“Το τέλος του παιχνιδιού” του Μπέκετ στο Από Μηχανής- O Γολγοθάς της ύπαρξής μας!
Ένα από τα πιο εμβληματικά και τα πιο σκοτεινά έργα του θεάτρου του παραλόγου, «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ ανεβαίνει στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη.
Το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε μετά το διάσημο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Δεν είχε την ίδια επιτυχία, αλλά εδραίωσε τον Ιρλανδό συγγραφέα ως μεγάλο και πρωτοποριακό δραματουργό. Τέσσερις άνθρωποι, δύο γέροι κλεισμένοι σε σκουπιδοτενεκέδες (σύμφωνα με το έργο), ένας τυφλός σε αναπηρική καρέκλα κι ένας υπηρέτης- γιος, χωρίς βούληση, που μοιάζει περισσότερο με ανδρείκελο της μοίρας κι ενός ασαφούς καθήκοντος. Κι όλα αυτά σε ένα ερημωμένο τοπίο.
Για το τοπίο του τέλους του παιχνιδιού, ο Βάσος Βαρίκας γράφει: «δεν έχουμε μπροστά μας παρά μια φυλακή, τους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Και έξω και γύρω, η έρημος. Όλα νεκρωμένα, σαν να τα σάρωσε μια βιβλική καταστροφή, ή το πέσιμο ατομικής βόμβας».
Αυτό το έργο του Μπέκετ ολοκληρώθηκε το 1956, όταν και οι δύο υπερδυνάμεις είχαν ατομικά όπλα, η Χιροσίμα ήταν νωπή και ο κίνδυνος ενός τρίτου παγκόσμιου και πυρηνικού πολέμου ήταν ορατός. Επομένως, αυτό το στοιχείο ερήμωσης, σαν να έχει έρθει το τέλος του κόσμου, όπου η ομορφιά της ζωής, «τα στάχυα που φυτρώνουν», «οι ψαρόβαρκες με τα ανοιχτά πανιά» έχουν γίνει «μόνο στάχτες» ίσως είναι ένα σχόλιο του Μπέκετ στο ενδεχόμενο του πυρηνικού πολέμου. Ή να είναι η προβολή ενός πιθανού για τα δεδομένα της γεννιάς του, μέλλοντος της ανθρωπότητας.
Βέβαια, η πένα του Μπέκετ δεν θα μπορούσε να μένει εκεί. Είτε με πυρηνικό πόλεμο, είτε με ειρήνη, το μέλλον του ανθρώπου και το μέλλον του μπεκετικού σύμπαντος στο «Τέλος του παιχνιδιού» είναι ο θάνατος. «Το τέλος του παιχνιδιού θα μπορούσε έτσι να χαρακτηριστεί, σαν μια κραυγή οδύνης και απελπισίας, η δραματικότερη απ’ όλες, του ανθρώπου που έχει πλέον πεισθεί, ότι όλα τελειώνουν», γράφει ο Βαρίκας.
Οι άνθρωποι είναι στην μεγαλύτερη παρακμή τους. Γερασμένοι, άβουλοι, χωμένοι στην δυστυχία είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, είτε κι από τα δύο. Τρεις άνθρωποι που σαπίζουν από αναπηρίες και γηρατειά κι ένας που τους φροντίζει, χωρίς να ξέρει το γιατί.
Η σκηνοθεσία του Λιγνάδη προσπάθησε να δώσει δικές της οπτικές πάνω στο έργο. Τους ανδρόγυνο των δύο γέρων το έκλεισε σε κάτι περίεργα κουτιά, σαν ταμεία κινηματογράφου ή θεάτρου ή κάτι τέτοιο- δεν ξέρω για ποιόν λόγο. Επίσης, φορούν μάσκες. Ο άντρας ενίοτε βγάζει την μάσκα και κινείται στον χώρο, ενώ στο έργο του Μπέκετ είναι κλεισμένος πάντα στον σκουπιδοτενεκέ. Η Αφροδίτη Κλεοβούλου και ο Γρηγόρης Ποιμενίδης, που ερμήνευσαν τους δύο μαθουσάλες (την Νελ και τον Ναγκ) δεν εντυπωσιάζουν με τις ερμηνείες τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης ωστόσο αφορά το άλλο δίδυμο, του τυφλού και ανάπηρου Χαμ (Άκις Βλουτής) και του Κλοβ (Δημήτρης Λιγνάδης) που τον υπηρετεί. Από τους δύο, πολύ καλή σε γενικές γραμμές ήταν η ερμηνεία του Λιγνάδη. Ο ηθοποιός κατάφερε εύστοχα να συνδυάσει τα στοιχεία κλόουν με το χάος του παραλόγου, που υπάρχει στον Μπέκετ, δίνοντας κάποιες ελάχιστα κωμικές ανάσες στον ρόλο του. Ο Άκις Βλουτής έπαιζε με φυσικότητα και αρκετό υποκριτικό ταλέντο. Όμως, νομίζω ότι προσπάθησε υπερβολικά να χτίσει έναν ρόλο και δεν παρουσίασε το κείμενο, όπως έπρεπε. Θέλοντας να δείξει την σωματική παρακμή του ήρωά του, συχνά μιλούσε υπερβολικά χαμηλόφωνα, με αποτέλεσμα να μην ακούς τις φράσεις του Μπέκετ. Και σε ένα τόσο δύσκολο και σε ένα τόσο ποιητικό κείμενο, ακόμα και μία ατάκα τριών ή τεσσάρων λέξεων, που δεν ακουστεί ή που θα ξεχάσει ο ηθοποιός να την πει, μπορεί να καταστρέψει έναν ολόκληρο μονόλογο.
Επίσης, θεωρώ πως ο ρυθμός είναι πιο αργός από όσο χρειαζόταν, με αποτέλεσμα το -έτσι κι αλλιώς δύσκολο έργο- να είναι κουραστικό σε αρκετά σημεία. Επίσης, κάποια σκηνοθετικά ευρήματα απλώς νέμονται χώρου. Η προσπάθεια να γίνει κάπως πιο ανάλαφρο το «τέλος του παιχνιδιού» δεν φαίνεται να λειτουργεί, καθώς ούτε πιο ευχάριστο γίνεται το έργο, ούτε τονίζεται το πραγματικό του πνεύμα, που είναι η νομοτέλεια της παρακμής.
Σε γενικές γραμμές, η προσπάθεια του Δημήτρη Λιγνάδη είναι αξιέπαινη, καθώς παρουσιάζει ένα πολύ σημαντικό, όσο και δύσκολο, έργο του 20ου αιώνα στο κοινό. Απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που αγαπούν ιδιαίτερα τον Μπέκετ και το θέατρο του παραλόγου. Πάντως, κάποιες επιλογές ερμηνευτικές και σκηνοθετικές δεν είναι αποτελεσματικές, ενώ κυρίως η ερμηνεία Λιγνάδη είναι αυτή που αφήνει τις θετικές εντυπώσεις, με τους υπόλοιπους ηθοποιούς να μην κινούνται στα ίδια επίπεδα.
Γιώργος Σμυρνής
Παίζεται Τρίτη: 22:30, Τετάρτη: 19:30 και από Πέμπτη ως Κυριακή: 21:30
Στο Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13)- Περισσότερα ΕΔΩ