Κατερίνα Ευαγγελάτου: Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έρχονται στο προσκήνιο με την οικονομική κρίση!
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, αν και μικρή στην ηλικία, έχει διαγράψει μια σημαντικότατη πορεία στο θέατρο. Η τωρινή επιτυχία της με τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» του Μπρεχτ στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που είναι sold out και ήδη ανακοινώθηκε και παράταση των παραστάσεων, μοιάζει να επισφραγίζει αυτήν την διαδρομή.
Με αφορμή την παράσταση “Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν”, η Κατερίνα Ευαγγελάτου μας μιλάει για την διαχρονικότητα του Γερμανού συγγραφέα και όλων των μεγάλων συγγραφέων, ιδίως σε περίοδο κρίσης, αλλά και την συνεργασία της με την Στεφανία Γουλιώτη. Επίσης, αναφέρεται και στις δυσκολίες που περνάει ένας ηθοποιός κι ένας σκηνοθέτης σήμερα, που αναγκάζεται να κάνει δύο και τρεις παραστάσεις για να τα βγάλει πέρα.
-Ο Μπρεχτ είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας. Γιατί από όλα του τα έργα επιλέξατε τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν;
Γιατί διαβάζοντάς το ήταν το μόνο που μου μίλησε άμεσα. Δηλαδή σκέφτηκα ότι έχω κάτι να κάνω με αυτό. Αυτή είναι η αλήθεια. Είχα χρόνια να το διαβάσω και με το που το διάβασα είπα ότι εδώ έχω κάτι να πω.
-Πώς επηρέασε τις σκηνοθετικές σας επιλογές η μεγάλη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών;
Πάντα, όταν σκηνοθετείς, έχεις στο μυαλό σου τον χώρο, στον οποίο θα παρουσιαστεί η παράσταση. Και, φυσικά, ακόμα και στην επιλογή του έργου με επηρέασε. Δηλαδή, μπορεί να έβρισκα ένα άλλο έργο, που επίσης μου άρεσε, αλλά δεν ήταν κατάλληλο για την μεγάλη σκηνή. Από εκεί και πέρα, η σκηνοθεσία μου δεν κουρδίστηκε με γνώμονα αυτό, αλλά οπωσδήποτε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού υπάρχει ο χώρος, η διάσταση, ο ήχος, το σχήμα. Όλα αυτά τα σκέφτεσαι, έτσι κι αλλιώς. Πόσο μάλλον όταν είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ σε ένα τόσο μεγάλο θέατρο και σε σχέση με την σκηνή του (πρέπει να είναι η πιο μεγάλη) και σε σχέση με το πόσους χωράει. Το πόσο μακριά είναι ο τελευταίος θεατής του δεύτερου εξώστη από τον ηθοποιό.
-Πώς επηρέασαν οι μεγάλες αποστάσεις του θεάτρου τον ήχο της παράστασης;
Επειδή εμείς έχουμε μικρόφωνα στους ηθοποιούς, αυτό μας επέτρεψε να παίζουμε και σε χαμηλές εντάσεις ή ακόμα και σε ψίθυρο. Αυτά δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε αν είχα επιλέξει σε αυτό τον χώρο να μην έχω μικρόφωνο. Έτσι, το να βάλουμε μικρόφωνα μας βοήθησε πολύ στο να μην διαταράξουμε την ηρεμία που θέλαμε να έχουμε στην παράσταση.
-Το έργο γράφτηκε την περίοδο που ξεκινούσε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Υπάρχουν αναφορές στον ναζισμό μέσα στο έργο;
Φυσικά. Ο Μπρεχτ ήταν εξόριστος ανάμεσα στην Σουηδία, την Φινλανδία και την Νορβηγία, λίγο πριν περάσει στην Αμερική, όταν το έγραφε. Όταν πρωτόεγραψε το έργο, το έγραψε για το Βερολίνο, την πόλη του. Το δούλευε πολλά χρόνια, την περίοδο που ο Χίτλερ είχε ανέβει στην εξουσία και συνέχισε να το δουλεύει όταν ξεκινούσε ο πόλεμος (1939-40). Κι ήταν ένας άνθρωπος βαθιά πικραμένος, γιατί έπρεπε να φύγει από την χώρα του. Έτσι όλο το έργο ήταν διαποτισμένο από αυτήν την κατάσταση.
-Πώς ήταν η συνεργασία με την Στεφανία Γουλιώτη;
Με την Στεφανία είμαστε φίλες εδώ και πολλά χρόνια, από την σχολή του Εθνικού, όπου ήμασταν συμμαθήτριες. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί στην «ερωτευμένη νεκρή» στο Αμφιθέατρο, μια παράσταση που παίχθηκε τρεις σεζόν. Και πάντα λέγαμε ότι θέλαμε να ξαναβρεθούμε και με αυτήν και με τον Νικόλα Παπαγιάννη, που ήταν κι αυτός συμμαθητής μας στην σχολή. Με την Στεφανία αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να συνεργαστούμε. Όταν διάβασα το έργο, την σκέφτηκα κατευθείαν. Νομίζω ότι ήταν μια επιλογή που δικαίωσε την παράσταση. Ήταν μια συνεργασία θα έλεγα ερεθιστική. Είμαστε κι οι δυο άνθρωποι που δεν ευχαριστιόμαστε εύκολα. Επίσης, αναζητούμε παρόμοια πράγματα. Μας αρέσει η έρευνα στην πρόβα. Μας αρέσει η πρόβα.
-Όταν λέτε ότι εσείς και η Στεφανία Γουλιώτη δεν ευχαριστιόσαστε εύκολα, εννοείτε ότι είστε πολύ απαιτητικές;
Ναι. Γιατί πάντα υπάρχει ένα ερωτηματικό. Πάντα μία αμφισβήτηση. Είναι αυτό; Μήπως είναι και κάτι ακόμα; Πάντα αυτό αναρωτιόμαστε.
-Φέτος έχουμε τρεις παραστάσεις Μπρεχτ. Η οικονομική κρίση τον έκανε πιο επίκαιρο;
Υπήρξε μία περίοδος, που ο Μπρεχτ σταμάτησε λίγο να παίζεται. Ίσως επειδή παραπαίχθηκε την δεκαετία του 70. Σίγουρα η κρίση του οικονομικού συστήματος, αλλά και ευρύτερα η κοινωνική και πνευματική κρίση που βιώνουμε, όλους τους μεγάλους συγγραφείς τους φέρνει στο προσκήνιο. Ο Μπρεχτ έχει και την σφραγίδα του πολιτικού θεάτρου και ίσως είναι για κάποιους μια αυτονόητη επιλογή, για να μιλήσουν σε καιρούς κρίσης μέσα από ένα τέτοιο κείμενο. Εμάς όμως το έργο μας είναι αρκετά διαφορετικό. Δεν ανήκει στα διδακτικά του έργα. Αναφέρεται σε ένα ηθικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και μου άρεσε. Δεν είναι τόσο στενή η θεματολογία του. Μιλάει για τον έρωτα. Μιλάει για την μητρότητα. Μιλάει για το υπαρξιακό θέμα του ανθρώπου: τι είδους άνθρωπος μπορώ να είμαι. Εγώ δεν είδα το έργο ως ένα «κατηγορώ» στην καπιταλιστική κοινωνία, που ωθεί έναν άνθρωπο στην εκμετάλλευση. Νομίζω είναι μεγαλύτερο από αυτό.
-Ποια είναι η άποψή σου για το γυμνό στο θέατρο;
Αν γίνεται μόνο για να γίνει, όπως και όλα τα πράγματα, θεωρώ ότι είναι κακόγουστο ή δεν έχει λόγο ύπαρξης. Στην συγκεκριμένη παράσταση πιστεύω ότι είναι απολύτως απαραίτητο, γιατί γίνεται την στιγμή που η ηρωίδα δένει το στήθος της για να γίνει άντρας. Και αυτό που την διαφοροποιεί από έναν άντρα είναι το στήθος της. Αυτή η σκηνή είναι μεν σοκαριστική, αλλά είναι απόλυτα ενταγμένη στην δραματουργία του έργου. Δόθηκε έτσι μια υπόσταση σε αυτήν την σκηνή της μεταμόρφωσης, την οποία ο Μπρεχτ ζητάει να γίνεται επί σκηνής, που την πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.
-Το περιμένατε ότι θα είχε τέτοια προσέλευση του κοινού αυτή η παράσταση; Σκέφτεστε να την ανεβάσετε και αλλού;
Θέλουμε όλοι πάρα πολύ να συνεχισθεί η πορεία της παράστασης. Κι εμείς και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, γιατί η ανταπόκριση ήταν συγκινητική κι ενθουσιώδης. Είχαν εξαντληθεί τα εισιτήρια σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα. Φυσικά, όταν έχεις δουλέψει τόσον καιρό μία παράσταση, στενοχωριέσαι να την παίξεις μόνο έναν μήνα. Βέβαια, έτσι είναι το θέατρο. Είναι μία θνησιγενής τέχνη. Και την έχει δει και θα την δει πολύς κόσμος, έτσι κι αλλιώς. Θέλω να πω, 800 επί 20 παραστάσεις είναι μια μικρή πόλη. Αλλά πάντα νιώθεις μια λαχτάρα να μπορέσεις να το προχωρήσεις. Και πολύ θέλουμε να μας δοθεί αυτή η ευκαιρία.
(Σημείωση: Μετά την συνέντευξη ανακοινώθηκε παράταση των παραστάσεων του «Καλού ανθρώπου του Σετσουάν» στην Στέγη για μία εβδομάδα)
-Μια πιο γενική ερώτηση: Το ότι κάποιοι ηθοποιοί παίζουν σε δύο και σε τρεις παραστάσεις την εβδομάδα, τους βοηθάει να εξελίσσονται πιο γρήγορα ή περιορίζει την απόδοσή τους;
Εξαρτάται από τις παραστάσεις, στις οποίες παίζουν. Όμως, η κόπωση και η ενασχόληση με δύο και τρία πράγματα ταυτόχρονα, θα έλεγα, συνήθως δεν είναι καλός σύμβουλος. Αλλά πώς να κάνεις και διαφορετικά; Πρέπει να ζήσεις. Αν σκεφτείς ότι ο μισθός του ηθοποιού έχει πάει 586 €, δεν μπορείς να ζήσεις. Φοβάμαι ότι αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα τέτοιο πράγμα και πρέπει ο καθένας μας να παλέψει να διαφυλάξει την δημιουργικότητά του. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Ούτε εμένα μου αρέσει που πρέπει να κάνω τρεις σκηνοθεσίες το χρόνο. Θα προτιμούσα να έκανα μία. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω με μία. Δεν παίρνω αμοιβή τραγουδιστή πίστας, για να μπορώ να ζήσω!
-Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Το επόμενο σχέδιό μου είναι πολύ άμεσο, είναι οι «Θεατές» ένα πολιτικό έργο του Μάριου Ποντίκα στο Εθνικό θέατρο, που θα ανέβει 20 Μαρτίου. Πάλι με την Στεφανία Γουλιώτη, τον Νικόλα Παπαγιάννη, Άλκηστη Πουλοπούλου, Νίκο Ψαρά. Πολύ ωραίο έργο, πολύ διαφορετικό, πολύ σκληρό. Θρίλερ κιόλας.
-Θρίλερ, ε; Έχει αιματοχυσία;
Ναι! Πολλή! Τα πάντα έχει. Είναι για την περίοδο της δεκαετίας του 50. Αν και αναφέρεται στην εποχή εκείνη, μετά τον εμφύλιο, θα μπορούσε να διαδραματίζεται και σήμερα, στο θέμα που μιλάει για την παθητικότητα της κοινωνίας απέναντι σε όλα.
Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν παρουσιάζεται από Τετάρτη έως Κυριακή στις 20:30 στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφόρος Συγγρού 107-109, απέναντι από την Πάντειο). Περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ