“Αχ αυτά τα φαντάσματα” στο θέατρο Βρετάνια- Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του!
Φαντάσματα δεν υπάρχουν. Τα φαντάσματα τα κουβαλάμε μέσα μας. Και πολλές φορές καταφεύγουμε σε αυτά, για να εξηγήσουμε τον παραλογισμό των ζωών μας. Αυτό μας λέει πάνω- κάτω η κωμωδία «Αχ αυτά τα φαντάσματα» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, που ανεβαίνει στο θέατρο Βρετάνια.
Ο Ντε Φιλίππο είναι ένας σημαντικός Ιταλός δραματουργός. Η γραφή του έχει δεχθεί επιρροές από τον μεγάλο Λουίτζι Πιραντέλο. Στο συγκεκριμένο έργο, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Πασκουάλε (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος) πηγαίνει να ζήσει σε μια έπαυλη με τη γυναίκα του (Φαίη Ξυλά). Όλα του τα όνειρα στηρίζονται σε αυτό το σπίτι, καθώς φιλοδοξεί να το μετατρέψει σε πανσιόν. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι πιστεύουν πως το σπίτι αυτό έχει φαντάσματα και γι’ αυτό δεν το πλησιάζει κανένας. Και τελικά, περισσότερο από όλους το πιστεύει ο ίδιος ο Πασκουάλε. Η πρωτοτυπία στο έργο είναι πως η πίστη του Πασκουάλε για τα φαντάσματα είναι θετική. Σταματάει να τα φοβάται και στηρίζει σε αυτά όλες του τις ελπίδες- καθώς πιστεύει ότι του δίνουν ακόμα και λεφτά. Το πρόβλημα είναι ότι φαντάσματα δεν υπάρχουν. Το κλισέ, δηλαδή, του τρόμου απέναντι στα φαντάσματα χρησιμοποιείται για να ανατραπεί και να γίνει βαθιά επιθυμία να υπάρχουν φαντάσματα.
Οι λόγοι που ο Πασκουάλε καταλήγει σε αυτήν την αφελή πίστη, είνα που τον κάνουν τραγικό πρόσωπο μέσα σε μια κωμωδία. Οι ελπίδες του καταρρέουν κάθε μέρα, έχει μείνει χωρίς λεφτά, η γυναίκα του τον απατά με κάποιον που μπαινοβγαίνει διαρκώς στο σπίτι (τον Αλφρέντο που ερμηνεύει ο Άρης Σερβετάλης) και ο Πασκουάλε τον νομίζει φάντασμα. Και μάλιστα ένα καλό φάντασμα, που του βάζει κάθε μέρα λεφτά στις τσέπες του σακακιού του (μια περίεργη μορφή δοσοληψίας, η οποία στο μυαλό του κερατά ανάγεται στο Υπερφυσικό). Πάντως, αν δεν πίστευε στα φαντάσματα ο Πασκουάλε και συνειδητοποιούσε ποιά είναι η αλήθεια, ο κόσμος του θα κατέρρεε. Τα υποτιθέμενα φαντάσματα τον βοηθούν να κρατηθεί στα πόδια του.
Ο Ντε Φιλίππο επηρεάζεται από τον Πιραντέλο, στον οποίο η πραγματικότητα μπλέκεται με την σύμβαση. Βέβαια, ο Ντε Φιλίππο μας δίνει την αλήθεια της ιστορίας του στο πιάτο: Δεν υπάρχουν φαντάσματα κι όλα τα φαντάζεται ο Πασκουάλε. Όμως, δίνει τέτοια συναισθηματική βαρύτητα σε αυτήν την πίστη του Πασκουάλε, που οι υπόλοιποι τελικά πάνε πάσο. Υποχωρούν στην πίστη του. Και ο Αλφρέντο συμπεριφέρεται σαν να είναι το καλό φάντασμα, γιατί αισθάνεται πως αν κλονίσει την πίστη του ήρωα, θα τον καταστρέψει!
Αυτό που με προβληματίζει πάντως με αυτόν τον ήρωα είναι ότι κατάλαβε πως δεν ήταν τα φαντάσματα που του έκλεβαν τις γραβάτες και τα φαγητά, αλλά ο θηρωρός του (Αλέξανδρος Λογοθέτης). Αντίθετα, δεν καταλαβαίνει την απάτη με το “φάντασμα” που κάνει σεξ με την γυναίκα του και το οποίο του δίνει λεφτά. Ποιός ξέρει; Ίσως στην περίπτωση του θηρωρού να τον ψίλιασε η εξής αντίφαση: Πώς ένα φάντασμα από τη μια να σου δίνει λεφτά κι από την άλλη να σου κλέβει τις γραβάτες.
Το έργο έχει ζωντάνια, ωραίους διαλόγους με ευρηματικούς χαρακτήρες, λαϊκούς τύπους μέσα στην πιάτσα. Τα σκηνικά του Παντελιδάκη δημιουργούν ένα μεσαιωνικό άρωμα, ενώ υπάρχει κι ένα πνεύμα από τα «δρακουλιάρικα» του Τιμ Μπάρτον τόσο στο ενδυματολογικό, όσο και στα ηχητικά εφέ. Ήταν μια έξυπνη επιλογή το ότι οι χαρακτήρες του έργου, τους οποίους ο Πασκουάλε περνάει για φαντάσματα, είναι ντυμένοι και μακιγιαρισμένοι σαν πλάσματα από τον άλλο κόσμο.
Αυτό σε μια σκηνή φτάνει στην υπερβολή του, δείχνοντας την μαυροφορεμένη κι ανατριχιαστική οικογένεια του Αλφρέντο εντελώς μαύρη και γκροτέσκο. Ο χώρος συμπιέζεται με την χρήση της μισοριγμένης αυλαίας, για να δημιουργήσει κάτι σαν ανατριχιαστική οικογενειακή φωτογραφία και σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των ατόμων που μπαίνουν στην σκηνή, η εικόνα συμπιέζεται και συμπιέζει και την αφήγηση καθώς το πράγμα βαραίνει προς το ανατριχιαστικό απότομα. Όμως, η σκηνή αυτή είναι μέσα στο κόνσεπτ της σκηνοθεσίας, που θέλει να αποτυπώσει τον τρόμο που υπάρχει στο μυαλό του ήρωα, ενώ είναι τοποθετημένη πάνω στο σανίδι με στυλιζαρισμένο τρόπο, σαν να βγαίνει από κινηματογραφική ταινία. Αυτό άλλωστε ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης και είναι σήμα κατατεθέν του Γιάννη Κακλέα.
Οι ερμηνείες και η κινησιολογία των ηθοποιών κινούνται σε υψηλά επίπεδα. Ξεχωρίζουν ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ο οποίος αναδεικνύει με το συναισθηματικό παίξιμο του τόσο το κωμικό , όσο και το τραγκό στοιχείο του ήρωα της παράστασης. Εξαιρετικοί είναι ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, στο ρόλο του ψιλοαπατεώνα θυρωρού, ο οποίος δίνει μια γνήσια κωμική ερμηνεία, αλλά και ο Άρης Σερβετάλης, που ερμηνεύει ένα ρόλο ανάμεσα σε άνθρωπο και φάντασμα- ερωτοχτυπημένα πάντως και διαταραγμένο- με μια αέρινη, χορευτική κίνηση κι εντυπωσιακά ξεσπάσματα. Επίσης πολύ καλός είναι ο μπαρτονικός (από το Τιμ Μπάρτον) Κίμωνας Φιορέτος, στον ρόλο του κουνιάδου του Σερβετάλη, ενώ μου άρεσε και η Αγορίτσα Οικονόμου στον ρόλο της απατημένης και φαντασιόπληκτης συζύγου.
Γενικά, η παράσταση «Αχ αυτά τα φαντάσματα» είναι μια ωραία και δυνατή κωμωδία, που σε διασκεδάζει, αλλά σε κάνει να σκάψεις βαθύτερα. Είναι μια πολύ ζωντανή παράσταση, που συνδυάζει δυνατές ερμηνείες, ακολουθώντας μια ισχυρή σκηνοθετική άποψη, γραμμή που δίνει έμφαση τόσο στον γρήγορο ρυθμό της αφήγησης, όσο και στο να βγάλει συναίσθημα και να δημιουργήσει εικόνες κινηματογραφικού τύπου.
Γιώργος Σμυρνής
Παίζεται Τετάρτη: 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 18:00, 21:00, Κυριακή: 19:00
Στο θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7, τηλ. 2103221579
) – Περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ