“Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα” στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης: Μάθημα για… παραμυθάδες
Ο Οδυσσέας είναι ένα σύμβολο παγκόσμιας εμβέλειας. Ο λόγος είναι πως πρόκειται για έναν ήρωα που εκφράζει την περιπέτεια της ζωής, αγνοώντας τον κίνδυνο του αγνώστου και αποκτώντας εμπειρίες που θα τον κάνουν σοφότερο. Είναι ένα σύμβολο που εκφράζει το άνοιγμα στον κόσμο και όχι το κλείσιμο σε μια Ιθάκη. Εκφράζει το κοσμοπολίτικο και το περιπετειώδες.
Το Stanford Summer Theater του Πανεπιστημίου του Stanford παρουσιάζει την παράσταση Wanderings of Odysseus/ Οι Περιπλανήσεις του Οδυσσέα (βασισμένη στην Οδύσσεια του Ομήρου). Η μετάφραση είναι του Oliver Taplin και η Θεατρική Προσαρμογή – Σκηνοθεσία του Rush Rehm.
Το έργο θεατροποιεί το πρώτο μέρος της Οδύσσειας. Ο Οδυσσέας αφήνει την επί 7 χρόνια ερωμένη του Καλυψώ με την διαμεσολάβηση των Θεών, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του πιστή Πηνελόπη και καταλήγει στο νησί των Φαιάκων. Εκεί δέχεται τη φιλοξενία της βασιλικής οικογένειας του νησιού και σε αντάλλαγμα τους αφηγείται τις περιπέτειες του: Λωτοφάγοι, Κύκλωπες, Κίρκη, Σκύλλα και Χάρυβδη κτλ. Πρόκειται για ένα μεγάλο μέρος της Ουδύσσειας του Ομήρου, την οποία παραθέτουν μεταφρασμένη με αρκετή ακρίβεια και χωρίς πολλά κοψίματα. Έτσι η παράσταση κρατάει πολύ σε διάρκεια, κάτι που την κάνει κάπως κουραστική. Επίσης, γίνεται δύσκολη η παρακολούθηση λόγω της απουσίας υπέρτιτλων στα ελληνικά- αλλά είναι πολύ γνωστός ο μύθος και καταλαβαίνεις τι γίνεται.
Αν και οι ρόλοι και οι αφηγητές μπλέκουν και υπάρχει, λόγω της φύσης του έργου, πολλή απαγγελία, η παράσταση του αμερικάνικου πανεπιστημίου δεν είναι μια παράσταση απαγγελίας, όπως πολλές δικές μας παραστάσεις. Υπάρχει αρκετή απεικόνιση, με πολύ λιτά μέσα. Εκεί θεωρώ ότι είναι η αξία της παράστασης. Ο πανεπιστημιακός θίασος χρησιμοποιεί απλά ευρήματα και σκέψεις, αλλά καταφέρνει κάτι δύσκολο και καθόλου αυτονόητο. Πετυχαίνει- έστω και αρκετά αφαιρετικά- να δημιουργεί εικόνες επί σκηνής, οι οποίες αναπαριστούν τη δράση ενός τρομερά ευφάνταστου έπους. Οι ελληνικές παραστάσεις αυτό συνήθως αποφεύγουν να το κάνουν, είτε καταφεύγοντας σε μια σκέτη σκηνοθεσία απαγγελίας, είτε με σκηνοθετικά ευρήματα, που είναι τόσο αφαιρετικά, ώστε να μην απεικονίζουν την δράση, αλλά ένα σκηνοθετικό όραμα που κινείται παράλληλα κι έχει ελάχιστη σχέση με το κείμενο.
Από εκεί και πέρα, οι ερμηνείες δεν με εντυπωσίασαν. Κάποιες μου θύμιζαν- ιδίως στην αρχή, ερμηνείες αμερικάνων ηθοποιών σε σαπουνόπερες, όπως τα Ατίθασα Νιάτα ή η Τόλμη και γοητεία. Αλλά στη συνέχεια το συνήθισα αυτό το παίξιμο, το οποίο δεν είναι τόσο εκφράστικο, όσο των Ελλήνων ηθοποιών. Επίσης, υπήρχαν και καλές στιγμές στις ερμηνείες των ηθοποιών, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είδα κάτι που με ενθουσίασε σε αυτό το κομμάτι. Παράλληλα, υπήρχε η διάθεση να προσεγγίσουν την Οδύσσεια σαν ένα ωραίο και περιπετειώδες παραμύθι. Υπάρχει μια παιδιάστικη διάθεση, που δεν είναι απαραίτητα κακή, καθώς υπηρετείται αρκετά έξυπνα. Υπήρχαν όμως και πιο σκοτεινές στιγμές. Μου άρεσε ο τρόπος που ανέδειξαν τον μύθο του κουτσού Ήφαιστου, που παγίδευσε την γυναίκα του Αφροδίτη στο κρεβάτι με τον ωραίο Θεό του Πολέμου Άρη. Ο τρόπος που ο ηθοποιός έπαιζε τον Ήφαιστο (πουλώντας και λίγο τρέλα) παρέπεμπε αρκετά στον Ριχάρδο τον Γ. Αυτό με έκανε να σκέφτομαι ότι μπορεί ο Σαίξπηρ να έχει επηρεαστεί από αυτό το μύθο, για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα του, που θεωρεί αβάσταχτο το πανηγύρι της ειρήνης και των απολαύσεων του έρωτα, καθώς είναι αυτός κακοφτιαγμένος από τη φύση του, ατελής και κουτσός και γι’ αυτό καταφεύγει σε κάθε είδους ραδιουργία και σκευωρία.
Και η Νέκυια, η σκηνή που ο Οδυσσέας επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο, είναι αρκετά σκοτεινή, αλλά όχι τόσο καλοστημένη. Οι φωτισμοί, παρά το ότι δεν είναι χειροκίνητοι, είναι πολύ καλοί και δημιουργούν έξυπνα παιχνίδια με τις σκιές, αλλά και ενδιαφέροντες χρωματισμούς. Η κινησιολογία επίσης έχει σημαντικό ενδιαφέρον. Η συνοδεία των σκηνών με τα κρουστά, που εμπεριέχει και στοιχεία leit motif, τονίζει ωραία τη δράση.
Γενικά, “οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα” είναι καλές γι’ αυτό που είναι, δηλαδή μια δουλειά ενός Πανεπιστημίου. Πρόκειται για μια ερευνητική δουλειά ακαδημαϊκού πεδίου και μια άσκηση για εκπαιδευόμενους ηθοποιούς. Όποιος πάει να δει μια κανονική παράσταση και μάλιστα με υψηλές προσδοκίες, λόγω του υψηλού κύρους του Πανεπιστημίου, ίσως απογοητευθεί. Η παράσταση κουράζει αρκετά, οι ερμηνείες δεν συγκλονίζουν και είναι μεγάλη σε διάρκεια. Όποιος προσεγγίσει το έργο αυτό στην πραγματική του διάσταση, δηλαδή αυτή μιας πανεπιστημιακής δουλειάς, νομίζω ότι μπορεί να μάθει αρκετά, τόσο σε επίπεδο κινησιολογίας, όσο και σε επίπεδο απεικόνισης της δράσης- που είναι και το πιο δυνατό σημείο της συγκεκριμένης παράστασης. Πρόκειται στην ουσία για ένα πεδίο άσκησης, ώστε να μαθαίνεις τα βασικά του θεάτρου και όχι για ένα έργο ολοκληρωμένο καλλιτεχνικά.
Γιώργος Σμυρνής