Μάκης Παπαδημητρίου: Είναι πιο ωραίο να υπηρετείς ένα καλογραμμένο έργο, από το να σώζεις ένα κακό έργο!
Ο Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ είναι ένα έργο που μπορεί να ειδωθεί και σαν κωμωδία και σαν τραγωδία. Πρωταγωνιστεί σε αυτόν, στο ανέβασμα του στο θέατρο του Νέου Κόσμου, ο πιο κατάλληλος ηθοποιός. Ο Μάκης Παπαδημητρίου, ένας «σεσημασμένος» κωμικός υψηλού επιπέδου, που μπορεί με την ίδια ποιότητα να αποδώσει και δραματικούς ρόλους.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Ο Μάκης Παπαδημητρίου παράλληλα θα παίξει και στην παράσταση “η ρομαντική μου ιστορία” σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που θα ανέβει αρχικά στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Αυλαία από τις 22 Νοεμβρίου μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου και στην συνέχεια θα παίζεται στο θέατρο του Νέου Κόσμου.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου μας παραχώρησε συνέντευξη, στην οποία μας μίλησε για τον Βυσσινόκηπο και τι τον κάνει σήμερα επίκαιρο. Για τον τρόπο που οι άνθρωποι της γεννιάς του αντιλαμβάνονται τις σχέσεις και τη δική του σχέση με τον χρόνο. Επίσης, μας αποκάλυψε τα επόμενα σχέδιά του σε θέατρο και κινηματογράφο και το τι θα γίνει με το “Με λένε Βαγγέλη”.
-Πρωταγωνιστείτε στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. Το έργο αυτό έχει οικολογικό περιεχόμενο;
Όχι. Η καταστροφική του Βυσσινόκηπου έχει συμβολικό χαρακτήρα. Υπονοεί ότι κάτι καινούριο έρχεται, κάτι παλιό φεύγει. Δεν κρίνω αν το καινούριο που έρχεται είναι καλύτερο ή χειρότερο. Απλά, είναι αυτό που συμβαίνει.
-Ποιο είναι το κοινωνικό μήνυμα του έργου;
Συμβολικά, ο Τσέχωφ ήθελε εκείνη την εποχή, που ήταν εποχή τεράστιων αλλαγών στην Ρωσία, να τονίσει κάτι που έβλεπε ότι θα γινόταν. Σαν να προέβλεπε την αλλαγή που θα γινόταν με την ρωσική επανάσταση. Για την εποχή του το έργο θα ήταν πάρα πολύ επίκαιρο. Αλλά νομίζω ότι και στην δική μας εποχή είναι επίκαιρο, με την εξής έννοια: ότι αυτό που συμβολίζει, είναι ότι υπάρχει μια οικογένεια πλούσιων αριστοκρατών, η οποία έχει ξεπέσει σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο και χάνει τις εκτάσεις της και πηγαίνει κάπου αλλού. Αυτό που φαντάζομαι ότι σήμερα θα μπορούσε να βρει ως αντιστοιχία του τότε με την εποχή μας είναι ότι αυτό που τότε είχαμε συνηθίσει- δεν κρίνω αν ήταν καλό ή κακό- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα πάψουμε να το έχουμε. Θα πάμε σε κάτι άλλο. Συμβαίνει μία πολύ σημαντική αλλαγή. Σημειωτέον, χωρίς να θέλω να πω ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν είμαι οπαδός αυτής της θεωρίας. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, γιατί ποτέ οι συνθήκες δεν είναι ίδιες.
-Ο Βυσσινόκηπος είναι κωμωδία ή δράμα;
Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Υπάρχει όμως μια σύγχυση. Στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα έργα του Τσέχωφ ξεκινάει ως εξής: Κωμωδία σε 4 πράξεις. Πολλοί βλέπουν ότι γράφει κωμωδία και προσπαθούν να το κάνουν κωμωδία. Και γίνεται «τραγική» κωμωδία! Νομίζω ότι είναι έργο, που έχει πραγματικούς ανθρώπους, δηλαδή περιλαμβάνει ολοκληρωμένους χαρακτήρες και τους βλέπουμε να περνάνε και από συναισθηματική φόρτιση, που έχουν δραματικό χαρακτήρα, αλλά και από στιγμές χαλάρωσης και εύθυμης διάθεσης, που θα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κωμωδία. Αλλά δεν είναι μια κωμωδία που θα κρατάς την κοιλιά σου.
Στην δική μας παράσταση προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε αυτό που εκλαμβάνει ως συναισθηματική φόρτιση να είναι έντονο και αυτό που εκλαμβάνει ως εύθυμη διάθεση επίσης να είναι έντονο, με την εξής παραλλαγή: Η εύθυμη διάθεση που υπάρχει στην πρώτη πράξη είναι για να καλύψουν οι ήρωες την απελπισία τους. Γενικά πάντως νομίζω ότι ο Βυσσινόκηπος είναι από τα αριστουργήματα του παγκοσμίου θεάτρου, που τα περιέχει όλα. Και θα ήταν αδικία να πεις ότι χαρακτηρίζεται μόνο έτσι ή ότι ανεβαίνει μόνο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έχουμε δει ανεβάσματα και ανεβάσματα. Και όλα μπορεί να ισχύουν.
-Ο ρόλος σας στο έργο, ο Λοπάχιν, κοιτάζει συνέχεια το ρολόι του. Η δική σας σχέση με τον χρόνο ποια είναι;
Εγώ δεν φοράω ρολόι. Σταμάτησα να φοράω ρολόι λίγο μετά το Λύκειο. Γενικώς είμαι άνθρωπος που προσπαθώ να είμαι στην ώρα μου, να είναι τακτοποιημένος ο χρόνος, αλλά πάρα πολλές φορές ψάχνω μικρά κομμάτια μοναξιάς, εκεί που ο χρόνος δεν μετράει. Μια βόλτα με την μηχανή, να βγω με έναν φίλο, που πραγματικά ο χρόνος χάνεται. Αλλά γενικώς με τον χρόνο τα πάω καλά. Δεν έχω θέμα.
-Παίζετε και σε μια κωμωδία, την οποία σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.
Λέγεται «η ρομαντική μου ιστορία», είναι ένα έργο του Ντι Σι Τζάκσον, ενός νεότατου σκωτσέζου συγγραφέα. Το έργο θα κάνει πρεμιέρα στην Θεσσαλονίκη και θα κατέβει στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου. Είναι ένα έργο που μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Εγώ και οι Κατερίνα Λυπηρίου και η Σύρμω Κεκέ παίζουμε πάρα πολλούς ρόλους. Κι έχει να κάνει με το πώς οι άνθρωποι της γενιάς της δικής μου, εκεί γύρω στα 35-40, είναι μπλεγμένοι σε σχέση με το παρελθόν τους και πόσο φοβούνται να δεθούν συναισθηματικά και να συνάψουν σχέσεις, γάμους κτλ.
-Προτιμάτε έργα κλασικά ή έργα που μιλάνε για το σήμερα;
Δεν έχω προτίμηση. Ένα καλό έργο, είτε κλασικό, είτε σύγχρονο, παραμένει ένα καλό έργο. Είναι πιο ωραίο να υπηρετείς ένα καλογραμμένο έργο, από το να προσπαθείς να διασώσεις ένα κακό έργο! Δεν έχω τέτοιες προκαταλήψεις. Πέρσι έπαιξα στον “Συγγραφέα”, που μου άρεσε πάρα πολύ, νομίζω ότι είναι από τις πιο ωραίες παραστάσεις που έχω παίξει. Και φέτος είμαι στον Βυσσινόκηπο. Αυτό που έγινε πέρσι με τον “Συγγραφέα” ήταν μια μεγάλη πρόκληση για εμάς τους 4 που παίξαμε και τον Παντελή Δεντάκη που το σκηνοθέτησε και κερδίσαμε όλοι από αυτό, άσχετα αν η παράσταση δεν πήγε καλά εισπρακτικά. Νομίζω ότι αυτό που κερδίσαμε ήταν ότι από τις συνθήκες του έργου υπήρχε μία επικοινωνία με το κοινό, την οποία δεν έχω νιώσει σε άλλες παραστάσεις. Αυτό το άνοιγμα με τον κόσμο θεωρώ ότι ήταν πραγματικά πρόκληση, η οποία μέσα μου με οδήγησε κάπου διαφορετικά από εκεί που είχα συνηθίσει.
-Γιατί πιστεύετε ότι δεν περπάτησε πέρσι αυτή η παράσταση;
Ανέβηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Έβγαζε κάτι πολύ ξένο στους ανθρώπους, από την άποψη ότι έχουμε συνηθίσει σαν θεατές να βλέπουμε ένα θέατρο από μακριά, από απόσταση και να μην συμμετέχουμε σε αυτό. Η συμμετοχή που απαιτούνταν, όχι απαραίτητα με το να μιλήσεις, αλλά και μόνο από το γεγονός ότι τα φώτα ήταν πάνω τους και ήταν ισότιμοι μέσα εκεί, νομίζω ότι αρκετούς τους έβγαλε από τα νερά τους. Πάντως, κάναμε κάποιες παραστάσεις, που μπορεί να είχαν μέσα 10 άτομα, αλλά ήταν απίστευτες. Θεωρώ ότι αν είχε ανεβεί πριν 3 ή 4 χρόνια, όταν υπήρχε μεγάλος αναβρασμός και είχε ο κόσμος λεφτά να πάει να δει και δύο και τρία θέατρα το χρόνο, πιστεύω ότι θα πήγαινε καλύτερα. Αλλά δεν θεωρώ ότι ήταν αποτυχία.
-Από καλλιτεχνικής άποψης σίγουρα δεν ήταν.
Και μένα με πειράζει να παίζω σε μία παράσταση, η οποία δεν περπατάει. Στενοχωριέμαι. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ίσως δεν ήταν σωστή επιλογή για την ώρα που έγινε. Δεν ξέρω.
-Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας; Το «Με λένε Βαγγέλη» θα συνεχισθεί;
Δεν υπάρχει κάτι στην τηλεόραση. Το «Με λένε Βαγγέλη», από όσο ξέρω, δεν συνεχίζεται. Στην τηλεόραση γίνονται πολύ λίγα πράγματα πια. Υπάρχει μια κουβέντα, για να είμαι σε άλλη μία παράσταση, αλλά δεν είναι 100% σίγουρο. Και συμμετέχω και σε μία ταινία με τον Δημήτρη Μπαβέλα, το “Runaway day”. Μεταξύ άλλων παίζει η Μαρία Σκουλά. Έχει να κάνει με την μαζική φυγή από το αστικό κέντρο όλων των κατοίκων, από μία ανεξήγητη αφορμή. Είναι σαν να κουρδίζονται όλοι και με έναν μαγικό τρόπο να θέλουν να φύγουν όλοι την ίδια στιγμή από την πόλη. Και βλέπουμε τις παράλληλες ζωές μιας κοπέλας κι ενός άντρα, οι οποίες συμπίπτουν κάποια στιγμή. Τη ζωή της οικογένειας της κοπέλας και τη ζωή του άντρα, που γνωρίζει ένα κοριτσάκι στον δρόμο και περιπλανώνται. Το σενάριο ήταν πάρα πολύ ωραίο. Έχει ήδη γυρισθεί. Νομίζω ότι για προβολή μάλλον θα πάει του χρόνου.