Γιάννης Κακλέας: Αυτά που λέγονται ότι τσακώθηκα με τον Νίκο Καρβέλα είναι επικοινωνιακές μπούρδες!
Από τα «φαντάσματα» στην φαντασμαγορία κινήθηκε η φετινή χρονιά για τον Γιάννη Κακλέα, ο οποίος υπογράφει την σκηνοθεσία σε δύο από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικά και εισπρακτικά θεατρικές επιτυχίες της σεζόν: το «Αχ αυτά τα φαντάσματα» του Ντε Φιλίπο στο θέατρο Βρετάνια και τους «Δαίμονες» την ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα με την Άννα Βίσση στο Παλλάς.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Ο Γιάννης Κακλέας μας παραχώρησε συνέντευξη, στην οποία μας μιλάει για τις δύο πολύ πετυχημένες παραστάσεις του, για τα προβλήματα του σύγχρονου θεάτρου, των δραματικών σχολών, της υψηλής ανεργίας στους ηθοποιούς, αλλά και για τον δάσκαλό του, Κάρολο Κουν. Ακόμη, ξεδιαλύνει όλες τις φημολογίες, που είχαν δημιουργηθεί από διάφορα κανάλια κι εφημερίδες, για κόντρα του με τον συνθέτη των Δαιμόνων Νίκο Καρβέλα.
– Το δεδομένο ότι οι «Δαίμονες» θα είχαν επιτυχία ήταν μια περαιτέρω πρόκληση, καθώς θα ερχόταν περισσότερος κόσμος να τους δει;
Εξαρχής ήξερα ότι θα γίνει μια παράσταση με κόσμο στο Παλλάς, που έπρεπε να ανταποκριθεί στην θεαματικότητα του μιούζικαλ και της ρόκ όπερας, αλλά και του ίδιου του χώρου. Το άλλο στοίχημα ήταν η προηγούμενη παράσταση των Δαιμόνων, που είχε δημιουργήσει έναν μύθο. Η πρόκληση ήταν να κάνω μια διαφορετική παράσταση, κατά την γνώμη μου πιο εσωτερική και πιο σύνθετη δραματουργικά. Σε αυτό βοήθησε και ο Νίκος Καρβέλας, οποίος έγραψε και δύο τρεις σκηνές ακόμη, για να συμπληρωθούν κάποια κενά που πιστεύαμε ότι είχε.
-Πώς ήταν η συνεργασία με τον Νίκο Καρβέλα και την Άννα Βίσση;
Ο Νίκος Καρβέλας με εκτιμάει ιδιαίτερα και τον εκτιμώ κι εγώ, όταν βουτάει σε βαθιά νερά- σε νερά που κι εμένα μου αρέσουν. Η συνεργασία εξαιρετική από πλευράς του Νίκου. Ήταν κάθε μέρα στην πρόβα, κουβεντιάζαμε, του πρότεινα, δεχόταν. Με την Άννα Βίσση η συνεργασία ήταν πιο έντονη. Έπρεπε να διδάξω την υποκριτική τέχνη με έναν τρόπο ειδικό γι’ αυτήν, για να μπορέσουμε να συνεργαστούμε. Ήξερε το έργο, αλλά το ξεκινήσαμε με τελείως διαφορετικό τρόπο, δηλαδή σαν να γοητεύεται από την ιδέα του θανάτου. Και αυτό απαιτούσε υποκριτική δεινότητα. Η Άννα είναι ένα σπάνιο πλάσμα. Έχει μια τεχνική και ένα ένστικτο, που την κάνουν άφοβη. Μπαίνει στις καταστάσεις με έναν τρόπο, που μόνο ένας καλός ηθοποιός μπορεί να το κάνει.
-Η φιλολογία που δημιουργήθηκε από κάποια Media για κόντρα δική σας με τον Νίκο Καρβέλα ισχύει;
Όλα αυτά που λέγονται ότι τσακώθηκα με τον Νίκο Καρβέλα είναι επικοινωνιακές μπούρδες. Κάποια κανάλια και κάποιες εφημερίδες θέλουν να παίζουν παιχνίδια με αυτό. Δεν υπήρξε ποτέ φάση τσακωμού. Βέβαια, άμα θέλει κι η τύχη! Τυχαίνει στην ίδια μέρα, στην συνέντευξη τύπου, να έχει ένα θέμα με τις αλλεργίες του ο Νίκος Καρβέλας κι εγώ να είμαι στο ιατρικό κέντρο με πνευμονία και 39,7 πυρετό. Κι αυτή η συγκυρία έδωσε πάτημα σε κάποιους να λένε ότι ο σκηνοθέτης είναι τσακωμένος με τον συνθέτη.
–Τι αλλαγές κάνατε στους Δαίμονες;
Τονίσαμε περισσότερο την σχέση των δύο γυναικών, της μάγισσας και της βασίλισσας, για να καταλάβουμε κι εμείς αλλά και το κοινό τι ήταν αυτό που βασανίζει την βασίλισσα, για να κάψει την μάγισσα και τι ήταν αυτή η κατάρα στο δεύτερο μέρος. Δεν έβγαινε πολύ καθαρά. Υπογραμμίσαμε επίσης λίγο περισσότερο την ερωτική σχέση που έχει ο Ντάνιελ με τις δύο γυναίκες, γιατί πάνω από όλα το έργο παραμένει μια ερωτική ιστορία. Γιατί το βασικό νόημα της παράστασης είναι πού μπορεί να οδηγήσει ο ακραίος έρωτας.
-Είχατε χαρακτηρίσει spooky την φετινή σεζόν, καθώς είχατε αναλάβει την σκηνοθεσία των παραστάσεων «Αχ αυτά τα φαντάσματα» και τους «Δαίμονες». Το γεγονός ότι και τα δύο έγιναν μεγάλες επιτυχίες σε τι συμπέρασμα σας οδηγεί;
Στο videoclub υπάρχουν ολόκληρες προθήκες ταινιών τρόμου. Εγώ δεν τα πολυέβλεπα αυτά: Είμαι πιο πολύ των πολιτικών και κοινωνικών ταινιών. Αλλά όταν είδα ένα θρίλερ και ένιωσα μια αδρεναλίνη στο σώμα μου, κατάλαβα τι είναι αυτό που τα κάνει τόσο δημοφιλή. Και ξαναείδα την Λάμψη του Κιούμπρικ και άρχισα να αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε έναν κόσμο, τον οποίο μπορώ να δω με ένα άλλο μάτι, σαν να υπάρχει μόνο για μένα. Και να υπάρχουν πλάσματα, εικόνες και ενέργειες, τις οποίες μια καθημερινότητα δεν τις διακρίνει. Έχει μία φιλοσοφική διάσταση αυτή η εκ νέου ανακάλυψη του κόσμου μέσα από άλλου τύπου δυνάμεις.
-Υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών στους Δαίμονες;
Σε αυτό το έργο ψάχνω να βρω τις πολύ βαθιές ποιότητες, για να δούμε τι κρύβεται κάτω από το μύθο, που μπορεί να φαίνεται απλοϊκός, αλλά έχει πολύ γερά πολιτιστικά στηρίγματα. Στο πρώτο μέρος της παράστασης συγκρούονται δύο πολιτισμοί: ένας αρχέγονος πολυθεϊστικός και μια θρησκεία μονοθεϊστική, επιθετική, που χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους σατανιστές και μάγους και τους ρίχνει στην πυρά. Στο δεύτερο μέρος τον δυτικό πολιτισμό εκδικείται μια γυναίκα (η Λόα) με πάθος, γιατί φέρει στοιχεία μιας ιέρειας άλλης εποχής, η οποία είναι φορέας ενός πάθους άλλης εποχής, που θυμίζει για παράδειγμα Μήδεια. Οι Δαίμονες ήταν για μένα ένα μάθημα μιας μεγάλης παραγωγής με εσωτερικά δυναμικά στοιχεία.
-Σε πολλές παραστάσεις σας οι πρωταγωνιστές έχουν αρκετά παραβατική συμπεριφορά Π.χ. «το ημερολόγιο ενός απατεώνα» του Οστρόφσκι, το «Αχ αυτά τα φαντάσματα», οι «Δαίμονες» κ.α. Γιατί σας έλκουν τέτοια έργα;
Με έλκει πολύ το πεζοδρόμιο. Μικρός μεγάλωσα στην Θεσσαλονίκη, όπου έζησα το πεζοδρόμιο περισσότερο από το σπίτι. Μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι που χάνονται μέσα στις επιθυμίες τους και στις φιλοδοξίες τους. Μου αρέσουν οι αναξιόπιστοι άνθρωποι, οι αντιήρωες, μέσα από τους οποίους βρίσκουμε μια νέα αξία των πραγμάτων. Τα πιο γοητευτικά πράγματα έρχονται από τους ανθρώπους, που δεν εκπροσωπούν το κλισέ της καλοσύνης. Πόσες ταινίες έχουν γυριστεί με γκάνγκστερ; Τι τραβάει τον κόσμο σε αυτές τις ταινίες; Η γνώση μας του πόσο τρωτοί ηθικά είμαστε κατά βάθος. Και πιστεύω ότι κι εγώ έχω όλα αυτά τα στοιχεία, που εμφανίζονται σε αυτούς τους ανθρώπους. Ο κοινωνικός μου πολιτισμός και η μόρφωση μου με κάνουν να μην τα εμφανίζω.
–Το ότι το «Αχ αυτά τα φαντάσματα», που είναι ένα έργο ρεπερτορίου, έκανε μεγάλη επιτυχία, είναι σημαντικό για το θέατρο;
Είμαι πολύ χαρούμενος για την επιτυχία που έκανε αυτή η παράσταση, γιατί υπογραμμίζεται ότι έχουμε ανάγκη από δυνατά έργα. Βέβαια, αυτό έγινε γιατί ξέφυγε από τον ακαδημαϊσμό και είδε τον Ντε Φιλίπο με έναν σύγχρονο τρόπο. Δεν ενέδωσε στην εμπορευματοποίηση του είδους, αλλά μπήκε βαθιά στην ουσία του έργου.
–Πως επηρεάζεται το θέατρο από τον τεράστιο αριθμό παραστάσεων που ανεβαίνουν κάθε χρόνο;
Δεν είναι αλήθεια ότι ανεβαίνουν τόσες πολλές παραστάσεις. Στ’ αλήθεια ανεβαίνουν εξήντα παραστάσεις και διακόσιες παραστάσεις, στις οποίες οι ηθοποιοί δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στο σανίδι. Δεν τις θεωρώ εγώ παραστάσεις. Στην ουσία πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχει ένας κεντρικός κορμός παραστάσεων και μία ομάδα παραστάσεων και χώροι, στους οποίους τα παιδιά οφείλουν να εμφανίσουν την καλλιτεχνική τους διάσταση.
-Πώς σχολιάζετε το φαινόμενο της υψηλής ανεργίας των ηθοποιών;
Δεν είναι μόνο αυτό το θέμα. Είναι πώς οι παραγωγοί χρησιμοποιούν την κρίση, για να εκμεταλλευθούν τους ηθοποιούς. Δεν είναι μόνο η κρίση. Πάντα ο ηθοποιός ήταν ένας ανυπεράσπιστος καλλιτέχνης. Τώρα οι επιχειρηματίες έχουν πετάξει, κατά την γνώμη μου τις μάσκες. Γίνονται πολύ σκληροί και επιθετικοί. Η ανεργία έχει να κάνει με την υπερπροσφορά σε ηθοποιούς, αλλά και με το ότι τα περισσότερα θέατρα μειώνουν τον αριθμό των ηθοποιών που χρησιμοποιούν. Κανείς δεν σκέφτεται να ανεβάσει παραστάσεις με περισσότερους από 6-7 ηθοποιούς. Πιστεύω ότι πολλά παιδιά θα φύγουν από το θέατρο. Θα επιλέξουν έναν άλλο τομέα. Αυτή η ματαιοδοξία του «να γίνω ηθοποιός» θα σταματήσει. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί δεν θα βρίσκουν δουλειά στο θέατρο, αλλά και γιατί η τηλεόραση δεν υπάρχει πια. Θα μείνουν στο θέατρο αυτοί που είναι άξιοι και που το αγαπούν.
-Ποια είναι η ευθύνη των ιδιωτικών σχολών για το πρόβλημα;
Αν καταστρέφει κάτι το ελληνικό θέατρο, είναι το επίπεδο των δραματικών σχολών που έχουμε. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι πολλοί άνθρωποι εγκληματούν στην νεότητα, με τέτοιου τύπου διαστρεβλωμένες σπουδές, τις οποίες παρέχουν στα παιδιά. Βλέπω νέους ηθοποιούς πόσο ψεύτικοι είναι, γιατί τους έχουν διδάξει με απόλυτα λάθος τρόπο. Δεν ξέρουν πώς να πιάσουν έναν ρόλο, πώς να συνεργαστούν.
–Κάποτε είχατε πει «δώσαμε την Ελλάδα για αντιπαροχή». Αυτό είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης;
Δώσαμε την Ελλάδα για αντιπαροχή εδώ και πολλά χρόνια. Καταστρέψαμε την Αθήνα. Καταστρέψαμε την Ελλάδα. Καταστρέφουν την Ελλάδα, την πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Πιστεύω ότι αφεθήκαμε σε άθλιους ανθρώπους που χρόνια τώρα ξεπουλούσαν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε για ίδιον συμφέρον. Κάνανε τους πατριώτες και τους δημοκράτες, αλλά είχαν μια ψυχή βόθρο. Και δεν τους πήραμε χαμπάρι, αλλά τους ανεχθήκαμε. Και τους ανεχόμαστε και τώρα.
-Ο Κουν ήταν δάσκαλος σας. Γιατί θεωρείται ιδιοφυής δάσκαλος;
Γιατί είχε χαρακτηριστικά που δεν τα βρίσκεις σε έναν άνθρωπο. Είχε μια αίσθηση αυθεντικότητας, στον τρόπο που διάβαζε τα έργα. Είχε μια μοναδική αγάπη για τον ελληνισμό και την ελληνική γραφή. Κι επίσης ήταν ένας δάσκαλος θεατρικός, ο οποίος σε ενέπνεε, για να παίξεις πράγματα, τα οποία δεν φανταζόσουν ότι θα παίξεις. Και δημιούργησε μία θεατρική ομάδα, το θέατρο τέχνης, που έγραψε ιστορία, γιατί συνειδητοποίησε την νέα γραφή: Ιονέσκο, Μπέκετ, Τ. Ουίλιαμς. Επίσης, ο Κάρολος Κουν δεν ζούσε χωρίς το θέατρο. Πήγαινε στο θέατρο και τις αργίες. Τον πήγανε μια φορά εκδρομή και έπαθε υπεροξυγόνωση. Και ζήτησε αμέσως πρόβα για να συνέλθει. Ζούσε για το θέατρο και ζούσε από το θέατρο.
-Μιλήστε μου για τα επόμενα σχέδιά σας;
Θα ανεβάσω το «ψύλλοι στα αυτιά» του Φεϋντώ. Ο Φεϋντώ είναι η απόλαυση του θεάτρου. Έχει έναν ωρολογιακό μηχανισμό, που άμα τον αφήσεις ελεύθερο, δημιουργούνται καταστάσεις τελείως τρελές. Δεν έχω ξανακάνει Φεϋντώ. Έχω κάνει όμως Λαπίς, ο οποίος ήταν ο δάσκαλος του Φεϋντώ. Περιμένω να ανεβάσουμε τον Φεϋντώ, για να είναι διασκεδαστικές οι πρόβες. Είναι ένας συγγραφέας ακροβάτης. Αυτό για εμάς τους θεατρικούς είναι μεγάλη διασκέδαση.