Ο φιλόσοφος αρχιτέκτονας Mario Botta μιλάει για την Αρχιτεκτονική και τη Μνήμη στο Megaron Plus
Την Παρασκευή 12 Οκτωβρίου, ένας από τους διασημότερους αρχιτέκτονες στον κόσμο, παράδοξος και σταυροφόρος μιας αρχιτεκτονικής ηθικής που έχει υπογράψει στην Αθήνα το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, έρχεται να μιλήσει στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων του Megaron Plus, για την Αρχιτεκτονική και τη Μνήμη, για την αρχιτεκτονική ως πνευματικό καθήκον, για την αρχιτεκτονική ως αντίσταση στην απώλεια της ταυτότητας και στην κοινοτοπία.
Την εκδήλωση θα προλογίσει ο Μάνος Δημητρακόπουλος, Αντιπρόεδρος του ΚΙΚΠΕ, ενώ τον διάσημο αρχιτέκτονα θα παρουσιάσει η Ρένα Σακελλαρίδου, αρχιτέκτων, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Α.Π.Θ.
Ο Μάριο Μπότα, γεννημένος το 1943 στο Μεντρίζιο του ελβετικού καντονιού Τιτσίνο, είναι από τους ελάχιστους εν ζωή αρχιτέκτονες που δούλεψαν δίπλα στον εμβληματικό Λε Κορμπυζιέ και 40 χρόνια μετά το θάνατό του συνεχίζει την παράδοση της πνευματικότητας και της στιβαρής ουσίας στο σχεδιασμό κτιρίων με ιερό ή κοσμικό προορισμό. Από τον μεγάλο Ελβετό κληρονόμησε την πεποίθηση ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να έχει βαθειά επιρροή στην κοινωνία και η δική του αρχιτεκτονική του διαδρομή δεν είναι παρά μια αποστολή για τη βελτίωση της ποιότητας και της αξίας της ζωής.
«Το να χτίζεις είναι μια τέχνη ιερή, μια πράξη που μεταμορφώνει τη φύση σε δήλωση πολιτισμού» λέει ο Μπότα και παραμένει εδώ και δεκαετίες αμετακίνητος σε μια προσωπική σταυροφορία για την καθαρότητα στην αρχιτεκτονική, την αναζήτηση της ηθικής που, «χωρίς αυτήν δεν υπάρχει αισθητική, όπως δεν υπάρχει και ανήθικη αισθητική».
Η δουλειά του αποπνέει μια αυθεντική αίσθηση παράδοξου, κάτι που τον κάνει μια από τις πιο αυθεντικές αρχιτεκτονικές φωνές του καιρού μας, αλλά και πολύ δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Στεφανωμένος από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του ως κορυφαία ιδιοφυία, ο Μπότα θεωρήθηκε κατά καιρούς «μεταμοντέρνος κλασικιστής», «νεορεαλιστής» ή «αυθεντικός κλασικιστής». Ο ίδιος, στα τέλη της δεκαετίας του 90, κήρυξε τον πόλεμο στον μεταμοντερνισμό και σε αυτό που έβλεπε ως συνέπειά του, «την παγκοσμιοποιημένη αρχιτεκτονική τύπου Ντίσνεϊλαντ». Και επίμονος στην έρευνα για την αρχιτεκτονική, ίδρυσε το 1996, με μια ομάδα αρχιτεκτόνων, την Ακαδημία Αρχιτεκτονικής στη γενέτειρά του, το Μεντρίζιο.
Επικός στις διατυπώσεις του, ο Μπότα πιστεύει ότι η αρχιτεκτονική «είναι ένα κοινωνικό καθήκον έναντι της ανθρωπότητας και ένα ηθικό καθήκον, αφού διαχειρίζεται αξίες σχετικές με τον τρόπο που ζούμε. Η αρχιτεκτονική δίνει σχήμα στην ιστορία. Γι αυτό πρέπει να εκφράζει τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τις αντιφάσεις της εποχής της». Θεωρεί τις υπερπαραγωγές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής εμπορικές, μιας χρήσεως και ψεύτικες και αναζητά το καταφύγιό του σχεδιάζοντας εκκλησίες και κτίρια που μοιάζουν με οχυρά.
Από το γραφείο του στο Λουγκάνο, την αλπική πόλη, τόπο έμπνευσης πολλών έργων του, ο Μπότα σχεδιάζει και στοχάζεται και απαντάει στα φιλοσοφικά και πνευματικά του ερωτήματα με τη γεωμετρία, με τις βεβαιότητες της πλατωνικής φόρμας: σφαίρες, κύλινδροι, τετράγωνα. Γι αυτόν ιδανικό κτίσμα είναι το περιστύλιο του Ντονατέλο Μπραμάντε στον Σαν Πιέτρο ιν Μοντόριο, στη Ρώμη –άψογη αρμονία με συμπαγή πέτρα και μάρμαρο και ένα τέλεια υπολογισμένο παιχνίδι με το φως. Φιλόσοφός του ο Χάιντεγκερ και οδηγός του η άποψη του Γερμανού στοχαστή, ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο όταν μπορεί να προσανατολιστεί σε έναν χώρο.
«Η αρχιτεκτονική είναι ένα σύστημα που δημιουργεί μια τάξη στο χώρο», λέει ο Μπότα, «οργανώνει το χώρο, τα κτίρια στις πόλεις μας πρέπει να προσφέρουν κάποια σημεία αναφοράς. Αισθάνεσαι πιο άνετα όταν ελέγχεις το χώρο που σε περιβάλλει». Γι αυτό και ο Μπότα, αν και διεθνής υπογραφή σε μεγάλα δημόσια κτίρια, εξακολουθεί να να σχεδιάζει σπίτια. « Η ιδέα της προστασίας είναι συστατικό της αρχιτεκτονικής. Στο υποσυνείδητό μας το σπίτι παραμένει το καταφύγιό μας, η άμυνά μας, ένα αρχέγονο ένστικτο. Αυτή η αξία είναι πολύ σημαντική για την αρχιτεκτονική».
Ο Λε Κορμπυζιέ δεν υπήρξε η μόνη βαθειά επιρροή του Μπότα. Στο Universitario di Architettura της Βενετίας όπου φοίτησε από το 1964 έως το 1969, χάρις στην τύχη, αλλά και την επιμονή του, ήρθε σε επαφή με τρεις γίγαντες του αρχιτεκτονικού κόσμου: τον Λε Κορμπυζιέ, τον Κάρλο Σκάρπα και τον Λούις Καν. Από τον καθηγητή του Σκάρπα έμαθε τη σημασία της φιλοσοφικής αντίληψης για τις κατασκευές και στον Καν οφείλει την γοητεία που του άσκησε η λιτότητα στην αρχιτεκτονική. «Ήταν αυτός που αντιλήφθηκε τα όρια της τεχνολογικής εξέλιξης και την ανάγκη για επιστροφή στις αφετηρίες. Η επιστροφή αυτή είναι το πιο ισχυρό πολιτιστικό κίνητρο σε μια κοινωνία που επίμονα και σταθερά επικεντρώνεται στο μέλλον το αρχέγονο εξακολουθεί να υπάρχει στο καινούργιο».
Ο Μάριο Μπότα σχεδιάζει όλο και πιο πολύ χώρους λατρείας και ενώ στα δημόσια κτίρια του υπάρχει μια σαφής αίσθηση λειτουργικότητας και προορισμού, στα σχέδιά του για τον Θεό, προσπαθεί να απαντήσει σε θεμελιώδη ερωτήματα για τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Ο Μπότα πιστεύει ότι «η εκκλησία είναι το κορυφαίο κτίριο για την αρχιτεκτονική. Όταν μπαίνεις στην εκκλησία, συμμετέχεις ήδη σε αυτό που έχει αποκαλυφθεί και σε αυτό που θα αποκαλυφθεί. Η εκκλησία είναι ο χώρος που μετατρέπει τον πιστό σε πρωταγωνιστή, απευθύνεται σε αυτόν, αλλά και στην ευρύτερη κοινότητα, είναι ένα αστικό ορόσημο».
Η επιτυχία του Μάριο Μπότα με τους δυναμικούς, αυστηρούς και άμεσα αναγνωρίσιμους χώρους λατρείας, που έχει σχεδιάσει, μια δική του απάντηση στην ισοπέδωση και τον καταναλωτισμό στις σύγχρονες κοινωνίες, τον έκανε περιζήτητο στα κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας: πολιτιστικά κέντρα, κτίρια γραφείων και τραπεζών, ξενοδοχεία, αγορές, μουσεία, καζίνο, σπίτια για πολύ ή λιγότερο πλούσιους.
Διεύθυνση
Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη 115 21 Αθήνα
Τηλέφωνο
210 7282333
12 Οκτωβρίου 2012/19:00
Ελεύθερη είσοδος με δελτία προτεραιότητας
Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5:30 μ.μ.