Ο “Λίνκολν” του Δοξιάδη
Απο το “Λίνκολν” βγήκα λιγάκι σαν βρεγμένη γάτα. Σαν ηλίθια που την έχουν καθίσει σε τραπέζι του μπριτζ. Οταν ενα σύμπαν ολόκληρο επαινεί μια ταινία, κι εσύ προσπαθείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοικτά (κι αυτά τον χαβά τους) γιατί δεν προλαβαίνεις να “πιάσεις” τους διαλόγους, πώς να το χειριστείς όταν ανάβουν τα φώτα; Με χασμουρητό ίσως;
Σοβαρά τώρα. Μπορεί ο “Λίνκολν” να αξίζει 45 χιλιαδες ‘Οσκαρ, αλλά αν αποφασίσεις να πας πρέπει να μπεις στην αίθουσα μελετημένος. Καλά μελετημένος.
Αναρωτιέμαι αν το ήθελε ο Σπίλμπεργκ αυτό ή αν, απλά, πόνταρε στην έμφυτη περιέργεια που υπάρχει σε όλους μας, να γίνει η ταινία του μια καλή αφορμή για περαιτέρω συζητήσεις, διαβάσματα, ψάξιμο. Γιατί δεν είναι τυχαίο που αυτή την εποχή ο Σπίλμπεργκ επιλέγει μια προσωπικότητα σαν του Λίνκολν για να κάνει ταινία. Πάντα είχαμε ανάγκη τα “φωτεινά παραδείγματα”, πόσο μάλλον σ αυτή την ιστορική συγκυρία όπου ο χορτασμένος δυτικός, βλέπει το έδαφος να σείεται κάτω από τα πόδια του.
Σε μια εποχή, λοιπόν, όπου συζητιέται ευρέως (σίγουρα όχι μόνο στα μέρη μας) ότι λείπουν εκείνες οι ηγετικές μορφές που θα μπορούσαν να έδιναν άλλη δυναμική στα πράγματα, έρχεται το έργο αυτό, να φωτίσει μια ολόκληρη εποχή και- κυρίως- μια προσωπικότητα, που ενώ ξεκίνησε από το πουθενά, έφτασε να γίνει ο κυριότερος μοχλός ώθησης της Ιστορίας της Αμερικής στα μέσα του 19ου αιώνα προς μια κατεύθυνση που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου αυτονόητη. Κι εδώ είναι που οφείλω να ευχαριστήσω τον κ. Σπίλμπεργκ.
Μετά απο την ταινία του (που όπως είπα μου άφησε πάμπολλα κενά) μου άνοιξε εξαιρετικά η όρεξη για το θέμα “Λίνκονλ” κι έτσι βρέθηκα ανάμεσα σε όσους παρακολούθησαν την διάλεξη που έδωσε ο συγγραφέας και μαθηματικός Απόστολος Δοξιάδης στο Μουσείο Μπενάκη (1/2/2013) με θέμα «Ο Ευκλείδης στο Gettysburg: μια διάλεξη για όσους αναρωτιούνται για τη σχέση της πολιτικής με τη λογική» .
Επί της ουσίας η διάλεξη αφορούσε το κατά πόσο ο αμερικανός ηγέτης επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Ευκλείδη και κυρίως τον τρόπο που έστηνε και οργάνωνε τους λόγους του. Γιατί εκεί ήταν το ατού του. Η ρητορική του δεινότητα. Από την στιγμή δε που ανακάλυψε πόση δύναμη είχε ο λόγος του, βασανίστηκε να βρει έναν στέρεο τρόπο να αποδεικνύει με απόλυτη βεβαιότητα τα επιχειρήματα του. Οι “ρητορείες” και οι συναισθηματισμοί δεν ήταν για κείνον.
Το παράδοξο τώρα. Ενώ ο “Λίνκολν” του Σπίλμπεργκ είχε σύμμαχο του την εικόνα, ο “Λίνκολν” του Δοξιάδη, κράτησε το μάτι μου ορθάνοιχτο σε όλη την διάρκεια της διάλεξης, πράγμα που ίσχυσε και για το σύνολο των θεατών που (πρέπει να το πούμε) ειχαν γεμίσει το αμφιθέατρο του Μουσείου.
Μερικά σλάιντς και (κυρίως) ο καθαρός και απόλυτα οργανωμένος τρόπος που διέτρεξε το θέμα, οι παύσεις του, οι παρεμβάσεις του, τα ζουμ που έκανε πάνω στα ιστορικά γεγονότα, όλα εκείνα που τέλος πάντων που κάνουν μια ομιλία ζωντανή και ενδιαφέρουσα, συνέτειναν ώστε να μην χαθεί δευτερόλεπτο από όσα είπε
Ο Λίνκολν σε παιδική ηλικία. Το σπίτι που μεγάλωσε. Η οικογένεια του, τα διαβάσματα του, τα ήθη της εποχής, του σπιτιού του. Ένα φτωχό χωριατόπαιδο που όμως του άρεσε να διαβάζει ;,τι έπεφτε στα χέρια του. Αργότερα θα κατάφερνε (μετά από ενός μόνο χρόνου εγκύκλιας μόρφωσης) να περάσει τις εξετάσεις του δικηγορικού συλλόγου του Ιλινόις και να γίνει δικηγόρος. Και δικηγόρος θα παρέμενε μια ζωή, πετυχημένος δικηγόρος, αν δεν εισχωρούσε στον χώρο της πολιτικής κι αυτό με μοναδικό όπλο την ρητορική του ικανότητα.
Και μόνο λόγω επαγγέλματος, θα μπορούσε να καταλάβει κανείς γιατί αναζητούσε τον τρόπο και μάλιστα διακαώς να αποδεικνύει κάτι με απόλυτη βεβαιότητα. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό- σίγουρα. Ενας “λαικός” άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του τον μέσο Αμερικανό της εποχής του, ξέρει πολύ καλά πώς να του μιλήσει, να τον πείσει, να τον εμπνεύσει. Γιατί -κατ αρχήν – ξέρει να ακούει. Και να αισθάνεται. Να μην χάνει ποτέ επαφή από τον παλμό της εποχής του.
Αρκούσε άραγε μόνον ο καλά χωνεμένος Ευκλείδης που πλέον είχε περάσει στην υποδόρια στιβάδα του σκεπτικού του; Aρκούσε; Τότε τι; Τι ήταν αυτό που έκανε τον Λίνκολν να πηγαίνει μπρος απo την εποχή του; Δεν ξέρω αν ο κ. Δοξιάδης χρησιμοποίησε (και εκείνος) κάποια από τα μυστικά που ανακάλυψε στην έρευνα του για την ρητορική του, άλλα αν η “μαεστρία” του Σπίλμπεργκ με άφησε με πολλά κενά, λόγω της έλλειψης μου σε ιστορικές γνώσεις, ήρθε η διάλεξη του, να συμπληρώσει πολλά απ’ αυτά και (φυσικά) να δημιουργήσει άλλα- όπως οφείλει κάθε έργο που σε ξυπνάει (για να μην πω συναρπάζει). Γιατί περί έργου επρόκειτο αυτή η διάλεξη. Το κυρίως έργο για το Λίνκολν, εγώ το είδα στο Μπενάκη. Το άλλο ήταν η διάλεξη…
Χάρη Ποντίδα – Always in a Harry