«Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» για… ζουρλομανδύα στο Rex!
Το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» έγινε «Όνειρο καλοκαιρινής τρέλας» στην εξαιρετικά τολμηρό και πρωτότυπο ανέβασμα του σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρμαρινού της σαιξπηρικής κωμωδίας στο θέατρο Rex, για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου.
Η υπόθεση της δημοφιλούς κωμωδίας του Σαίξπηρ κινείται σε τρία επίπεδα. Στους τέσσερις ερωτευμένους νέους, που γίνονται οι ερωτικές τους ζωές κουλουβάχατα, από τις παρεμβάσεις γονέων και ξωτικών. Στην μεταφυσική κόντρα του βασιλιά των ξωτικών Όμπερον με την σύζυγό του Τιτάνια. Και στην παράσταση του θιάσου ερασιτεχνών, που καταλήγει σε μια ξεκαρδιστική σκηνή θεάτρου μέσα στο θέατρο. Και τα τρία επίπεδα διαπλέκονται σε ένα αισθησιακό και μαγικό πεδίο φάρσας. Αξιοσημείωτη είναι και η διαφορά στην σεξουαλική ηθική του απελευθερωμένου βασιλικού ζεύγους των αθάνατων ξωτικών (που κερατώνονται μεταξύ τους αβέρτα) σε σχέση με τους κοινούς θνητούς, που οφείλουν τουλάχιστον στα χαρτιά να είναι μονογαμικοί.
Ο Μαρμαρινός σκηνοθετεί τους τρεις διαφορετικούς κόσμους με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Πιο ατμοσφαιρικό σε εικόνα και ήχο, για τον κόσμο των ξωτικών. Πιο γήινο για τον κόσμο των τεσσάρων ερωτευμένων και των βασιλέων γονέων τους. Και εντελώς κωμικό (στα όρια του σουρεαλιστικού- έναν σουρεαλισμό της ανθρώπινης ηλιθιότητας) για τους τσαρλατάνους ηθοποιούς, που θα δείξουν στην βασιλική οικογένεια της Αθήνας την γελοία παράστασή τους.
Το έργο του είναι πιο αστικό από προγενέστερες εκδοχές του, έστω κι αν διαδραματίζεται σε ένα δάσος. Ο μεταμοντέρνος Μαρμαρινός ενδιαφέρεται για τον αστικό κόσμο του 21ου αιώνα. Ακόμα κι ο Πάτος, που μεταμορφώνεται σε γαϊδούρι στο κείμενο του Σαίξπηρ, για να τον ερωτευθεί η μαγεμένη Τιτάνια, στην παράσταση του Μαρμαρινού μεταμορφώνεται σε Ντόναλντ Ντακ, μια μορφή της ποπ κουλτούρας μας και όχι στο προσφιλές τετράποδο που τόσο συχνά βλέπουμε στην επαρχία.
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από σχεδόν απεριόριστη δημιουργική ελευθερία. Πολλά τρεξίματα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της σκηνής, σε πάνω ορόφους σε θεωρία, ανάμεσα στο κοινό, μεταμορφώσεις, μάσκες, αποστασιοποίηση, φωτινές επιγραφές, καπνοί, παιχνίδια με τον ήχο, περίεργα σκηνικά και ευφάνταστα σκηνοθετικά ευρήματα. Το αποτέλεσμα είναι ένα σχεδόν παρανοϊκό δημιούργημα, που μπλέκει τα είδη, αλλάζει ρυθμούς και βάζει τον σκηνοθέτη και τις ιδέες του μονίμως σε πρώτο πλάνο. Δεν έρχεται, όμως, σε κόντρα με το κείμενο, καθώς αυτή η σαιξπηρική κωμωδία έχει μέσα της βαθιά ριζωμένο το στοιχείο του μαγικού, του εξωφρενικού και της φάρσας.
Είναι μεγάλη σε διάρκεια (σχεδόν τρεις ώρες), με αρκετές επαναλήψεις, ενώ δεν κόβει και πολλά από το σαιξπηρικό έργο. Και η ποιητική γλώσσα του Σαίξπηρ δένει μέσα στο μεταμοντέρνο πεδίο του σκηνοθέτη, καθώς είναι τόσο παράξενα όλα τα άλλα που βλέπεις επί σκηνής, ώστε το τελευταίο που σου ξενίζει ο λόγος του Άγγλου ποιητή. Όσο για την μετάφραση του Καψάλη, πρόσεξα ότι χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό ομόηχων λέξεων μέσα στους στίχους- κάτι που το βλέπεις και στα πρωτότυπα του Σαίξπηρ (μια επιτυχία του μεταφραστή, καθώς αποδίδει και τα παιχνίδια της γλώσσας και όχι μόνο το νόημα).
Το έργο έχει επίσης γυμνό σε χορταστικές δόσεις. Σε αντίθεση όμως με άλλους σκηνοθέτες, που αμολάνε το γυμνό όπως λάχει στην σκηνή, το γυμνό του Μαρμαρινού είναι αισθητικοποιημένο. Είτε υποτάσσεται σε συγκεκριμένους θεατρικούς κώδικες και συμβολισμούς, είτε στην λογική του «φάτε μάτια ψάρια» είναι στημένο στην σκηνή με στυλιζάρισμα και αισθητική άποψη.
Όσο για τις ερμηνείες, συνολικά ο θίασος τα πήγε πολύ καλά και ανταποκρίθηκε άψογα. Ξεχωρίζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου ως Πάτος (ο αρχικαραγκιόζης του ερασιτεχνικού θιάσου), αλλά και γενικά τα μέλη του θιάσου αυτού (Γιάννης Βογιατζής, Ηλέκτρα Νικολούζου κ.α.). Η Εύη Σαουλίδου ως Πουκ επίσης ξεχώρισε . Αλλά και και ο Νίκος Κουρής, η Ιωάννα Παππά, η Διώνη Κουρτάκη και γενικά σχεδόν όλοι τα πήγαν μια χαρά στους ρόλους τους, μέσα στο εκκεντρικό όραμα του σκηνοθέτη.
Σε γενικές γραμμές, στο «όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» ο Μαρμαρινός δίνει στον εαυτό του τεράστια περιθώρια δημιουργικής ελευθερίας και «τρέλας» κι έτσι κερδίζει το στοίχημα, χωρίς να συγκρούεται με το πνεύμα του Σαίξπηρ. Δημιουργεί μια πρωτότυπη και διαφορετική παράσταση, που κάνει σε κάποια σημεία κοιλιές, από κάποιες ματαιοδοξίες του δημιουργού, αλλά συνολικά είναι πρωτότυπη, διαφορετική και σίγουρα πολύ τολμηρή και προχωρημένη.
Στο θέατρο Rex (Πανεπιστημίου 28), σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη.