MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ψευδαισθήσεις στο θέατρο της οδού Κυκλάδων: Το όνειρο της αγάπης!

Μία αφήγηση από τέσσερις ηθοποιούς, για δύο ζευγάρια που οι γάμοι τους κράτησαν πάνω από 50 χρόνια και αγαπήθηκαν ή δεν αγαπήθηκαν ή αγαπήθηκαν στο περίπου , είναι το έργο του Ιβάν Βιριπάγιεφ “Ψευδαισθήσεις” που παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το έργο του Ρώσου συγγραφέα από την αρχή δείχνει τον αντισυμβατικό του χαρακτήρα. Οι ηθοποιοί δεν ενσαρκώνουν ρόλους, αλλά μιλούν μπροστά σε μικρόφωνο για τις ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων, δύο ανδρών και δύο γυναικών. Οι δύο άντρες έχουν παντρευτεί τις δύο γυναίκες και οι γάμοι τους έχουν κρατήσει πάνω από 50 χρόνια.

Μέσα από τις αφηγήσεις των γάμων, τίθενται ερωτήματα συγκεκριμένα (και από τους ίδιους τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά και από το κείμενο). Οι γάμοι τους κράτησαν μία ζωή, βασισμένοι στην πραγματική αγάπη ή σε μία αυταπάτη; Και είναι πραγματική αγάπη μόνο η αμοιβαία αγάπη ή και η μη αμοιβαία αγάπη;

Ο Βιριπάγιεφ μας δείχνει, ότι η αφήγηση των ιστοριών των δύο ζευγαριών είναι το πρόσχημα, για να μιλήσει για κάτι άλλο. Για την σχέση της αγάπης με την αλήθεια και την σχέση αγάπης και αλήθειας με τη ζωή. Φιλοσοφικού τύπου ερωτήματα ξεπηδούν μέσα από μικρές αφηγήσεις, που παρουσιάζουν με μη γραμμικό τρόπο επεισόδια από τις ζωές των τεσσάρων χαρακτήρων του έργου. Πίσω από μία φαινομενικά άναρχη παράθεση ιστοριών, υπάρχει όμως πλάνο. Και το πλάνο αυτό είναι να διατυπωθεί κάτι που μοιάζει με φιλοσοφικό διάλογο, όπου ο ένας πόλος υποστηρίζει ότι υπάρχει πραγματική αγάπη και ο άλλος ότι αυτό είναι μία ψευδαίσθηση.

Ίσως όμως η ίδια η ιδέα της αγάπης να μην είναι το κύριο ζητούμενο. Ίσως να είναι κι αυτή το πρόσχημα, για να διερευνήσει ο Βιριπάγιεφ κάτι ακόμα βαθύτερο. Το θέμα “αγάπη” σε ένα γάμο που κρατάει 5 δεκαετίες, μπορεί να αποτελεί το πιο δυνατό παράδειγμα για κάτι τόσο βαθύ, που διατρέχει, αλλά και νοηματοδοτεί ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου. Οι τέσσερις χαρακτήρες του έργου, είναι παντρεμένοι 50 χρόνια και αγαπούν ή νομίζουν ότι αγαπούν 50 χρόνια. Οι ζωές τους είναι οι γάμοι τους και η αγάπη αποτελεί το ιδανικό που νοηματοδοτεί τα πάντα.

Ίσως αυτό που τελικά εξερευνά το κείμενο του Βιριπάγιεφ είναι αν υπάρχει ένα κεντρικό νόημα, μία ενιαία αφήγηση, στις ζωές των ανθρώπων, ή οι ζωές μας αποτελούνται από διαφορετικά επεισόδια και είναι κατακερματισμένες. Αν δηλαδή η ύπαρξη μπορεί να νοηθεί σαν ενιαίο σύνολο ή όχι, αν η ζωή μας παρουσιάζει οποιαδήποτε συνοχή ή είναι σπασμένη σε πολλά κομμάτια. Αυτό είναι κεντρικό ερώτημα- όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά για τον πολιτισμό, την κοινωνία, την ανθρωπότητα- που έχουν θέσει οι φιλόσοφοι του μεταμοντερνισμού, στη ρήξη που επιχείρησαν με τη νεωτερικότητα.

Ο Βιριπάγιεφ παρουσιάζει όμως και τις δύο απόψεις με τρανταχτά παραδείγματα, αν και νομίζω, ότι στο βάθος ταυτίζεται με τους μεταμοντερνιστές και πιστεύει ότι δεν υπάρχει μία κεντρική αφήγηση, αλλά πολλά επεισόδια. Όμως, μοιάζει ακόμα να θεωρεί, ότι ο άνθρωπος πάντα θα ενεργεί σαν να αγνοεί αυτή την πραγματικότητα, ακόμα και αν την γνωρίζει, γιατί το να αναζητάς ένα κεντρικό νόημα, που θα δώσει προσανατολισμό στη ζωή σου, είναι απολύτως αναγκαίο για να συνεχίζεις να υπάρχεις.

Εκεί που ο συγγραφέας κάνει τη διαφορά, είναι ότι μέσα από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις των αφηγήσεων του προκύπτουν χαρακτήρες- προσωπικότητες με αφελείς εμμονές ή με υπαρξιακές αγωνίες, αλλά και άτομα σπαρακτικά, που ποτέ δεν μπορούν να βρουν τη θέση που τους αντιστοιχεί στον κόσμο- ένα σημείο πάνω στη γη, που να το θεωρούν δικό τους σημείο.

Έτσι ο Βιριπάγιεφ επιτυγχάνει τον αυτονόητο στόχο για ένα θεατρικό έργο, να δημιουργήσει δηλαδή χαρακτήρες που ξεπηδούν ζωντανοί μέσα από το κείμενο του, αλλά μέσα από έναν απρόσμενο δρόμο. Αποκαλύπτοντας, εν μέρει, την ψευδαίσθηση που είναι το ίδιο το θέατρο και διατυπώνοντας φιλοσοφικού τύπου ερωτήματα, καταφέρνει στο τέλος να έχει αναδείξει καταστάσεις με σάρκα και αίμα.

Απόλυτα μέσα στο πνεύμα του κειμένου θεωρώ ότι κινήθηκε και η σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Έστησε μία παράσταση με άποψη, η οποία αμφισβητεί τη θεατρική σύμβαση, κλείνοντας το μάτι στο θεατή. Όμως, όσο ισχυρή είναι η τάση της προς την αμφισβήτηση, άλλο τόσο ισχυρή είναι και η πειθαρχεία που εμφανίζει το εγχείρημα. Έτσι υπάρχει μία συνοχή και μία ξεκάθαρη ιδέα, η οποία υπηρετεί πολύ αποτελεσματικά ένα πολύ σημαντικό θεατρικό κείμενο. Κατορθώνει να παρουσιάσει μία πειθαρχημένη αποδόμηση κι ένα έργο που δεν παρουσιάζει παράταιρα στοιχεία, αλλά καλλιτεχνική συνάφεια. Επίσης, βοήθησαν στην κατανόηση του έργου και στο να μην χάνεις την επαφή με το κείμενο- που είναι αρκετά περίπλοκο- αυτά που γράφονταν με κιμωλία στον τοίχο. Αυτό θυμίζει λίγο μάθημα σε τάξη- ένα ακόμα κόλπο της σκηνοθεσίας, για να πετυχαίνει την αποστασιοποίηση από το θεατρικό δρώμενο. Ενδιαφέρουσες ήταν και οι μουσικές επιλογές- ένα ποτ πουρί από ήδη έτοιμα μουσικά τραγούδια ή κομμάτια, που επιλέγονται είτε για να υπογραμμίσουν, είτε για να ειρωνευτούν το συναίσθημα που βγαίνει από τις αφηγήσεις.

Ένα στοιχείο που δύσκολα μπορεί να κριθεί στην συγκεκριμένη παράσταση, είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Καθώς είναι αφηγητές- οι οποίοι ενίοτε αμφισβητούν ακόμα και το ρόλο τους ως αφηγητές- δεν ερμηνεύουν ρόλους, παρά μόνο περιστασιακά. Αυτό κάνει τη δουλειά τους πιο δύσκολη, καθώς βρίσκονται σε μία διαρκή μετατόπιση ανάμεσα στην απαγγελία και την ερμηνεία. Σε αυτή την εναλλαγή θεωρώ ότι καλύτερος φάνηκε ο Παντελής Δεντάκης, που έπαιξε και αφηγήθηκε με τον πιο φυσικό τρόπο. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν μία κάπως στομφώδη θεατρικότητα στις απαγγελίες τους. Πάντως, η Ηλέκτρα Νικολούζου κυρίως, αλλά και η Αλεξία Καλτσίκη, απέδωσαν με συγκινητικό τρόπο τα δραματικά, έως σπαρακτικά σημεία του κειμένου.

Συνολικά, η παράσταση “Ψευδαισθήσεις” συνδυάζει το σύγχρονο θέατρο, με τη φιλοσοφία, ενώ βγάζει και συναίσθημα. Παράλληλα, κλείνει έντεχνα το μάτι στο θεατή. Το κείμενο είναι πολύ υψηλού επιπέδου, ενώ η σκηνοθεσία κατορθώνει και να το αναδείξει, αλλά και να παρουσιάσει ένα κλασάτο, συνεκτικό και πειθαρχημένο αποτέλεσμα, χωρίς χάσματα- κάτι στο οποίο δεν μας έχουν συνηθίσει οι πιο πολλές μεταμοντέρνες δουλειές στην Ελλάδα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις