Τα «Κόκκινα φανάρια» στο Rex- Για την καρδιά μιας πόρνης!
Μελόδραμα από Tρούμπα μεριά ρίχνει γροθιά στο στομάχι της κοινωνίας. Στην παράσταση “Κόκκινα Φανάρια”, παραγωγή του Εθνικού, που παίζεται στο Rex στην σκηνή Κοτοπούλη αποτυπώνεται το δράμα της πορνείας, σε ένα έργο του Αλέκου Γαλανού 50 χρόνων πια και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου που δείχνει την πορνεία με εικόνες του σήμερα.
Ένα “σπίτι” στην διάσημη κάποτε για την πορνεία της Τρούμπα, αυτό της Μαντάμ Παρή, φιλοξενεί γυναίκες, που μπλέξανε στην πορνεία και πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης της οικοδέσποινας, που τις «μαδάει» κανονικά, δίνοντάς τους ψίχουλα. Κάθε μια από τις κοπέλες έχει την δική της διαδρομή στον σκοτεινό αυτό χώρο. Κάποιες θέλουν να γνωρίσουν τον έρωτα, είτε αυτός είναι ένα διάλειμμα από την άθλια ζωή τους, είτε το διαβατήριό τους, μέσα από ένα γάμο, για να γλιτώσουν από την πορνεία. Άλλες, πιο συνειδητοποιημένες, ενδιαφέρονται μόνο για τα λεφτά.
Το έργο επιχειρεί να κάνει μια ακτινογραφία του φαινομένου της πορνείας, με ενσωματωμένα πολλά μελό στοιχεία για ιερόδουλες που θέλουν να νιώθουν αθώα κοριτσάκια και ονειρεύονται το βασιλόπουλο που θα τις πάρει μακριά από τον σκληρό τους κόσμο. Αυτό αφαιρεί αρκετά από τον ρεαλιστικό χαρακτήρα ενός φαινομένου, βάζοντας μέσα κλισέ εξωραϊσμούς. Υπάρχουν τραγικά στοιχεία, υπάρχουν εντάσεις, βία, τα πράγματα δεν πάνε ποτέ όπως τα θέλουν οι πρωταγωνίστριες, ενώ κάποια στιγμή το σπίτι της Μαντάμ Παρή κλείνει και οι κοπέλες της Τρούμπας ψάχνουν άλλα μέρη για να βάλουν τα κόκκινα φανάρια τους. Η υπόθεση δηλαδή είναι σαν να έχεις ενώσει το “Χαίρε νύμφη” του Ξενόπουλου όπου μια πόρνη θέλει να ντυθεί νυφούλα, με την ατμόσφαιρα διωγμού στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της “Αυλής των θαυμάτων” του Καμπανέλλη. Μόνο που αυτά τα δύο έργα είναι πολύ ανώτερα από το έργο του Γαλανού.
Η σκηνοθεσία του Ρήγου προσπαθεί να αποτυπώσει με σημερινές εικόνες αυτήν την ιστορία για την πορνεία. Έτσι τα σκηνικά, τα ρούχα, τα εσώρουχα των ιερόδουλων αποτυπώνουν το ροζ του σήμερα. Φυσικά, πέρα από το σέξι στοιχείο, θέλει να αποδώσει και το δράμα, τον πόνο (σωματικό και ψυχικό) που βιώνουν αυτές οι κοπέλες. Αυτό το κάνει και με την συνδρομή της χορογραφίας (παλιά του τέχνη κόσκινο), όπου εμφανίζει μια χορεύτρια ολόγυμνη να σωματοποιεί μέσα από τον χορό την οδύνη, ενώ από πίσω ακούγονται οι τραγικές εξιστορήσεις κάποιας γυναίκας που έχει περάσει από την σκοτεινή διαδρομή της πορνείας. Αυτή, νομίζω, ήταν κια η πιο δυνατή στιγμή του έργου.
Η σκηνοθεσία χρησιμοποιεί αρκετά μεταμοντέρνα μοτίβα και τεχνικές. Βάζει την κάμερα μέσα στο έργο και βλέπουμε από γιγαντοοθόνη εικόνες που γυρίζονται εκείνη την στιγμή, αλλά και βιντεοσκοπημένα πλάνα. Έτσι, το θεατρικό παίξιμο των ηρώων συνοδεύεται από διάφορα πλάνα, είτε πάνω στα σώματά τους, είτε από κοντινά στο πρόσωπό τους, που δείχνει τις εκφράσεις τους. Όμως, είναι κάπως άναρχος αυτός ο συνδυασμός και τα πλάνα δεν έχουν μεγάλη συνοχή. Το ίδιο ισχύει συχνά και για τον τρόπο που είναι τοποθετημένοι οι ηθοποιοί στην σκηνή.
Οι ερμηνείες δεν εμφανίζουν μεγάλη ισορροπία. Κάποιες ερμηνείες είναι αρκετά ρηχές. Άλλες στέκονται αρκετά καλά στην σκηνή. Κάποιοι ηθοποιοί, όπως ο Νίκος Ψαρράς, έχουν δυνατές σκηνές σε συγκρουσιακές κυρίως καταστάσεις. Αλλά η πολλή ένταση κάπου κουράζει, ιδίως όταν συνοδεύεται από τόσο πολύ δράμα, αυτοκτονίες, δυστυχήματα και προσωπικές τραγωδίες. Γενικά, αυτός ο συνδυασμός του σέξι και του οδυνηρού- αν και είναι μέσα στο θέμα- υστερεί σε πειστικότητα.
Σε γενικές γραμμές, τα «Κόκκινα φανάρια» είναι αξιόλογη προσπάθεια για την τόλμη τους και για το θέμα που πιάνουν. Αλλά μόνο εκεί. Αν και προκλητικό και τολμηρό, δεν καταφέρνει να σου τραβήξει για πολύ το ενδιαφέρον. Επίσης, δεν γίνεται ιδιαίτερα πειστικό, λόγω του έντονου μελό της υπόθεσης, που δεν κολλάει ιδιαίτερα και με την μεταμοντέρνα σκηνοθετική προσέγγιση.
Γιώργος Σμυρνής
Παίζεται στο Rex, σκηνή Κοτοπούλη (Πανεπιστημίου 48). Περισσότερα ΕΔΩ