Ο Στηβ Γιανάκος άρχισε να εκθέτει στη Νέα Υόρκη από το 1966, στο αποκορύφωμα της pop art. Του απονεμήθηκαν πολλά βραβεία και υποτροφίες, ανάμεσα στα οποία το βραβείο Guggenheim το 1996. Από τη δεκαετία του ’60 έως σήμερα έχει παρουσιάσει στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη περί τις τριάντα ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές με άλλους σημαντικούς αμερικανούς καλλιτέχνες, με πιο πρόσφατη την έκθεση “Exquisite Corpses: Drawing and Disfiguration” στο MoMA της Νέας Υόρκης (Μάρτιος-Ιούλιος 2012).
Ο Στηβ Γιανάκος επιδίδεται σε μία ελκυστική και προκλητική εικονοποιία, στην οποία η αφήγηση παραπέμπει στην εποχή της «αθωότητας» των δεκαετών του ’60 και ’70. H pop art, που αναπτύχθηκε εκείνη την περίοδο στην Αμερική, σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να δίνει έμφαση στην επιφάνεια των πραγμάτων και των προϊόντων της μαζικής κατανάλωσης. Όμως αρκετοί καλλιτέχνες του κινήματος αυτού και μεταξύ αυτών και ο Γιανάκος, προχωρούν μέσα από τα έργα τους σε μία έντονη κριτική αυτής της μαζικής κουλτούρας.
Στην περίπτωση του Γιανάκου ειδικότερα, από το ξεκίνημά του έως σήμερα, κοινός τόπος στα έργα του είναι η διακωμώδηση και ο σαρκασμός της μαζικής υστερίας που συνόδευε το κυνήγι του «αμερικανικού ονείρου» τότε, αλλά και των στερεοτύπων που επιβάλλει η καταναλωτική κοινωνία σήμερα. Πρόκειται για μία εξαιρετικά ιδιότυπη περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος παρόλο που επέλεξε την απομάκρυνση ή και απομόνωσή του από τις mainstream πρακτικές του καλλιτεχνικού κόσμου της Αμερικής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητος ή outsider, καθώς εξακολούθησε να βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής.
Προσηλωμένος στην αισθητική των καρτούνς και των κόμιξ, όχι μόνο για φορμαλιστικούς και αισθητικούς λόγους, ο Γιανάκος σκηνοθετεί ένα αλλόκοτο και προκλητικό ερωτικό παιχνίδι στο οποίο εμπλέκει τους χαρακτήρες των έργων του, χρησιμοποιώντας το ως κατηγορητήριο ενάντια στην εκάστοτε πολιτικοκοινωνική κατάσταση ή ακόμα και στα στερεότυπα του ίδιου του κόσμου της τέχνης. Με εργαλείο το ξεχωριστό προσωπικό του χιούμορ προσπαθεί να προβάλλει σαν αξία την αναζήτηση μιας αυθεντικής στάσης ζωής χωρίς «εκπτώσεις» απέναντι στον καθωσπρεπισμό, τη σοβαροφάνεια και τον κόσμο που οικοδομούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κοινωνικές ελίτ. Η χρήση της υπερβολής αλλά και ο έντονος σουρρεαλιστικός χαρακτήρας της αφηγηματικής δράσης που αναπτύσσει, χωρίς καθόλου διακοσμητικά στοιχεία, κάνουν το έργο του ακόμα πιο κατανοητό και άμεσο.
Την ίδια τακτική ακολουθεί και στην επιλογή των πρωτότυπων και ευρηματικών τίτλων των έργων του, που αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο της δουλειάς του. Είτε ενσωματώνονται στη ζωγραφική επιφάνεια, είτε συνοδεύουν το έργο, χλευάζουν στερεότυπα και ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις με αυθόρμητο κυνισμό αλλά και εκλεπτυσμένο αντικομφορμιστικό λόγο.