“Ζουβέ Ελβίρα” στο Τόπος Αλλού- Μαθήματα θεάτρου
Ένα αυτοαναφορικό ταξίδι στο θέατρο και στην υποκριτική σχολή του Λουί Ζουβέ αποτελεί η παράσταση «Ζουβέ Ελβίρα», 7 μαθήματα του Λουί Ζουβέ σε κείμενο της Μπριζίτ Ζακ, το οποίο ανεβαίνει στο θέατρο Τόπος Αλλού σε σκηνοθεσία Κώστα Αρζόγλου.Από τον Γιώργο Σμυρνή
Όλο το θέμα του έργου είναι είναι ένας μονόλογος (μισή ή μία σελίδα) από τον Δον Ζουάν του Μολιέρου, τον οποίο εκφωνεί η μοναχή Ελβίρα, μια από τις αμέτρητες πρώην του μεγάλου και άκαρδου γυναικοκατακτητή που κλείσθηκε σε μοναστήρι μετά την αποπλάνηση που υπέστη, ίσως δεν σου γέμιζε το “μάτι”. Κι όμως, κρύβει από πίσω πάμπολλα μηνύματα και αποχρώσεις. Και τελικά γίνεται ένα δυσβάσταχτο φορτίο για μια νεαρή μαθητευόμενη ηθοποιό. Με την καθοδήγηση του δασκάλου Ζουβέ, η μικρή Κλαούντια βελτιώνει σταδιακά την επίδοσή της στον Μολιέρο. Παράλληλα, οι Ναζί θριαμβεύουν στο πεδίο της μάχης και κυριεύουν τη Γαλλία. Αυτό έχει συνέπειες στην συνέχεια και των δύο πρωταγωνιστών της παράστασης.
Η διδασκαλία του Ζουβέ μας ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από μερικές αράδες της ηρωίδας του Μολιέρου. Σε έναν κόσμο καθώς πρέπει, χριστιανικό, μεσαιωνικής ηθικής και αριστοκρατικής υποκρισίας, αυτά που πρέπει να πει, να δείξει και να κάνει μία ηθοποιός σε μερικά δευτερόλεπτα είναι πάρα πολλά και τόσο σημαντικά, ώστε να καθορίζουν την απόλυτη αποτυχία από την επιτυχία. Η νεαρή Κλαούντια, μία έξυπνη μαθητευόμενη θεατρίνα, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε αυτά που της ζητάει ο απαιτητικός Ζουβέ. Κι αυτός της κάνει διαρκώς μαθήματα για το θέατρο, που στην ουσία είναι μαθήματα προς τους θεατές. Στην πορεία, η Κλαούντια γίνεται καλύτερη, αλλά ποτέ δεν αγγίζει την απόλυτη ερμηνεία του ρόλου. Ο αγώνας για το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αρζόγλου καταφέρνει να συγκινήσει, να αναδείξει την ανθρώπινη διάσταση ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή και να προσφέρει μία γόνιμη εμπειρία στον θεατή. Σε αυτό βοηθάει το πολύ καλογραμμένο κείμενο της Μπριζίτ Ζακ, που δεξιοτεχνικά και με έξυπνες μεταφορές σε κάποια σημεία, καταφέρνει να δώσει το πνεύμα μιας θεατρικής διδασκαλίας.
Ως προς τις ερμηνείες, ο Κώστας Αρζόγλου είναι αρκετά πειστικός σαν ο έμπειρος δάσκαλος της υποκριτικής. Μεγάλος σε ηλικία, κάπως κουρασμένος από τη ζωή, αλλά όχι μπλαζέ, πάντα παθιασμένος με το θέατρο και κολλημένος με τη λεπτομέρεια, που κάνει τη διαφορά και με μια πίστη ότι το συναίσθημα είναι το παν και όχι ο ρυθμός του λόγου, ο Ζουβέ του Αρζόγλου (και της Ζακ) γίνεται συμπαθής και συχνά συγκινητικός. Από την άλλη, η νεαρή Aurora Marion μου άρεσε στα κομμάτια που παίζει την Κλαούντια. Αλλά στα σημεία που η Κλαούντια ερμηνεύει την Ελβίρα δεν μου φάνηκε πολύ πετυχημένη η ερμηνεία της, καθώς έδειχνε κάπως άτεχνη, ενώ της έλειπε η ένταση και η φυσικότητα.
Είχε πάντως ένα πολύ δύσκολο έργο, δηλαδή να υποδυθεί μία ηθοποιό που αρχικά παίζει άσχημα την Ελβίρα και στην πορεία βελτιώνει την ερμηνεία της. Ο Κούνδουρος, ο σκηνοθέτης του θρυλικού Δράκου, εκθείαζε τον Ντίνο Ηλιόπουλο για το γεγονός ότι σε μία σκηνή της ταινίας, αν και τέλειος χορευτής, χορεύει σαν να μην ξέρει να χορεύει. Αυτό έπρεπε να κάνει και η Marion στην αρχή. Να παίζει σαν να μην ξέρει να παίζει και στην πορεία να το βελτιώνει. Όμως δεν βελτιώνει αισθητά την απόδοσή της στον ρόλο, ώστε να φαίνεται ότι μετά από τόσα μαθήματα υπάρχει διαφορά.
Το δίδυμο πάντως των πρωταγωνιστών καταφέρνει να μεταδώσει την συγκίνηση του έργου- παρά τις όποιες αδυναμίες- και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αυτό το συγκινητικό πνεύμα το ενισχύουν οι βιντεοπροβολές και η μουσική. Τα βίντεο, που αρχικά φαίνονται ξεκάρφωτα (ιδίως αυτά που παρουσιάζουν παρελάσεις των Ναζί και σκηνές από το Ολοκαύτωμα), με την εξέλιξη της παράστασης καταλαβαίνουμε ότι είναι απολύτως σχετικά με το θέμα και στο story. Κυρίως όμως κάνουν κάτι σημαντικό: Με απλό τρόπο και χωρίς να χάνεται χρόνος επί σκηνής, τα βίντεο δίνουν το ιστορικό πλαίσιο της παράστασης.
Δεν πρέπει βέβαια να αγνοηθεί το γεγονός ότι τόση αυτοαναφορικότητα σε ένα έργο, έχει κάποιο κόστος, καθώς το περιορίζει. Είναι προφανές ότι το θέατρο που μιλάει για κάτι άλλο και όχι για τον εαυτό του, σαφώς έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Παρ’ όλ’ αυτά, η παράσταση καταφέρνει να βγάλει πράγματα. Μας μυεί στα άδυτα των προβών και της θεατρικής διδασκαλίας, ενώ όλα εξελίσσονται σε μία περίοδο ταραχώδη, αυτήν του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, από πίσω (κυρίως μέσω των βιντεοπροβολών) διαμορφώνεται μια πλοκή που κάνει το έργο πιο συγκινητικό, ενώ αφήνει και μια μικρή αφορμή για πολιτικό προβληματισμό.