Κυψέλη που στάζει μέλι – Το “άγνωστο” Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Υπήρξαν φορές που όταν έλεγα τη λέξη “Μουσείο”, στο μυαλό μου σκιαγραφούσα την εικόνα μιας κλειστής δημιουργικής βιομηχανίας, που άφηνε έξω από το σύστημά της “όλους αυτούς” που φτιάχνουν μια κοινωνία. Υπήρξαν όμως φορές που όταν έγραφα τη λέξη “Μουσείο”, αναφερόμουν σε μια “γνώση” που δεν γεννάει αντιπάλους. Διαμορφώνει συνειδητούς εταίρους ή και φίλους. Μια “γνώση” που ξέρει πως πριν από την οικονομία η παιδεία, και πριν από τα δημόσια έργα ο πολιτισμός.Κείμενο, φωτογραφίες: Μαρία Σφυράκη
Την Κυριακή 17.02.2013, ώρα 10:30 το πρωί, επέλεξα ως σημείο εκκίνησης την Ομόνοια. Και πριν ανταμώσω με τον οικοδεσπότη μου, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, οι σκέψεις μου συντονίστηκαν απόλυτα με τον ουρανό και έπεφταν στο χέρι μου υπό μορφή βαριάς βροχής. Σταθμός Ομονοίας και μια πορεία 800 μέτρων, που δυστυχώς έχει την αφοπλιστική δύναμη να προκαταβάλλει τη διάθεση, να ακυρώνει την ενεργή κοινωνική ματιά, να σφραγίζει την όποια επιθυμία και ανάγκη για επικοινωνία ανάγοντας τη σιωπή στη μόνη, προς επιλογή, κοινωνική πρακτική. Και αυθόρμητα αναρωτιέσαι, τι δύναται να «επικοινωνήσει» το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όταν οι δρόμοι που οδηγούν στο κατώφλι του είναι δρόμοι εξάρτησης; Κι όμως…
Ώρα 11:15 είδα το πρόσωπό του. Και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μεμιάς έγινε ο κύριος «Συλλογίδης». Είχε χαμηλώσει το βλέμμα του, κι άκουσα έναν αναστεναγμό ευγνωμοσύνης για τις δεκάδες παιδικές πατημασιές που άφηναν τα ίχνη τους στα σκαλοπάτια του. Και πριν καν χαράξω τα δικά μου ίχνη μέσα του, σκέφτηκα πως τελικά, είναι η απουσία φαντασίας που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας.
Χάθηκα στα δωμάτιά του για τέσσερις ώρες και πόνεσαν τα χείλη μου από το χαμόγελο και θάμπωσαν τα μάτια μου από τις εικόνες. Ο προθάλαμος του σπιτιού του γεμάτος επισκέπτες. Οικογένειες με τα παιδιά τους. Φοιτητές με laptop και smartphones ανά χείρας. Παρέες μιας άλλης εποχής με κομψές ομπρέλες. Τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές έτοιμες και ανυπόμονες. Ένα ανθρώπινο μπουλούκι που ακολουθούσε και άκουγε αχόρταγα την ξεναγό του. Μια γυναίκα βγαλμένη από θεατρικό έργο, με κατακόκκινη μεταξωτή εσάρπα, που μοίραζε δύσκολη γνώση με τον πιο μεταδοτικό και παραμυθένιο τρόπο. Και ο λόγος της έκανε τους γονείς να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, τους φοιτητές να κρατούν μανιωδώς σημειώσεις, τις κυρίες με τα μαργαριτάρια στο λαιμό να νιώθουν σαν στο σπίτι τους και τα υπερδραστήρια παιδιά του δημοτικού να έχουν ξαπλώσει μπρούμυτα στα μάρμαρα και να ακούν. Να ακούν και να μην σαλεύουν.
Άκουσα ξανά τον αναστεναγμό του. Τον άκουγα κάθε φορά που ένας επισκέπτης άνοιγε διάλογο με τα «έργα του». Κάθε φορά που ένας επισκέπτης κοίταζε στα μάτια ένα από τα «γλυπτά» του. Ενώ κράταγε την αναπνοή του για να ακούσει τις παρέες όταν κάθονταν στα παγκάκια του και έπιαναν κουβέντα. Αλλά τον έπιασα και να σιγο-τραγουδάει μαζί με τον «Κενταυρούλη», τον ήρωα των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων. Τραγούδησε, έπαιξε κρουστά και ταξίδεψε στον κόσμο των Μουσών. Έκατσε κατάχαμα σε πολύχρωμα μαξιλάρια. Έγινε και αυτός παιδί με μάτια περιέργα, αφοπλιστικά, που μονομιάς μεταμορφώνουν τις τρεις Μούσες σε ηρωίδες περιπετειών. Και όπως όλα τα παιδιά, ανά στιγμές γύριζε το κεφάλι για να εντοπίσει τους γονείς του, τους επισκέπτες του. Και έβλεπε πως οι γονείς ανακαλύπτουν ξανά το μουσείο, το σπίτι του, μέσα από τα μάτια των παιδιών τους, επαναπροσδιορίζοντας τον πολιτισμό ως έναν τρόπο όρασης που ερμηνεύει τον κόσμο.
Μετά από ένα τρίωρο λουκούλλειο οπτικό γεύμα, ήθελα να ξαποστάσω με ένα διπλό ελληνικό καφέ. Με οδήγησαν στο υπόγειο του σπιτιού του και βρέθηκα σε έναν κήπο με ελιές, πορτοκαλιές μια λεμονιά, δυο μικρά πεύκα, αγάλματα, ένα μυθικό λιοντάρι και κόσμο, πολύ κόσμο. Το βλέμμα μου αιχμαλώτισε μια παρέα πέντε φοιτητών, που είχαν καταλάβει δυο τραπεζάκια, είχαν ανοίξει laptop, βιβλία και σημειώσεις. Και άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία του οικοδεσπότη μου, τις πληγές του αλλά και το πάντα εν εξελίξει όραμά του.
Ο κ.«Συλλογίδης» είναι βέβαιο πως, στιγμές ένιωσε να «γερνά». Διέτρεξε αυτό τον κίνδυνο, δεν έχει αυταπάτες. Ένιωσε και ξέρει ότι να «γερνάς» είναι σαν να συνηθίζεις στην απουσία με κεφαλαίο Α. Νομίζεις ότι λες και ξαναλές δέκα φορές το ίδιο πράγμα και ξανακάνεις δέκα φορές αυτό που πριν λίγο είχες κάνει. Αλλά ευτυχώς τον ένιωσε στο πετσί του έντονα αυτό τον φόβο και είναι πλέον έκδηλο πως όχι, ο κ.«Συλλογίδης», δε βγήκε στη σύνταξη. Τουναντίον, μένει σε ένα μεγάλο σπίτι πάντα ανοικτό σε όλους, σε ένα αστικό κέντρο γεμάτο κόσμο, κάθεται στον κήπο του, πίνει τον καφέ του, και αναρωτιέται: «Αλήθεια, τι είναι αυτό που αποκαλώ μνήμες μου;» Μα ξέρει πως αυτό που αποκαλεί «μνήμες του» δεν αφορά παρά μόνο τα συναισθήματα των «άλλων». Των επισκεπτών του.
Σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με έκανε να «λέω» και να «γράφω» τη λέξη «Μουσείο» και να νιώθω έκπληξη. Το σίγουρο είναι πως ο κ.«Συλλογίδης» προσπαθεί να μας ξανακερδίσει. Και δεν το κάνει με το να ξαναγίνει τριαντάρης. Ούτε με το να μάθει να μιλάει την ίδια γλώσσα με εμάς. Αλλά με το να αρνείται αυτός ο γέρος σοφός να μείνει μόνος του. Με το να μας κάνει να αισθανθούμε ότι τα Μουσεία μας αφορούν, ότι αποτελούν τη μυθιστορηματική πλευρά του πολιτισμού, ότι η «επιτυχία» τους εντέλει έχει να κάνει με την εύρεση καλύτερου τρόπου για να στίβουμε τους θησαυρούς του. Τότε είναι και η στιγμή που το Μουσείο γίνεται κυψέλη που αρχίζει να στάζει μέλι.
Σας περιμένει… Και μη λησμονείτε πως κάποτε, το 1941, έκρυψε και προστάτευσε στα σπλάχνα του (κάτω από τα δάπεδά του) εκθέματα και διόλου δε νοιάστηκε που αχρήστευσε τα εξαιρετικής τέχνης μωσαϊκά δάπεδά του.
Ανακάλυψε κι άλλα ωραία πράγματα στην πόλη μας, μέσα από το www.savoirville.gr