Χαμένος Παράδεισος
Ένα σινεφίλ διαμάντι από την Πορτογαλία πάνω στη μνήμη και τη νοσταλγία με πολλή αγάπη για τη γοητεία του παλιού κινηματογράφου…
Η Πιλάρ περνά τα πρώτα χρόνια της σύνταξης της, προσπαθώντας να διορθώσει τον κόσμο και φροντίζοντας για τις ενοχές των άλλων, ένα πολύ δύσκολο έργο στις μέρες μας. Συμμετέχει σε αγρυπνίες για την ειρήνη, συνεργάζεται με καθολικές κοινωνικές ομάδες παρέμβασης, κατεβάζει κι ανεβάζει συνεχώς έναν πίνακα από τον τοίχο της, για να μη πληγώσει τα συναισθήματα του φίλου που της τον χάρισε… Περισσότερο απ’ όλα την προβληματίζει η μοναξιά της γειτόνισσας της, Αουρόρα, μια εκκεντρική κι ευέξαπτη ογδοντάχρονη, που πηγαίνει στο καζίνο μόλις βρίσκει λίγα λεφτά, μιλά συνεχώς για την κόρη της που απ’ ότι δείχνει δε θέλει να τη δει, έχει συνεχή hangover από τα αντικαταθλιπτικά που παίρνει και υποψιάζεται ότι η υπηρέτρια της Σάντα ασκεί βουντού επάνω της. Για τη Σάντα δε γνωρίζουμε πολλά, δε μιλάει πολύ, ακολουθεί εντολές και θεωρεί ότι ο καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του. Πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο, και τα βραδιά διαβάζει το Ροβινσώνα Κρούσο στον καναπέ καπνίζοντας. Η Αουρόρα θα ζητήσει κάτι περίεργο, και οι άλλες δύο γυναίκες θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τη βοηθήσουν. Θέλει να συναντήσει έναν άντρα, τον Τζιανλούκα Βεντούρα, κάποιον που κανείς δε γνώριζε την ύπαρξη του μέχρι εκείνη τη μέρα. Η Πιλάρ και η Σάντα θα ανακαλύψουν ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά όχι σώφρον. Ο Βεντούρα έχει μια κρυφή συμφωνία με την Αουρόρα και μια ιστορία να διηγηθεί, που συνέβη 50 χρόνια πριν, λίγο πριν τον Πορτογαλικό αποικιακό πόλεμο. Ξεκινάει ως εξής: «Η Αουρόρα είχε μια φάρμα στην Αφρική, στους πρόποδες του όρους Ταμπού..»
Η ταινία του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες που κέρδισε τις εντυπώσεις σε αρκετά φεστιβάλ, από το Βερολίνο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, έχει τη δική της, ξεχωριστή γοητεία και αφήνει μια αίσθηση ονείρου. Γυρισμένη σε υπέροχο ασπρόμαυρο φιλμ, αφού αρχίζει με ένα σουρεαλιστικό πρόλογο, χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο («Χαμένος Παράδεισος») εκτυλίσσεται στο σήμερα και η πρωταγωνίστρία του θα οδηγεί στο νήμα της ιστορίας της ετοιμοθάνατης Αουρόρα, που θα αποκαλυφθεί στο δεύτερο μέρος («Παράδεισος»). Εκεί, με τη λογική και την αισθητική ενός δράματος του βωβού κινηματογράφου (όπου ακούμε αφήγηση και μουσική αλλά όχι τους διαλόγους) παρασυρόμαστε στο μυστικό παρελθόν της γυναίκας, στην αποικιακή Αφρική του ’60. Είναι μια πανέμορφη ταινία ποτισμένη με νοσταλγική διάθεση, που αφορά τη δύναμη της μνήμης, αλλά και τη χαμένη γοητεία του παλιού σινεμά.
Θοδωρής Τσιάτσικας