“Ξένος”: Αόρατη Όλγα / Άουστρας ή H Αγριάδα στο Εθνικό: Εμείς και οι ξένοι
Το θέμα του ξένου και πώς τον αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σε μία παράσταση με δύο θεατρικά έργα και δύο σκηνοθέτες, αλλά με τους ίδιους πρωταγωνιστές στο Εθνικό θέατρο. Από την τραγωδία του trafficking στην κιτσοπούλεια εκδοχή του περιμένοντας τον (τουρίστα) Γκοντό περνάει η παράσταση που ενώνει δύο θεατρικά έργα το “Ξένος”: Αόρατη Όλγα του Γιάννη Τσίρου και το “Αούστρας ή Αγριάδα” της Λένας Κιτσοπούλου.
Στο “Ξένος” ή Αόρατη Όλγα έχουμε την πραγματική ιστορία μιας κοπέλας που την φέρανε από την Αν. Ευρώπη δήθεν για να χορέψει και κατέληξε φυλακισμένη σε ένα σπίτι και πόρνη, με τον σωματέμπορα να θησαυρίζει εις βάρος της και αυτή να υφίσταται κάθε λογής βία και ταπείνωση. Είναι μια περίεργη και σίγουρα δυσάρεστη ιστορία, που κατέληξε στα δικαστήρια. Αποτυπώνεται με έναν τρόπο που σπάει την γραμμική αφήγηση και κάνει αναφορές στην πηγή των γεγονότων, δηλαδή την δικογραφία της υπόθεσης. Δείχνει όμως κυρίως την πλευρά του θύματος, της ταλαίπωρης αυτής γυναίκας.
Επίσης, απουσιάζει η υπερβολική δραματοποίηση των γεγονότων. Αυτό έχει το θετικό ότι κρατάει την ιστορία σε μια ρεαλιστική βάση κι αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν και να δώσουν μια γροθιά στο στομάχι της ελληνικής κοινωνίας, για ένα υπαρκτό πρόβλημα. Από την άλλη, όμως, λείπει η ένταση που δίνει ισχυρές δονήσεις. Και με εξαίρεση την πολύ καλή ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα, που παίζει την αλλοδαπή πόρνη -μια ερμηνεία για την οποία τιμήθηκε με το θεατρικό Βραβείο Μελίνα Μερκούρη-, οι υπόλοιποι ηθοποιοί δεν βγάζουν τόσο πολύ δυναμισμό και έχω την αίσθηση ότι οι ερμηνείες τους είναι σχετικά άνευρες.
Στον Αούστρα της Κιτσοπούλου έχουμε μία τριάδα Ελλήνων- ένα ζευγάρι που συγκατοικεί με τον αδερφό της κοπέλας- οι οποίοι περιμένουν την επίσκεψη ενός Αυστριακού τουρίστα. Το έργο έχει πολύ «περίμενε» και οι αναφορές στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ είναι τόσο εμφανείς, που κάποια στιγμή η κοπέλα πετάει την φράση: «περιμένουμε τον κοντό». Από το θέατρο του παραλόγου περνάμε στο θέατρο του εθνικού παραλόγου.
Δέκτης της ελληνικής φιλοξενίας τώρα είναι ένας Αυστριακός- δηλαδή ένας «πολιτισμένος» δυτικοευρωπαίος και μάλιστα τουρίστας. Όμως τελικά είναι εξίσου άθλιος ο τρόπος που του συμπεριφέρονται οι 3 γκροτέσκοι Έλληνες, που βγάζουν όλα τα κόμπλεξ τους και τον ρατσισμό τους και μια βιαιότητα, ενώ έχουν κι από έναν καταγγελτικό λόγο για τα πάντα. Κι αυτός υφίσταται βία, για ανεξήγητους λόγους.
Το έργο της Κιτσοπούλου είναι μεταμοντέρνο, έχει χιούμορ (αν και συχνά ήταν λίγο «γαργάλα με να γελάσω») και στοιχεία αποστασιοποίησης, αλλά και δυνατά στοιχεία στις παρεκβάσεις από το κύριο θέμα της αφήγησης. Αλλά δεν είχε πλοκή και ολοκληρωμένους χαρακτήρες ενώ δεν απουσιάζουν οι υπερβολές, τα στοιχεία βερμπαλισμού και προκλητικότητας, που έχουν καθιερώσει την συγγραφέα και σκηνοθέτη.
Μοιάζει περισσότερο με αφορμή για εθνικό αυτομαστίγωμα, που είναι τελικά η άλλη όψη της αναζήτησης της ελληνικότητας, που μάστιζε επί δεκαετίες την ελληνική διανόηση και τέχνη. Αλλά επειδή το έργο έχει ζωντάνια και μια ροπή προς το καραγκιοζιλίκι (ως παρωδία του εθνικού φολκλόρ) ταιριάζει περισσότερο στους ηθοποιούς, που νομίζω ότι παίζουν καλύτερα από ό,τι στο πρώτο μέρος. Η Λένα Παπαληγούρα δίνει δυνατές ερμηνείες και στα δύο μέρη της παράστασης, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Γρηγόρης Γαλάτης, Βασίλης Καραμπούλας, Γιωργής Τσουρής) μου άρεσαν περισσότερο στον Αούστρα.
Γενικά, η παράσταση έχει δύο μέρη που μοιράζονται ένα κοινό θέμα, την αντιμετώπιση των ξένων από τους Έλληνες, αλλά δεν μοιάζουν σε ύφος και μιλάνε θεωρώ για διαφορετικά μεγέθη. Νομίζω ότι πιο ουσιαστικό είναι το πρώτο μέρος. Αν και στενάχωρο, αγγίζει με ειλικρίνεια και τιμιότητα ένα πραγματικό και μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής και της παγκόσμιας κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος, αυτό της Κιτσοπούλου, δεν με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Το περίεργο είναι πάντως ότι οι ηθοποιοί συνολικά στο δεύτερο μέρος παίζανε καλύτερα από ό,τι στο πρώτο. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο ότι σε κάθε μονόπρακτο είναι άλλος ο σκηνοθέτης: στο πρώτο είναι ο Γιώργος Παλούμπης και στο δεύτερο ο Γιάννης Καλαβριανός.
Γιώργος Σμυρνής
Παίζεται πλέον από Πέμπτη ως Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 19:00