MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Βασίλης Παπαβασιλείου: “Στην καταστροφή, έχουμε ανάγκη λίγη χαρά!” – Ο σκηνοθέτης του “Βαφτιστικού”, ενώνει την Αθήνα του χθες και του σήμερα

Γέλιο και τραγούδι: αντίδοτα στη “μαυρίλα”, με ισχυρές θεραπευτικές ιδιότητες. Αφελές…; Κι όμως, αν το σκεφτείτε, όλο και κάποιο ενθουσιώδες “like” θα έχετε κάνει σε “ψαγμένα” τσιτάτα πάνω σε φωτογραφίες instagram αισθητικής που κυκλοφορούν στα social media και που λένε ουσιαστικά ακριβώς αυτό! Την ώρα λοιπόν που “ο κόσμος χάνεται”, κάποιοι, ανάμεσά τους και ο Βασίλης Παπαβασιλείου, σκηνοθέτης της οπερέτας “Ο Βαφτιστικός”, που ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για έξι παραστάσεις, επιμένουν να επενδύουν σε αυτό το δίπτυχο, και έχουν λόγο σοβαρό! Με αφορμή τη φθινοπωρινή επανάληψη του “Βαφτιστικού”, σε μια παραγωγή που είχε παρουσιαστεί και το καλοκαίρι στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, μιλήσαμε με τον κο Παπαβασιλείου για τη σχέση της “παλιάς” με την σύγχρονη Αθήνα, για τον χαρακτήρα και τον ρόλο του θεάτρου σήμερα, και φυσικά για το εξαιρετικά αγαπημένο αυτό έργο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη.Συνέντευξη στην Αργυρώ Σταυρίδη

Monopoli Team

Δεδομένου ότι ο “Βαφτιστικός” είναι ένα καταρχάς μουσικό έργο, με ποια φιλοσοφία χειριστήκατε τη θεατρική του πλευρά;
Η ιδέα να κάνουμε τον “Βαφτιστικό” ήταν του μαέστρου Γιώργου Πέτρου*, που, βλέποντας ότι τα περισσότερα ανεβάσματα αδικούσαν το μουσικό μέρος, είχε εκτιμήσει ότι η μουσική αξία του έργου του Σακελλαρίδη χρειαζόταν μια αποκατάσταση, μια ανάδειξη. Οι υπόλοιποι σκηνικοί συντελεστές, λοιπόν, στρατευθήκαμε σε αυτό το στοίχημα που ανέπτυξε ο μαέστρος. Αυτό ήταν το κεντρικό στοιχείο αυτής της συνεργασίας και εμπειρίας, που τροφοδότησε και τη δική μας προσέγγιση.

Ψάχνοντας το καλοκαίρι στο ίντερνετ για τα τραγούδια του “Βαφτιστικού”**, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι υπήρχαν λίγα και όχι αρκετά καλής ποιότητας δείγματα, ενώ πρόκειται για πολύ γνωστά κομμάτια. Θα λέγατε ότι γενικότερα η οπερέτα ως καλλιτεχνικό είδος είναι “αδικημένη” στην συνείδηση του σύγχρονου κοινού; Μήπως η καλλιτεχνική της αξία δεν προβάλλεται αρκετά;
Πρώτα απ’ όλα η οπερέτα είναι ένα είδος του 19ου αιώνα. Υπήρξε “βασίλισσα” της λαϊκής διασκέδασης, και στις δεκαετίες του ’10, ’20, ’30, δίδασκε στον κόσμο τις νέες μόδες, γεννούσε μουσικές επιτυχίες κ.λ.π. Μετά τον πόλεμο αποκτήσαμε άλλες συνήθειες, άλλα μέσα και άλλους μηχανισμούς κατασκευής επιτυχιών. Αυτό εξηγεί και τη θέση της οπερέτας σήμερα. Προσεγγίζοντας εμείς τον “Βαφτιστικό”, είδαμε ότι υπάρχει ένα “χρυσωρυχείο” έμπνευσης του συνθέτη, και ταυτόχρονα μερικά στοιχεία που έχουν να κάνουν καθαρά με το θεατρικό μέρος και είναι πηγές χαράς. Και, ξέρετε, έχουμε ανάγκη τη χαρά, γιατί αυτή η καταστροφή την οποία ζούμε, χρειάζεται χαρά, που μπορεί να προκύψει και μέσα από το τραγούδι.

Αναφορικά με αυτό που λέτε, σήμερα ακούγονται πολύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετες “φωνές”: από τη μία υπάρχει η ανάγκη και η επιθυμία “να ξεχαστούμε λίγο” και “να διασκεδάσουμε”, και από την άλλη ακούμε από πολλούς καλλιτέχνες ότι το θεωρούν άκαιρο και συνεπώς άκυρο να παρουσιάζουν έργα “άσχετα” με τα προβλήματα που ζούμε…
Αυτά δεν είναι θέματα ιδεολογίας. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί. Οι δύο ώρες της εμπειρίας μιας παράστασης, είτε μιλάμε για πρόζα είτε για έργο μουσικό, δυό ώρες είναι και περνάνε. Η λύπη της καθημερινότητας μας περιμένει ούτως ή άλλως. Το ζήτημα είναι πώς βγαίνουμε από αυτό το δίωρο… Χαρά ή λύπη; Εκείνο που έχει σημασία, αυτό που ζητάει ο κόσμος, δεν είναι ακριβώς να ξεσκάσει, αλλά να βγει λίγο πιο δυνατός. Τώρα με τι υλικά μπορεί να το πετύχει κάποιος αυτό, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, ταλέντου κ.λ.π. Το στοίχημα λοιπόν σήμερα δεν είναι να ξεσκάς, είναι να φεύγεις πιο “ελαφρύς” και πιο δυνατός.

Η δική σας ενασχόληση -τον τελευταίο καιρό τουλάχιστον- με έργα του “παρελθόντος” κρύβει κάποια ιδιαίτερη πρόθεση και προτίμηση ή είναι περισσότερο συγκυριακή;
Το “σύγχρονο” διαρκεί. Ποιος πίστευε ότι θα μας έβρισκε αυτή η καταστροφή… Έχουμε μια καταστροφή ανάλογη της μικρασιατικής και μάλιστα σε καιρό ειρήνης. Κανένας δεν είναι απαλλαγμένος από την “κατάρα” αυτού που νόμιζε παλιό. Ο “Γάμος του Κουτρούλη” του Ραγκαβή, που έκανα την περασμένη σεζόν, ήρθε σαν μια πρόταση του Εθνικού Θεάτρου, για να κλείσει έτσι μια άτυπη νεοελληνική τριλογία, μαζί με τη “Βαβυλωνία” του Βυζάντιου και τον “Τυχοδιώκτη” του Χουρμούζη. Αισθάνομαι εκ του αποτελέσματος ότι έκλεισε για μένα αυτός ο κύκλος της νεοελληνικής τριλογίας, που έχει να κάνει με τη φάση αυτή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. Ποιος μας λέει ότι το πρόβλημα της ίδρυσης δεν το έχουμε μπροστά μας σήμερα… Το περιμένατε εσείς; Εγώ το φοβόμουνα, αλλά δεν το περίμενα. Σήμερα το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, είναι το πρόβλημα του 1830! Κατά μία έννοια, βέβαια. Δεν έχουμε τον Καποδίστρια ή τον Όθωνα, αλλά μήπως έχουμε πάλι τους Βαυαρούς…; Η διαλεκτική λοιπόν του “σύγχρονου” και του “μη σύγχρονου” μας περιμένει στη γωνία, σε κοινωνίες ειδικού τύπου όπως η δική μας.

Βλέπουμε ήδη και κάποιες καλλιτεχνικές απόπειρες με θέμα την σημερινή ελληνική πραγματικότητα, κυρίως στην τηλεόραση βέβαια, αλλά και στο θέατρο. Θεωρείτε ότι είναι νωρίς ακόμα για να γίνει κάτι τέτοιο ή μήπως δεν έχει σημασία η χρονική στιγμή;
Το θέατρο ήταν ανέκαθεν ένα κάλεσμα για να συναντηθούν οι άνθρωποι. Δεν υπάρχει θέμα δόγματος απόστασης για να γραφτεί ένα “μεγάλο έργο” για τη “μεγάλη κρίση”. Το θέατρο αναδέχεται πιο εύκολα σήμερα την εφημερότητά του και αντιδρά πιο άμεσα, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Και πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια το θέατρο δεν ήταν μια ξεχωριστή τέχνη. Θέατρο ήταν η ονομασία ενός τόπου, όχι μιας τέχνης, ήταν οι μορφές οργάνωσης της πρόσληψης του αισθητού κόσμου.

Σήμερα λοιπόν τι ακριβώς κάνει το θέατρο;
Το θέατρο ανήκει πλέον στις “μειονοτικές” τέχνες, από εκεί που ήταν ανάμεσα στις “θριαμβεύουσες” τέχνες. Μεσολάβησε η τηλεόραση, ήρθαν τα νέα μέσα, άρα λοιπόν πέρα από τα θέματα που πραγματεύεται, το θέατρο έχει να απαντήσει και στο τι είναι. Ο ορισμός του δεν είναι δεδομένος πια. Έχουμε να κάνουμε με έναν εκδημοκρατισμό αυτής της τέχνης. Έχουμε οχτακόσιους ηθοποιούς κάθε χρόνο, νέους ανθρώπους, που με μία έννοια είναι παιδιά του καιρού τους. Δεν χρειάζεται να δίνουν στίγμα ερμηνευτικής παρουσίας αλλά σκέτης παρουσίας. Αξιοποιούν δηλαδή κάποια κεκτημένα που δημιουργήθηκαν στο τελευταίο κομμάτι του 20ού αι., όπως το χοροθέατρο ή το σωματικό θέατρο, που έκαναν το θέατρο από τέχνη της ερμηνείας, τέχνη της παρουσίας.

Εσείς ύστερα από την συνεργασία σας με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και με δραματικές σχολές, δεν επιθυμείτε να ξαναδιδάξετε;
Επισήμως δεν διδάσκω. Ανεπισήμως κάποιοι μου κάνουν την τιμή να πιστεύουν ότι διδάσκονται από μένα. Εγώ δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση! Και αυτή τη στιγμή έχουμε το γενικό κάδρο της οικονομικής κρίσης. Υπάρχουν πολλά ζητήματα ως προς το πού θα κάτσει η μπίλια, και πρέπει να δούμε τι υπάρχει στα “πέριξ”. Προς το παρόν εγώ δεν μπορώ να δω τι υπάρχει στα “πέριξ”, γι’ αυτό και δεν μπορώ να απαντήσω.

Για να επανέλθουμε στο παρόν τότε, πιστεύετε ότι υπάρχει και σήμερα στην πόλη κάτι από την ατμόσφαιρα και τη ζωή της περιβόητης “παλιάς Αθήνας”, μια πλευρά της οποίας βλέπουμε και στον “Βαφτιστικό”; Υπάρχει δηλαδή κάποιο διαχρονικό “αθηναϊκό” πνεύμα ή χαρακτηριστικό, όπως π.χ. λέμε για το Παρίσι ότι είναι ρομαντικό, ή για τη Νέα Υόρκη πως είναι το “μίξερ” των πολιτισμών;
Καταρχάς η σύγχρονη, μεταπολεμική Αθήνα είναι ένα εποικιστικό μόρφωμα. Η πόλη έγινε διά της αντιπαροχής και με την εσωτερική μετανάστευση και την αστυφιλία χτίστηκε όπως χτίστηκε. Τα μάτια ενός Παριζιάνου μπορούν να βλέπουν την πόλη όπως την έβλεπαν οι πρόγονοί του, δηλαδή τα Ηλύσια Πεδία, τα κτίσματα που έγιναν εκεί τον 19ο αι. Εδώ δεν είναι τα ίδια, κάθε άλλο. Υπάρχει όμως η Πλάκα, το Μοναστηράκι, του Ψυρρή, το Γκάζι. Μένουν τα πράγματα, μέσα από μια διαδικασία επιβίωσης του αρχαίου, όπως λεν οι Γερμανοί. Δεν ξέρουμε πώς, αλλά περπατώντας τους δρόμους της Πλάκας ή κατηφορίζοντας προς του Ψυρρή, κάτι μυρίζει κανείς, και η όσφρηση είναι μια πολύ δυνατή “ποιητική” αίσθηση, ξέρετε. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει κάποιος τι είναι η παλιά Αθήνα, υπάρχει η παλιά και η αρχαία Αθήνα, που μπαίνει μέσα στους νέους ανθρώπους. Ακόμα και τώρα που κάηκε η Πάρνηθα και ανέβηκε η θερμοκρασία 2-3 βαθμούς και έχουμε περισσότερη υγρασία, ακόμα κι αυτή η ανάκληση ενός πνεύμονα, ενός φίλτρου που είχαμε εδώ και χάθηκε, είναι κι αυτός ένας τρόπος παρουσίας του παλιού. Έτσι κι αλλιώς, από ένα σημείο κι έπειτα, αυτό το στοιχείο είναι παρόν στη ζωή μας, από τότε που οι άνθρωποι τον 19ο αι. “ανακάλυψαν” την αρχαιολογία και τη γοητεία των ερειπίων και των χαλασμάτων. Οι σημερινοί Έλληνες έχουμε πλέον και ερείπια και χαλάσματα δικά μας, τα οποία προστίθενται σε αυτό τον κατάλογο.

Ο μαέστρος, ο Κος Πέτρου, στο σημείωμά του για την παράσταση αναφέρει εκτός των άλλων πως θεωρεί ότι ζούμε στην ωραιότερη πόλη του κόσμου. Ποια είναι η δική σας γνώμη για την σημερινή Αθήνα; Πώς τη ζείτε, τι αίσθηση σας αφήνει;
Η Αθήνα είναι μια πόλη στην οποία κανείς οργανώνει τη “δική του” πόλη. Κάθε δημιουργικός άνθρωπος πρέπει να φτιάξει μια “δεύτερη” πόλη για να μπορεί να συνεχίζει ένα διάλογο ή μονόλογο που κάνει σε σχέση με τα πράγματα που κάνει επαγγελματικά. Ο Πέτρου μπορεί να εννοεί την Αθήνα εκείνη που του γεννά η “πρώτη” Αθήνα. Μια τέτοια δεύτερη Αθήνα έχω κι εγώ, μολονότι είμαι “λίγο” μεγαλύτερος…


Ο Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη ανεβαίνει και πάλι στη σκηνή της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για 6 παραστάσεις (23, 26, 27, 28/10 & 2, 3/11) στο πλαίσιο του κύκλου Όπερα και Οπερέτα.

*Διαβάστε την συνέντευξη του Γιώργου Πέτρου με αφορμή την ίδια παραγωγή, εδώ

** Το πιθανότερο είναι να γνωρίζετε τραγούδια του “Βαφτιστικού” όπως τα “Η καρδιά μου πονεί για σας”, “Τον καιρό εκείνο τον παλιό”, “Ψηλά στο μέτωπο”. Ίσως λιγότερο γνωστό είναι το “Τραγούδι της τσιγγάνας”, ένα υπέροχο κομμάτι με “οπερατική” μελωδία και συγκινητικά χορωδιακά, που σας προτρέπω να ακούσετε ">εδώ (δυστυχώς δεν υπάρχει online καλύτερη ηχητική εκδοχή, ούτε η ολοκληρωμένη εκδοχή του).

Στ’ άγριο το δάσος πέρα εκεί στην εξοχή
όμορφη Τσιγγάνα ζούσε πάντα μοναχή
Μόνη της πονούσε, μόνη της θρηνούσε το τρελό παιδί
που ‘χε αγαπήσει και που’χε ποθήσει να το ξαναειδεί

Μα τι κι αν είν’ η όμορφη αυτή Τσιγγάνα
κι αν έχει μύρια θέλγητρα και μάτια πλάνα
κι αν ρίχνει μάγια κι όλους ξέρει να μαγεύει
μα του τρελού παιδιού της την καρδιά, ωιμένα!
δεν είχε ωστόσο αυτή μπορέσει να κλέψει κάποτε μια βραδιά

Κι έριχνε τα μάγια κι έριχνε και τα χαρτιά
και με το φεγγάρι μίλαγε κάθε βραδιά
κι όλο το ρωτούσε, ‘κείνος π’ αγαπούσε, αν θε να βρεθεί
για να πέσει πάλι μες στην αγκαλιά του, όπου τον ποθεί

Τώρα ο νηός με άλλη σμίγει τα φιλιά του,
άλλη κοπέλα σφίγγει μες στην αγκαλιά του
και μια βραδιά μαζί μ’αυτή στο δάσος πάει
και την Τσιγγάνα ψάχνει για να βρει, μα εκείνη
μόλις τον βλέπει μ’ άλλη κοντά του
πέφτει μπροστά του με μιάς νεκρή

Περισσότερα από Πρόσωπα