“Ο θάνατος του Αντονέλο” στο θέατρο Τριανόν- Η Εύα με το φονικό μαχαίρι!
Τι θα γίνει αν δυο πρόσωπα ενός πίνακα αποκτήσουν ζωή κι αρχίσουν να αναρωτιούνται ποιοί είναι και τι κάνουν; Μάλλον θα αναρωτηθούν ποιό είναι το κρυμμένο μήνυμα του πίνακα και το τι θέλει ακριβώς ο ζωγράφος από αυτούς να κάνουν.
Στον «θάνατο του Αντονέλο» της Βιβής Πηνιώτη, που παίζεται στο Τριανόν, δύο πρόσωπα είναι σε έναν πίνακα του 15ου αιώνα. Ένας άντρας (Αντονέλο) κάπως απόμακρα όρθιος και μια γυναίκα που κρατάει ένα τσαμπί σταφύλια κι ένα μαχαίρι και του προσφέρει καθισμένη το τσαμπί, για να τον γλυκάνει. Κάποια στιγμή σπάνε τα δεσμά τους και αρχίζουν να αναρωτιούνται γιατί να στέκονται τόσους αιώνες ακινητοποιημένοι μέσα σε ένα εικαστικό αριστούργημα. Κυρίως η γυναίκα (η Σεσίλια), η οποία αισθάνεται ότι ο Αντονέλο την περιφρονεί και προσπαθεί να τον κάνει να την κοιτάξει, αλλά και να τον παρασύρει να βγούνε για μια βόλτα.
Στην πορεία αρχίζουν να αμφισβητούν όχι μόνο τον ρόλο τους ως ακίνητα πρόσωπα μέσα στον πίνακα, αλλά και την σχέση τους και το τι υπονοεί τελικά ο πίνακας ότι θα συμβεί μεταξύ τους. Η κοπέλα, από Εύα, που προσπαθεί να παρασύρει τον Αντονέλο με ένα τσαμπί σταφύλια αντί για μήλο να βγει από την ακινησία του, διαπιστώνει ότι κρατάει κι ένα μαχαίρι. Και με το μαχαίρι αυτό θεωρεί ότι θα πρέπει να σκοτώσει τον Αντονέλο.
Στο δράμα των δύο αυτών ηρώων έρχεται να προστεθεί μία τρίτη μορφή, αυτή της επισκευάστριας του πίνακα. Αυτή, με την άτεγκτη επιστημονική της σκληρότητα βασανίζει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του πίνακα, ώσπου τελικά επέρχεται το μοιραίο φινάλε. Λογοτεχνικά το έργο έχει ενδιαφέρον, αν και δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή, διότι συνδυάζει μια εις βάθος κι αρκετά πρωτότυπη ενσωμάτωση του κόσμου της εικαστικής τέχνης με το θέατρο, συνδυάζοντάς το με στοιχεία του θεάτρου του παραλόγου.
Η σκηνοθεσία των Λύσανδρου Σπετσιέρη και Κωνσταντίνου Παπαθεοδώρου προσπάθησε να δημιουργήσει θεατρική πρωτοπορία. Προσπάθησε ειδικά στην αρχή να κάνει τους ηθοποιούς ένα με το κοινό, βάζοντάς τους να ξεκινούν από τα καθίσματα την πορεία τους προς την σκηνή. Είχε διάφορα εφέ, φώτα σκρολ, γυμνό και ημίγυμνο και ηθοποιούς που δεν συμμετείχαν στην ιστορία. Οι εικόνες που δημιούργησαν, πάντως, δεν ήταν γοητευτικές, αλλά μάλλον το εντελώς αντίθετο. Ίσως ήθελαν να αποτυπώσουν την ασχήμια της ζωής, ή την γύμνια της ύπαρξης ή κάτι άλλο, αλλά το έκαναν με έναν τρόπο, που εμένα προσωπικά δεν μου άρεσε.
Το παίξιμο των ηθοποιών επίσης δεν μου άρεσε. Οι δύο ηθοποιοί (ως μέλη ενός πίνακα) προσπαθούσαν από την μια να υιοθετήσουν ένα φορμαλιστικό στυλ, όπου η πόζα και το στήσιμο στην σκηνή πραγματοποιεί την ίδια λειτουργία με την μάσκα στο αρχαίο θέατρο. Να επιβάλλει ένα παίξιμο του ηθοποιού αρκετά αποστασιοποιημένο από αυτά που δηλώνει το κείμενο, κρύβοντας τα πραγματικά του συναισθήματα με τον ίδιο τρόπο που το έκανε κι η αρχαία μάσκα.
Φαντάζομαι ότι αυτό έγινε, για να ταιριάξει με την υπόθεση, δηλαδή τον εγκλωβισμό τους σε έναν εικαστικό πίνακα. Όμως δεν είχαν δουλευτεί οι ερμηνείες τους αρκετά και το αποτέλεσμα ήταν κακό. Χώρια, που από την άλλη, υπάρχει και η πολύ “προχώ” σκηνοθετική άποψη, που θέλει να αποτινάξουν φορμαλισμούς και άλλα καταπιεστικά πράγματα και να δοθεί έμφαση στην ελευθερία του καλλιτέχνη… Κι έτσι το πράγμα μπερδεύεται, δεν έχει κάποια κατεύθυνση, αλλά αντίθετες εντελώς κατευθύνσεις και το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση, όχι τόσο κουράστικη, όσο άσχημη οπτικά και με μέτριες έως κακές ερμηνείες.
Γιώργος Σμυρνής
Παίζεται Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00, θέατρο Τριανόν (Πατησίων 101 και Κοδριγκτώνος 21
)
Περισσότερα δείτε ΕΔΩ