The Last of the Haussmans από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας στο Μέγαρο- Η μάνα μου η χίπισσα
Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα έλεγε ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Νίκος Νικολαΐδης, βλέποντας με πόνο την σταδιακή φθορά της ροκ ιδεολογίας. Και “τραγουδάνε μέχρι να πεθάνουν” θα συμπλήρωνε ο Στίβεν Μπέρεσφορντ, ο συγγραφέας του θεατρικού έργου The Last of the Haussmans, το οποίο είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω σε απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας από την Αθήνα, χάρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Αυτό είναι το πρώτο έργο του Στίβεν Μπέρεσφορντ, ο οποίος ξεκίνησε ως ηθοποιός. Ο συγγραφέας είχε την ευτυχία να το δει να παίζεται στην σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας στο Λονδίνο, με αξιόλογους ηθοποιούς επί σκηνής, σε σκηνοθεσία Χάουαρντ Ντέιβις.
Ο συγγραφέας προσθέτει τη δική του διασκεδαστική, αλλά και πικρή διάγνωση για την επαναστατημένη γενιά του 60. Εκπρόσωπος αυτής της γενιάς στο έργο του είναι η Τζούντι Χάουσμαν, μια χίπισσα που παράτησε την οικογένεια της για να ακολουθήσει έναν Ινδό δάσκαλο. Με το που έπαθε καρκίνο γύρισε πίσω στα παιδιά της, τα οποία βλέπουν με μεγάλη δυσπιστία αυτήν την επιστροφή. Κάποια στιγμή θα έρθει η κάθαρση, μέσα από μια συγκινητική αποδοχή των ευθυνών από κάθε πλευρά και η οικογένεια θα ενωθεί ψυχικά, μέχρι το τέλος της γηραιάς χίπισσας.
Η Τζούντι επιμένει στις αρχές της μέχρι τέλους. Ωστόσο, τα όσα λέει μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου στον 21ο αιώνα. Ακούγονται σαν τα λόγια μιας έφηβης μέσα στο κορμί μιας γριάς. Η κόρη της Λίμπυ είναι μια κοπέλα με ταραγμένη ερωτική ζωή, που κάνει συνέχεια λάθη, αλλά παραμένει ερωτική. Η ευαισθησία συνδυάζεται με τον ωφελιμισμό, η λογική με το πάθος, η επιθυμία με τον πραγματισμό. Σκληρή με την μητέρα της, στο τέλος θα αποδεχθεί τα λάθη της και την αγάπη της γι’ αυτήν. Εξίσου αντιφατικός είναι και ο ομοφυλόφιλος γιος της Τζούντι, ένας τοξικομανής με έντονες διαταραχές, κυνισμό και αδυναμία να σταθεί στα πόδια του. Και τα δύο παιδιά της τελευταίας των Haussman δυσκολεύονται να δεχθούν την μητέρα τους και είναι διαρκώς έτοιμα να την εγκαταλείψουν, ακόμα και λίγο πριν πεθάνει. Τελικά, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το πατρικό σπίτι, καθώς δεν ήταν η Τζούλι, αλλά η Λίμπι αυτή που τελικά το “σκότωσε” για κάποια χρέη.
Το έργο του είναι ένα οικογενειακό δράμα και όχι μια ανασκόπηση των πεπραγμένων μιας χίπισσας. Ο χαρακτήρας της υπάρχει στο έργο, όχι μόνο για να εκπροσωπήσει την κουρελιασμένη στον χρόνο, αλλά πάντα λαμπερή ροκ ιδεολογία, αλλά και για να ενσωματώσει μέσα σε ένα δράμα διαταραγμένων χαρακτήρων τις αντιφάσεις μιας γενιάς που προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο, με τίμημα όμως για τους απογόνους της. Παράλληλα, οι αντιφάσεις τόσο της Τζούλι, όσο και των παιδιών της, γίνονται συχνά πηγή μαύρου χιούμορ, αγγλικού φλεγματικού σαρκασμού. Υπάρχει και ο έρωτας μέσα σε αυτό (κυρίως της ώριμης Λίμπι και του λίγο χαζούλη αλλά γυμνασμένου και καλόψυχου νεαρού Ντάνιελ), δίνοντας μια πιο γλυκιά ανάσα στο βαρύ δράμα και τον πικρόχολο, ενίοτε έντονα αυτοκριτικό σαρκασμό των χαρακτήρων.
Το έργο δεν ξέρω αν μπορεί να μεταφερθεί στην Ελλάδα. Από τη μια είναι κομμένο και ραμμένο στον τρόπο που παίζουν και βγάζουν χιούμορ οι Άγγλοι ηθοποιοί. Αυτό το μπλαζέ και συνάμα πομπώδες ύφος, που σπάει με υπαινιγμούς και κυνικά σχόλια, είναι ταυτισμένο με το βρετανικό ταμπεραμέντο (το λεγόμενο αγγλικό φλέγμα), αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει τόσο ισχυρό κίνημα χίπηδων στην Ελλάδα. Όμως θέματα όπως το κληρονομικό, αλλά και η πάλη των γενεών τα βλέπουμε κάθε μέρα και στις ελληνικές οικογένειες. Κυρίως όμως είναι η πικρή ανάγκη όλων για εξιλέωση και αγάπη, αλλά και η αδυσώπητη πάλη με την αρρώστια, που δίνουν μια πανανθρώπινη διάσταση στο έργο. Κι επειδή είναι καλογραμμένο- αν και αρκετά βρετανικό- θα μπορούσε να μεταφερθεί και στην Ελλάδα, αλλά με αρκετές προσαρμογές στη μετάφραση και στο ύφος του χιούμορ.
Τα σκηνικά της παράστασης ζητούσαν το ρεαλισμό και το ίδιο και η σκηνοθεσία. Οι ερμηνείες ήταν πολύ δυνατές, από ηθοποιούς εκπαιδευμένους να δίνουν έμφαση στο λόγο περισσότερο, παρά στην κίνηση. Οι Βρετανοί ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου ξέρουν πολύ καλά να τα “λένε”. Καλύτερη από όλους στην παράσταση, κατά τη γνώμη μου ήταν η Έλεν Μακρόρι, που έπαιζε τη Λίμπι, σε μια πολύ δυνατή και συναισθηματική ερμηνεία, που παρά τη φόρτιση της έβγαζε μια τεχνική αρτιότητα. Η μαμά- χίπισα Τζούλι Γουώλτερς και ο Ρόρι Κινίαρ (ο γκέι γιος), από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν πολύ καλοί. Επίσης, θαυμάσια ήταν και η μικρή Ιζαμπέλα Λαφλαντ, στο ρόλο της Σάμερ, της κόρης της Λίμπι, η οποία έπαιζε με απίστευτη ωριμότητα για τη νεανική της ηλικία.
Η παράσταση The Last of the Haussmans ήταν ένα ωραίο έργο, που ίσως να τραβάει παραπάνω από όσο χρειάζεται σε κάποια σημεία και να μην έχει τα πολύ μεγάλα μηνύματα, αλλά είναι καλογραμμένο και έχει χαρακτήρες με βάθος και καταστάσεις που δημιουργούν συγκίνηση και λεπτό χιούμορ. Οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους.
Είναι πραγματικά μια μεγάλη δυνατότητα που μας δίνει το Μέγαρο Μουσικής να παρακολουθούμε πολύ σημαντικές παραστάσεις του βρετανικού θεάτρου, από την Αθήνα. Η μετάδοση από οθόνη στερούσε λίγα πράγματα από την πραγματική θεατρική αίσθηση, ενώ παρά το ότι δεν υπήρχε μετάφραση, οι αγγλικοί υπότιτλοι βοηθούσαν να καταλαβαίνουμε το νόημα των στιχομυθιών στο μεγαλύτερο μέρος της μετάδοσης. Γενικά ήταν ένα ωραίο θεατρικό ταξίδι στην Αγγλία που πραγματοποιήθηκε μέσα στην πόλη μας.
Γιώργος Σμυρνής