Κατερίνα Λέχου, Άρης Σερβετάλης: Ο καλλιτέχνης ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν!
Η Κατερίνα Λέχου και ο Άρης Σερβετάλης είναι πασίγνωστοι ηθοποιοί και σταθερές αξίες στη θεατρική, κινηματογραφική και τηλεοπτική τους πορεία, και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Αυτή την περίοδο ενώνουν τις δυνάμεις τους στην παράσταση “Χάρτινα Λουλούδια”, του Χιλιανού σκηνοθέτη Egon Wolff, την οποία σκηνοθετεί ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Με αφορμή την παράσταση αυτή, που θα ανεβαίνει Δευτέρα και Τρίτη από 8 Οκτωβρίου στο θέατρο Ιλίσια, οι δύο πρωταγωνιστές μάς παραχώρησαν μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Σε αυτή μας μίλησαν για το έργο, τις ιδιαιτερότητες της σκηνοθεσίας και την συγγένεια στο ταμπεραμέντο ανάμεσα στη Λατινική Αμερική και την Ελλάδα. Η Κατερίνα Λέχου παραδέχθηκε ότι όλα τα μεγάλα έργα είναι πολιτικά, ενώ ο Άρης Σερβετάλης θυμήθηκε ιστορίες με νεράιδες και φαντάσματα, που του λέγανε στο νησί του, τη Νάξο.
-Παίζετε στο έργο “Χάρτινα Λουλούδια” του Egon Wolff. Μπορείτε να μου πείτε μερικά λόγια για την παράσταση;
Άρης Σερβετάλης: Τα χάρτινα λουλούδια είναι ένα έργο του Egon Wolff που είναι μια σημαντική προσωπικότητα της Λατινικής Αμερικής και το περιεχόμενο των έργων του οποίου είναι αρκετά πολιτικό. Στο συγκεκριμένο έργο παρουσιάζει μία αστή γυναίκα μέσα στο σπίτι, και εμβόλιμα εμφανίζει έναν άνθρωπο που δεν ανήκει στην τάξη αυτή, και αρχίζει μία αποδόμηση και του χώρου που έχει στήσει και του εαυτού. Αυτός ο άνθρωπος ονομάζεται Μπαρακούντα και τον ερμηνεύω εγώ.
Εγώ αντιλαμβάνομαι αυτήν την υπόθεση και ως εξής: ο άνθρωπος έχει την τάση να δημιουργεί ένα δικό του μικρόκοσμο, όπου αισθάνεται ασφαλής σε αυτόν. Όμως, χωρίς να το καταλαβαίνει ο ίδιος, αρχίζει να υφίσταται περιορισμούς από τον μικρόκοσμό του. Εμφανίζεται τότε κάτι που στο καταστρέφει αυτό, και αυτό πονάει, γιατί έχει βολευτεί μέσα σε αυτό. Αλλά πρόκειται ουσιαστικά για μία κάθαρση, για μία λυτρωτική αποδόμηση, κάτι που το καταλαβαίνεις μακροπρόθεσμα. Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερες αναγνώσεις.
-Είναι αλητάκος ο Μπαρακούντα, ο ρόλος που ερμηνεύετε; Και τι σημαίνει το Μπαρακούντα;
Α.Σ.: Τον εμφανίζει σαν ένα περιθωριακό στοιχείο, αλλά στην παράστασή μας δεν δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση σε αυτό, όσο στο ότι είναι ένα παρεμβατικό στοιχείο. Το όνομά του, το Μπαρακούντα, είναι ένα ψάρι που στήνει καρτέρι στο βυθό. Είναι λίγο tricky ψάρι.
-Είναι πολιτικό έργο τα “Χάρτινα Λουλούδια”;
Κατερίνα Λέχου: Θα έλεγα ναι, ότι είναι πολιτικό έργο. Έτσι κι αλλιώς όλα τα έργα είναι πολιτικά. Βλέπεις σε αυτό πώς όλα τα κακά της ζωής μας πηγάζουν από το βάθος της ψυχής μας. Ο εγωισμός μας, ο εγκλωβισμός μας, η μοναξιά μας, ό,τι πρόβλημα μπορεί να έχουμε. Δίνεται μια έμφαση, λόγω της ανάγνωσης του σκηνοθέτη, του Κώστα Φιλίππογλου, στην ψυχολογική πτυχή των ηρώων.
-Είπατε ότι όλα τα έργα είναι πολιτικά.
Κ.Λ.: Είναι όλα πολιτικά έργα. Όλος ο Σαίξπηρ είναι πολιτικός. Ο Στρίμπεργκ, επίσης. Μπορεί να ασχολούνται με ένα επιμέρους θέμα, έναν έρωτα, αλλά μετά βλέπεις ότι πρόκειται για δύο αντίπαλες κάστες. Ή θέματα εξουσίας. Τα σημαντικά έργα έχουν κι αυτή τη διάσταση. Δεν μπορούν να μην την έχουν. Αλλά και κάθε μας πράξη είναι πολιτική. Το αν πετάμε το τσιγάρο στο δρόμο, είναι μια πολιτική πράξη.
-Υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες στην σκηνοθεσία του Φιλίπογλου, που θα θέλατε να μας αποκαλύψετε;
Α.Σ. : Και το έργο είναι πολύ ιδιαίτερο και ο Κώστας Φιλίπογλου έχει εντρυφήσει πιο πολύ στο σωματικό θέατρο. Έτσι έγινε μια προσπάθεια να βασίζεται αυτό το έργο πιο πολύ σε μας τους δύο ηθοποιούς, και όλη η προσέγγιση έχει γίνει με μία σωματική αφετηρία. Έχει αρκετή σωματικότητα.
-Κάνετε πολύ καιρό πρόβες;
Κ.Λ.: Έχουμε αρχίσει σταδιακά από τον Ιούνιο, για πρακτικούς λόγους, γιατί ο σκηνοθέτης μας έχει και κάποια άλλη δέσμευση στο εξωτερικό, στο Complicite, στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ. Κι έτσι ξεκινήσαμε νωρίς και είμαστε τώρα πίσω με τη βοηθό του, αλλά έρχεται κι αυτός.
Α.Σ.: Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι έχουν γράψει πρωτότυπη και πολύ ενδιαφέρουσα μουσική οι Lost Bodies για την παράσταση.
-Ελληνικό συγκρότημα είναι οι Lost Bodies;
Α.Σ.: «Τα χαμένα κορμιά», ναι!
Κ.Λ.: Εξαιρετική μουσική, θα πάθετε πλάκα! Τα φώτα τα κάνει η Μελίνα Μάσχα, τα σκηνικά και τα κοστούμια ο κ. Μετζικώφ, έχει επιμεληθεί την κίνησή μας η Φρόσω Κορού. Και κάποιες ειδικές κατασκευές ο Γκάι Στεφάνου.
-Ο τίτλος “Χάρτινα Λουλούδια” υπονοεί κάτι;
Κ.Λ.: Έχει σχέση με τη δράση, με αυτό που διαδραματίζεται μέσα. Για μένα είναι πολύ αμφίσημος τίτλος. Το λουλούδι για μένα είναι ένας φυσικός οργανισμός. Από την στιγμή που γίνεται χάρτινο, νεκρώνεται. Έχει έναν συμβολισμό ο τίτλος, αλλά έχει να κάνει και με την ίδια την ιστορία.
Α.Σ.: Μία άλλη εκδοχή, που θα την εξέφραζε ίσως ο Μπαρακούντα, είναι ότι ένα χάρτινο λουλούδι μπορείς να το κατασκευάσεις εσύ. Είναι μια χειροτεχνία, που ανάλογα με την φαντασία σου, καθορίζεις εσύ το σχήμα και το μέγεθος του λουλουδιού. Παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου, κατά κάποιο τρόπο. Έχεις τη δυνατότητα να αλλάξεις κάποια πράγματα.
Κ.Λ.: Ο Άρης ερμηνεύει τον τίτλο από την οπτική του δικού του ρόλου κι εγώ από την οπτική του δικού μου ρόλου. Πολύ ενδιαφέρον.
-Ο κόσμος των Χάρτινων Λουλουδιών, ενός έργου που γράφτηκε στην Χιλή την περίοδο του Αλιέντε, πόσο κοντά είναι στην ελληνική κουλτούρα και τρόπο ζωής;
Κ.Λ.: Τελείως μεταφυσικά νιώθω τέτοια συγγένεια με αυτό το λαό, που είναι στην άλλη άκρη της γης, που είναι κάτι το απίστευτο. Εννοώ ότι είναι από τους πιο απομονωμένους λαούς της Λατινικής Αμερικής και από τους πιο κουλτουριάρηδες και πολύ βασανισμένος λαός από δικτατορίες, σαν κι εμάς, και νιώθω μια συγγένεια. Δεν μπορώ να την εξηγήσω με ένα λογικό τρόπο, αλλά όταν διαβάζω οτιδήποτε από εκεί, νομίζω ότι το έχει γράψει ελληνικό χέρι.
-Κύριε Σερβετάλη, θα παίζετε και στο “Αχ αυτά τα φαντάσματα”, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.
Α.Σ.: Ξεκινήσαμε πρόβες τέλος Αυγούστου και είναι νωρίς να μιλήσουμε γι’ αυτό. Είναι μία ειδική κωμωδία. Πολλές φορές μπαίνει στα όρια της φάρσας. Δεν ξέρω πού να την κατατάξω, αν είναι μια κωμωδία παρεξηγήσεων ή καταστάσεων. Έχει μία ειδική τρέλα. Το έργο σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας. Παίζουν μαζί με μένα οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Φαίη Ξυλά, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Μαρία Κωνσταντάκη, Αγορίτσα Οικονόμου, Κίμωνας Φιορέτος, Μένη Κωνσταντινίδου, Βαγγέλης Ρωμνιός. Τα σκηνικά κάνει ο Μανόλης Παντελιδάκης, τα κοστούμια η Ειρήνη Τσακίρη, τη μουσική διδασκαλία ο Αλέξιος Πρίφτης.
-Το έργο μιλάει για φαντάσματα, αλλά είναι μια φάρσα η όλη ιστορία. Υπήρχε κάποια εποχή στη ζωή σας, που να πιστεύατε στα φαντάσματα;
Α.Σ.: Αν πίστευα ποτέ στα φαντάσματα; Στη Νάξο υπάρχει αυτό. Έχει τύχει να ακούσω ιστορίες για νεράιδες και φαντάσματα. Είχα ακούσει έναν μαραγκό στη Νάξο, που μου έλεγε: «Είχα πάει να ποτίσω το περιβόλι κι εμφανίζεται μια νεράιδα. Και από τότε δεν μίλαγα για μια βδομάδα». Και τα λέει κι αλλάζει η φωνή του όταν μιλάει για τη νεράιδα. Αλλά εγώ, όχι. Δεν πίστευα ποτέ στα φαντάσματα.
– Σε μια συνέντευξή σας, όταν μιλούσατε για τις Άλπεις του Λάνθιμου, έργο στο οποίο παίζατε, είχατε πει: «Δηλαδή δεν προβάλλεται η Ελλάδα μέσα από τον δημιουργό; Ή πρέπει να δείξουμε πάλι την Ακρόπολη;» Υπάρχει μια εμμονή με την ελληνικότητα στην ελληνική τέχνη; Κι αυτό οφείλεται στο ότι μας αρέσει να ομφαλοσκοπούμε σαν λαός και να βλέπουμε μόνο γύρω από τον εαυτό μας; Ή είναι κι ένα εμπορικό κίνητρο, γιατί φοβάται ο παραγωγός, ας πούμε, ότι αν δεν αγγίξει το ελληνικό κοινό και τα ενδιαφέροντά του ένα έργο, μπορεί να μην έχει επιτυχία;
Α.Σ.: Υπάρχει σε μένα αυτή η αίσθηση, ότι ίσως οι περισσότεροι παραγωγοί μπορεί να πιστεύουν ότι για να βγει μια ελληνική ταινία προς τα έξω και να πάει καλά, πρέπει να δείξει τα νησιά, την ωραία θέα που έχει η Σαντορίνη, την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα. Και πώς είναι δυνατόν ένας Έλληνας καλλιτέχνης να δείχνει, ας πούμε, μία άρρωστη ιστορία μιας οικογένειας και ο άλλος που το βλέπει έξω να το συνδυάζει ότι στην Ελλάδα είμαστε άρρωστοι κτλ. Αυτό δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο συμβαίνει. Για ποιο λόγο ένας καλλιτέχνης που ασχολείται με θέματα δύσκολα, όπως η μοναξιά ή ο θάνατος, να μην θεωρούνται τα έργα του ελληνικά και να μην πρέπει να υφίστανται; Και γιατί πρέπει να υπάρχει μόνο η όμορφη πλευρά της Ελλάδας; Είναι ένα περίεργο κλισέ αυτό το πράγμα. Ένας καλλιτέχνης ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουνε!
Κ.Λ.: Ξέρεις τι γίνεται; Αυτή η αναφορά μας στο παρελθόν δεν πρέπει να γίνεται ως άλλοθι για τα κακώς κείμενα τα τωρινά, αλλά να είναι η πηγή της δύναμής μας. Η χρήση λοιπόν που γίνεται όταν καταφεύγουμε σε οτιδήποτε ωραίο ή στους αρχαίους ημών προγόνους είναι σαν δικαιολογία για το τι δεν κάνουμε σήμερα, σε όλα τα πράγματα. Κι είναι λάθος αυτή η χρήση. Φυσικά είναι στο DNA μας και στη μνήμη μας όλα αυτά, αλλά πρέπει να χρησιμοποιούμε το παρελθόν μας, για να μας δώσει ώθηση. Όχι για να δικαιολογήσει τις αδράνειές μας.
-Μήπως μας συντρίβει όμως το πολύ βαρύ παρελθόν μας;
Κ.Λ.: Έλα μωρέ! Είναι αυτό που λένε: «Δεν άντεξε το βάρος του ονόματός του.» Πόσο βαρύ είναι ένα όνομα, δηλαδή; Δεν το πιστεύω αυτό. Ίσα-ίσα πρέπει να σου δίνει ώθηση.