεατή. Και μόνο η εικόνα ενός τείχους που χτίζει τον ουρανό, δημιουργεί συναισθήματα κλειστοφοβικά για τον άνθρωπο. Μία αίσθηση ότι ο ουρανός μπορεί να σου πέσει τελικά στο κεφάλι.

Η ουτοπία, το αιθέριο, το παραμύθι στο συγκεκριμένο έργο, θεωρώ ότι κρύβει και μία απειλή, ότι θα προκαλέσει την οργή των Θεών, ή ότι θα γεννήσει μία νέα τυραννία χειρότερη και μία άρνηση παραδοσιακών αξιών. Όταν το τείχος χτίζεται και οι Θεοί φαίνονται να χάνουν από τα πουλιά, οι άνθρωποι αρνούνται τους Θεούς και λατρεύουν Όρνιθες. Από την άλλη, βέβαια, μία λειτουργία της κωμωδίας και του χιούμορ είναι να σαρκάζει τους φόβους των ανθρώπων κι έτσι να ελαφραίνει τη ζωή. Δίνοντας ο Αριστοφάνης αυτήν την αστεία εικόνα, με τα πουλιά να αποκλείουν τους Θεούς με τείχος από την αγαπημένη τους τσίκνα, ίσως να ήθελε με κωμικό τρόπο να ελαφρύνει αυτές τις τραυματικές εμπειρίες αποκλεισμού των Αθηναίων.

Ο Γιάννης Κακλέας, χρησιμοποιεί ένα μισογκρεμισμένο τείχος ως σκηνικό- ίσως για να δώσει λίγο μία απεικόνιση της οχύρωσης του ουρανού. Ο Πεισθέταιρος παρουσιάζεται σαν νεανική δύναμη της ζωής, ένα ηθικό και ηρωικό στοιχείο. Έχει πολιτικό μήνυμα η παράστασή του, κυρίως με την διάσταση της κριτικής στον κόσμο της γης και κυρίως της Αθήνας και των διεφθαρμένων πολιτικών, πολεοδόμων, κληρικών και διάφορων άλλων υποκειμένων, χωμένων στα πλοκάμια του πελατειακού συστήματος. Ο Κακλέας δεν αμφισβητεί το όνειρο στον μαγικό κόσμο της Νεφελοκοκυγίας, με τον τρόπο που μάλλον το κάνει ο Αριστοφάνης, ο οποίος φαίνεται να προειδοποιεί για πολλούς κινδύνους αυτής της ουτοπίας. Αλλά και στην παράσταση του Κακλέα μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να διαφθαρεί αυτή η πολιτεία του ονείρου, η Νεφελοκοκυγία, αν μέσα καταφέρουν να μπουν οι «κακοί» άνθρωποι ή κυριαρχήσει η φιλοδοξία και το κυνήγι της δύναμης.

Το έργο του Αριστοφάνη έχει μία πολύ χαλαρή αφηγηματική δομή, γεγονός που καθιστά δύσκολη την δημιουργία μίας ομοιογενούς θεατρικής παράστασης. Στο ξεκίνημα της παράστασης που είδαμε στην Επίδαυρο, χρησιμοποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό τα οπτικά εφέ και τις βιντεοπροβολές. Η προσπάθεια είναι να δοθεί μία εικόνα ενός φουτουριστικού κι επιφανειακού κόσμου (που μοιάζει με τον κόσμο της παράστασης Tromopolis, μίας απολαυστικής φουτουριστικής κι αντί-ουτοπικής σάτιρας που είχε σκηνοθετήσει πέρσι ο Γιάννης Κακλέας). Ο σκοπός ήταν να εξηγηθεί η φυγή των δύο Αθηναίων προς τον κόσμο του ονείρου και της επιθυμίας, τον κόσμο των πουλιών, από έναν μελλοντικό τεχνολογικό κόσμο, που έχει χάσει την αυθεντικότητά του. Εδώ υπάρχει βέβαια μία αντίφαση, καθώς κρίνεις το μέλλον σαν κάτι τεχνολογικό και στείρο και κάνεις μία φοβερή χρήση τεχνολογικών και οπτικών εφέ, για να το δείξεις αυτό. Η τέκνο μουσική, τα φουτουριστικά στοιχεία, ο χορός, ο βομβαρδισμός από βιντεοπροβολές με κούρασαν αρκετά στην πρώτη φάση της παράστασης.

Άρχισα να απολαμβάνω το έργο από το σημείο που ο Πεισθέταιρος (ερμηνευμένος από τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο) βγάζει έναν λόγο, στον οποίο εξηγεί στα πουλιά γιατί είναι προορισμένα να αναλάβουν τα ινία του σύμπαντος. Μία πολύ γλυκιά, ποιητική σκηνή, που χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα. Είναι μία πολύ αρμονική σύζευξη της ρητορικής και του λυρισμού. Εξίσου λυρική και όμορφη οπτικά ήταν η σκηνή με τα παιδάκια που αποκτούν τα φτερά τους, ενώ η παράσταση κυριολεκτικά «τα σπάει» με το χιπ-χοπ κομμάτι «Νεφελοκοκυγία, είσαι θρησκεία». Είναι ένα μουσικό κομμάτι τόσο ταιριαστό τόσο στις ανάγκες της κωμωδίας αλλά και του ίδιου του μουσικού του είδους, που θα το έβλεπες πολύ ευχάριστα όχι μόνο στην Επίδαυρο, αλλά και στο Mad TV! Και η παράσταση συνεχίζεται αρκετά ευχάριστη και κωμική μέχρι το τέλος.

Από τις ερμηνείες, ο Χαραλαμπόπουλος ερμήνευσε με μαεστρία έναν συμπαθή και ουμανιστή Πεισθέταιρο. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου μου αρέσε επίσης σε διάφορους ρόλους και ιδίως ως Προμηθέας τραβεστί, αλλά και ως λαμόγιο πολεοδόμος, που θέλει να κάνει οικόπεδα την ουράνια πόλη που χτίσανε τα πουλιά. Πολύ καλή κωμική, αλλά και αρκετά σέξι ερμηνεία έδωσε ως Ίριδα, αγγελιοφόρος των Θεών, που τελικά την πέφτει στον Πεισθέταιρο η Αγορίτσα Οικονόμου. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ήταν καλός (πολλοί λένε ότι ξεπέρασε τον Χαραλαμπόπουλο με την ερμηνεία του, αλλά εγώ δεν είδα κάτι τέτοιο) . Μου άρεσε ακόμη ο Σωκράτης Πατσίκας στον ρόλο του διεφθαρμένου παπά, που ψέλνει αλά μπλουζ μαζί με την «ιερή» μπάντα του σε μία επίσης εμπνευσμένη και «ροκ» σκηνή της παράστασης.

Επίσης, η μετάφραση- διασκευή μου φάνηκε πολύ ευχάριστη και μοντέρνα κι ας έγινε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και όχι κάποιον λογοτέχνη. Η αργκό που χρησιμοποιεί ο Κακλέας είναι μπασμένη στα πράγματα και σύγχρονη. Ο λόγος έχει ροή και αναδεικνύει τα λυρικά στοιχεία του έργου, όταν αυτό χρειάζεται, ενώ υπάρχουν κι έξυπνα ευρήματα, για φέρουν το πνεύμα της κωμωδίας του Αριστοφάνη στο σήμερα, χωρίς να γίνεται κάτι το επιθεωρησιακό.

Τα τεχνικά κομμάτια (φωτισμοί, video, σκηνογραφία του Παντελιδάκη κ.α) ήταν πολύ καλά, αλλά υπήρξε σε κάποια σημεία κατάχρηση των εφέ. Τα κουστούμια μου άφησαν ανάμεικτα συναισθήματα (άλλα ήταν πολύ δυνατά- όπως η κόκκινη στολή του Βασιλιά των πουλιών- και άλλα αδιάφορα) όπως και ο χορός, που είχε δυνατές και αδιάφορες στιγμές. Η μουσική του Χατζιδάκι είναι ωραία, οι χιπ-χοπ και οι μπλουζ στιγμές είχαν τρελό γέλιο, αλλά το τέκνο στο ξεκίνημα δεν μου άρεσε.

Η παράσταση Όρνιθες έχει ασφαλώς θετικό πρόσημο στις εντυπώσεις που αφήνει. Αν και δεν είναι τόσο δεμένο, όσο θα ήθελα, το συγκεκριμένο έργο έχει πολλά εμπνευσμένα ευρήματα, φαντασία και καλές ερμηνείες. Επίσης, βασίζεται σε ένα πολυεπίπεδο κείμενο, ανοιχτό σε πάρα πολλές διαφορετικές αναγνώσεις και με τεράστιο βαθμό δυσκολίας στο να σκηνοθετηθεί.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις