Ολεάννα του Μάμετ στο Εμπορικόν- Νοσηρά παιχνίδια εξουσίας
Μπορεί μια συζήτηση μεταξύ ενός καθηγητή πανεπιστημίου και μιας φοιτητριούλας να μετατραπεί σε ένα πραγματικό θρίλερ; Μπορεί, αν την γεννάει η φαρμακερή πένα του Ντέιβιντ Μάμετ. Ο λόγος για την παράσταση «Ολεάννα», που ανεβαίνει στο θέατρο Εμπορικόν σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη.
Το έργο του Μάμετ πραγματεύεται τις σχέσεις εξουσίας. Ένας καθηγητής καλεί μία απογοητευμένη φοιτήτρια στο γραφείο του, για να μιλήσουν για την εργασία της. Ο καθηγητής είναι ένας αρκετά απελευθερωμένος και μπλαζέ τύπος, ενώ η φοιτήτρια έχει μεγάλη αγωνία για το πώς θα πάρει καλούς βαθμούς. Η άνεση του καθηγητή απέναντί της, ως αποτέλεσμα της υπεροχής που του δίνει η θέση εξουσίας του, γρήγορα καταρρέει, όταν η κοπέλα καταθέτει μια έκθεση στην επιτροπή του πανεπιστημίου, στην οποία τον καταγγέλλει για σεξιστική συμπεριφορά, ελιτισμό και σεξουαλική παρενόχληση. Η ζωή του καθηγητή καταρρέει από την αποφασιστική και σχεδόν διαστροφική εμμονή της φοιτήτριας να τον καταστρέψει με τις καταγγελίες της, οι οποίες μοιάζουν να βασίζονται στην πραγματικότητα, αλλά να είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Κι επειδή είναι έργο του Μάμετ, αυτή η αγωνία μετατρέπεται σε αγριότητα και οι χαρακτήρες του έργου «γδύνονται» από τα κοστούμια του πολιτισμένου όντος που τα περιβάλλουν και καταλήγουν στα όρια του να εξοντώσουν ο ένας τον άλλο.
Το έργο δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση. Από την μία μοιάζει να καταγγέλλει αυτήν την επιδημία δικών για σεξουαλική παρενόχληση, που μπορεί έναν κακομοίρη να τον μπλέξει για τα καλά και για το τίποτα. Από την άλλη, μοιάζει να σου λέει ότι οι πατριαρχικές δομές, ο σεξισμός και η καταπίεση μοιάζουν ανώδυνα, αλλά είναι πανταχού παρόντα. Νομίζω ότι ο Μάμετ τα λέει και τα δύο (έστω κι αν η αλήθεια του ενός στρέφεται ενάντια στην αλήθεια του άλλου).
Ο καθηγητής μοιάζει να πέφτει θύμα και να εξαναγκάζεται να γίνει το βίαιο κτήνος, όπως το βλέπει η φοιτήτρια, από την ίδια την συμπεριφορά της φοιτήτριας. Μια φοιτήτρια, που δεν έχει κάποιο όφελος από το να καταστρέψει τον καθηγητή, παρά μόνο κάποια ψυχολογική ικανοποίηση. Γίνεται αδυσώπητα κακιά, χωρίς προφανή λόγο. Και με αυτή της την σκληρότητα ανατρέπει κάθε σχέση υπεροχής που έχει ο καθηγητής απέναντί της. Ο οποίος καθηγητής είναι ένα πλάσμα παγιδευμένο στις αντιφάσεις του, όπως όμως όλοι οι άνθρωποι. Τελικά, φαίνεται να πληρώνει το γεγονός ότι είναι κι αυτός άνθρωπος, κάτι που η σχεδόν απάνθρωπη φοιτήτρια δεν θέλει να του το συγχωρήσει- ίσως γιατί η ίδια βιώνει την εξουσία ως κάτι απάνθρωπο.
Υπάρχουν και έντονα στοιχεία πουριτανισμού στην εκδίκηση της φοιτήτριας, όπως και χαρακτηριστικά μικροψυχίας, γελοιότητας και ναρκισσισμού στον καθηγητή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής λέει το μεγάλο «όχι» στον εκβιασμό της φοιτήτριας, όταν αυτή του ζητάει να εξαιρέσει το βιβλίο του από την λίστα των υποχρεωτικών συγγραμμάτων (μια ειρωνεία του Μάμετ στο παγκόσμιο φαινόμενο των πανεπιστημιακών που προωθούν τα βιβλία τους). Γενικά, είναι ένα πολυέπιπεδο και πολύ επιδέξια γραμμένο έργο.
Ο Δημήτρης Καταλειφός, που ερμηνεύει τον καθηγητή, δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Ο ιδιαίτερος ρυθμός του λόγου του Μάμετ αποδίδεται με έξοχο τρόπο, ενώ όλες οι αντιφάσεις του χαρακτήρα, αλλά και οι φοβερές και απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις που βιώνει είναι απόλυτα πειστικές. Μαζί του η Λουκία Μιχαλοπούλου σε μια συναισθηματικά έντονη ερμηνεία της φοιτήτριας. Ένα μείγμα κομπλεξικής αδυναμίας και άγριου φθόνου, που φτάνει στα όρια της αδυσώπητης κακίας, αποδίδεται από μία ηθοποιό που μπαίνει βαθιά μέσα στον ρόλο και δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία. Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη φωτίζει καλά το κείμενο και του αναδεικνύει τις πιο έντονες συναισθηματικά πλευρές του, ενώ το ψυχρό ντεκόρ μαζί με τους φωτισμούς δένουν πολύ καλά με το πνεύμα του κειμένου και τον χώρο, στον οποίο διαδραματίζεται το έργο, δηλαδή το γραφείο ενός καθηγητή.
Κοντολογίς, η «Ολεάννα» είναι ένα ψυχοβγαλτικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Μάμετ. Κι ενώ είναι μια παράσταση που μιλάει για την επίδειξη ισχύος σε διάφορα επίπεδα, γίνεται τελικά μια επίδειξη ισχύος του ταλέντου των ελλήνων ηθοποιών. Τόσο ο Καταλειφός, όσο και η Μιχαλοπούλου δίνουν υπέροχες ερμηνείες, σε ένα δυνατό και σκοτεινό έργο που δεν σου δίνει καμία έτοιμη απάντηση, αλλά θα σε κάνει να σκέφτεσαι πάνω σε αυτό για πολλή ώρα μετά την αυλαία.
Γιώργος Σμυρνής