“O Επιθεωρητής έρχεται” στο Ιλίσια- Ηθικοί δολοφόνοι!
Μπορείς να σκοτώσεις κάποιον, μόνο και μόνο στερώντας του κάθε δυνατότητα για ευτυχία. Κι όσο υψηλότερη θέση έχεις στο κοινωνικό στερέωμα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να το καταφέρεις, έστω κι αν δεν είναι αυτός ο αρχικός σου σκοπός. Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει στο κλασικό έργο του «Ο Επιθεωρητής έρχεται» ο Τζων Πρίσλεϋ, το οποίο ανεβάζει στο θέατρο «Ιλίσια» ο Γρηγόρης Βαλτινός.Από τον Γιώργο Σμυρνή
Το συγκεκριμένο έργο έχει πλοκή που θυμίζει αρκετά με αυτήν του αστυνομικού έργου. Όμως, δεν είναι αστυνομικό έργο, αλλά μάλλον ένα κοινωνικό θρίλερ, που θέτει πολύ έντονα ταξικά και ηθικά θέματα. Ενώ στα αστυνομικά έργα αναζητούνται οι ποινικές ευθύνες των ανθρώπων, στο έργο του Πρίσλεϋ οι ευθύνες είναι μόνο ηθικές. Δεν υπάρχει δολοφόνος με την ποινική σημασία του όρου, καθώς η κοπέλα έχει αυτοκτονήσει και αυτό δεν αμφισβητείται. Ποιοί όμως την ώθησαν σε αυτήν την απονενοημένη πράξη;
Το έργο ξεκινά με μια μεγαλοαστική οικογένεια, γιορτάζει τους αρραβώνες της κόρης, που θα σηματοδοτήσουν την ένωση δύο πολύ ισχυρών οικονομικά οικογενειών. Την γιορτή έρχεται να τους χαλάσει ένας νεαρός επιθεωρητής της αστυνομίας, ο οποίος σχεδόν με υπερεξουσίες τους υποβάλει σε σκληρές ερωτήσεις, για να ανακαλύψει τα αίτια της αυτοκτονίας της κοπέλας. Όλοι οι παριστάμενοι- πατέρας, μητέρα, κόρη, γιος, γαμπρός- με τον τρόπο τους είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην δυστυχία της κοπέλας. Και κανείς δεν ήξερε ότι όλοι οι υπόλοιποι είχαν κάνει το ίδιο. Είναι λίγο σαν ένα παιχνίδι με χαρτιά. Ο αστυνομικός (και πίσω από αυτόν ο συγγραφέας) μοιράζει την τράπουλα των ευθυνών και υποδεικνύει τις ενοχές κάθε μέλους. Κάποιοι (η κόρη και ο γιος) είναι περισσότερο πρόθυμοι να τις αναλάβουν και κάποιοι άλλοι λιγότερο. Όμως ο θάνατος της κοπέλας στοιχειώνει το πάρτι.
Κυρίως αυτό που φοβάται ο πάτερ-φαμίλιας Άρθουρ Μπέρλινγκ (τον ερμηνεύει ο Γρηγόρης Βαλτινός) είναι το σκάνδαλο. Μία εμπλοκή της οικογένειας του σε ένα σκάνδαλο με την αυτοκτονία μιας απλής εργάτριας θα του υποσκάψει τις πιθανότητες να κερδίσει τίτλο τιμής από την Βασίλισσα. Άλλα μέλη της οικογένειας προσεγγίζουν το θέμα πιο πολύ από την πλευρά της συνείδησης και όχι τόσο του συμφέροντος.
Η αλήθεια είναι πως το έργο ξεκινάει με μια μεγάλη και δύσκολα πειστική σύμβαση. Στον ίδιο χώρο είναι συγκεντρωμένοι πέντε άνθρωποι, οι οποίοι με τον τρόπο τους, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της κοπέλας, της έκαναν σμπαράλια κάθε πιθανότητα να γίνει ευτυχισμένη. Και ο επιθεωρητής της αστυνομίας (ο νεαρός στην εκδοχή του Βαλτινού Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) τους βάζει όλους στη θέση τους, ρίχνοντας τους στα μούτρα τα περιστατικά που κατέστρεψαν την κοπέλα με τα πολλά διαφορετικά επαγγέλματα και τα πολλά διαφορετικά ονόματα. Πόσες είναι οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο στην πραγματική ζωή; Μία στο τρισεκατομμύριο; Και πολλές βάζω.
Ο συγγραφέας όμως δεν είναι καθόλου αφελής. Το γνωρίζει αυτό πάρα πολύ καλά. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι να δημιουργήσει μία πειστική τραγωδία, αλλά μία παραβολή, που θα τονίζει τις ευθύνες των ανθρώπων και ιδίως των υψηλά ιστάμενων. Το έργο γράφτηκε στο τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου και τοποθετείται χρονικά στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένα έργο φορτισμένο, από τα πρόσφατα φρικτά εγκλήματα που είχαν τελεστεί κατά την διάρκεια αυτών των δύο μεγάλων σφαγών. Κι ο Πρίσλεϋ θέλει να δείξει, όπως είχε δηλώσει ο Βαλτινός σε συνέντευξη που μου έδωσε, ότι η αιτία για αυτά τα θηριώδη εγκλήματα είναι η απληστία των ανθρώπων.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρίσλεϋ κάνει μία πολύ έξυπνη στροφή στο δεύτερο μέρος του έργου του. Προς το φινάλε κάνει ένα άνοιγμα στον Πιραντέλο, στο οποίο σχετικοποιεί τελείως την αληθοφάνεια των γεγονότων. Κι ακολουθεί ακόμα μία στροφή στο τέλος, για να προβάλει ακόμα πιο τονισμένες και πιο έντονες τις ευθύνες κάποιων ανθρώπων για τα μαρτύρια που περνάνε οι συνάνθρωποί τους. Το φινάλε είναι τρομερά έξυπνο, ατμοσφαιρικό και παίζει πολύ δυνατά με τις διαθέσεις του κοινού. Και φυσικά δεν πρόκειται να το αποκαλύψω.
Η σκηνοθεσία του Βαλτινού διαβάζει με ουσία το συγκεκριμένο έργο. Ενώ χρησιμοποιεί ρούχα εποχής 1912 (της εποχής στην οποία αναφέρεται το κείμενο του Πρίσλεϋ) τοποθετεί τον επιθεωρητή, με τα ρούχα που φοράει, στην εποχή μας. Τα σκηνικά του Γιάννη Μέτζικωφ είναι ρεαλιστικά και δημιουργούν μια ευχάριστη οπτικά αίσθηση χλιδής. Ενίοτε, στο πίσω μέρος της σκηνής, με παιχνίδια του φωτισμού, εμφανίζονται μέσα από ένα τζάμι (που είναι τοίχος, όταν δεν πέφτουν ειδικά φώτα πάνω) χαρακτήρες του έργου είτε να μαλώνουν, είτε να δείχνουν εκφράσεις απελπισίας, παράλληλα με την δράση και τους διαλόγους.
Ο ίδιος ο Βαλτινός ερμηνεύει χωρίς μεγαλοστομίες και με πειστικότητα τον ρόλο του πιο κυνικού ανθρώπου του έργου, του πετυχημένου και αδίστακτου επιχειρηματία. Υποδόρια τον μετατρέπει σε καρικατούρα, αλλά χωρίς να το τονίζει. Ο Παπασπηλιόπουλος ως επιθεωρητής δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία. Έχει τον δυναμισμό ενός νέου ανθρώπου, αλλά κι ενός φορέα εξουσίας, που δεν δίνει δεκάρα για το ότι συνομιλεί με την αφρόκρεμα της αγγλικής κοινωνίας, αλλά αντίθετα συμπεριφέρεται σαν να τους έχει στο χέρι. Παράλληλα, δημιουργεί το μυστήριο και τις ατμόσφαιρες εκείνες, που χρειάζεται ο ρόλος -μυστήριο που ερμηνεύει.
Πολύ καλές είναι επίσης οι ερμηνείες των δύο νέων, που μοιάζουν να συνειδητοποιούν περισσότερο από τους υπόλοιπους τις ευθύνες τους για την αυτοκτονία της κοπέλας. Η Ευτυχία Γακουμή, στον ρόλο της όμορφης και ζηλόφθονης κόρης του Μπέρλινγκ, δίνει μια παθιασμένη και ποιοτική ερμηνεία και μπαίνει βαθιά στο ρόλο. Εξίσου ποιοτικός και ο Κώστας Βασαρδάνης, τον οποίο έχουμε δει σε σημαντικές παραστάσεις του Εθνικού, ο οποίος ερμηνεύει με δεξιοτεχνία τον ρόλο ενός αρκετά διαταραγμένου και πιεσμένου από την πίεση του πατέρα Μπέρλινγκ, γιου. Όμως και οι άλλοι δύο ηθοποιοί του έργου, η σύζυγος Μπέρλινγκ Κερασία Σαμαρά και ο γαμπρός Μάνος Ζαχαράκος έδωσαν ικανοποιητικές και πειστικές ερμηνείες, σε μία παράσταση που δεν υπήρχαν υστερήσαντες.
Συνολικά, ο Γρηγόρης Βαλτινός έκανε μια ουσιαστική ανάγνωση ενός πολύ έξυπνου έργου του Πρίσλεϋ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράστση. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι παραπάνω από ικανοποιητικές, ενώ το φινάλε του έργου απογειώνει την παράσταση και την εμπειρία του θεατή.