The Hangover part III
Η αυξημένη δίψα για εισπράξεις οδηγεί σε μειωμένη κωμική ανταπόδοση. Η τελευταία, και πιο συμβατικά περιπετειώδης, συνέχεια της κουρασμένης σειράς προσφέρει μόνο σποραδικά γέλια…
Ο εξωφρενικά ανώριμος 42χρονος Άλαν (Ζακ Γαλιφιανάκης), μετά από ένα τραγικό ατύχημα με μια καμηλοπάρδαλη, το θάνατο του πατέρα του και το παραλήρημά του στην κηδεία, γίνεται φανερό πως είναι για δέσιμο! Έτσι, η οικογένειά του αποφασίζει να τον οδηγήσει σε ένα άσυλο και επιστρατεύεται η παλιοπαρέα (Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντ Χελμς, Τζάστιν Μπάρτα) για να τον συνοδεύσει εκεί με ασφάλεια. Στο δρόμο τους επιτίθεται μια ομάδα κακοποιών και ο αρχηγός τους (Τζον Γκούντμαν) θα κρατήσει όμηρο τον Νταγκ απειλώντας να τον σκοτώσει αν δεν του παραδώσουν τον Τσάου (Κεν Τζεόνγκ) που του έκλεψε τον χρυσό. Ο Τσάου έχει αποδράσει από τις φυλακές της Μπανγκόκ και μόνο ο τρελο-Άλαν μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί του…
Το πρώτο «Hangover» ήταν μια από τις πιό αστείες ταινίες –και από τις πιο απρογραμμάτιστες επιτυχίες- των τελευταίων χρόνων. Και, όπως είναι φυσικό, μετά άρχισε το ξεζούμισμα. Ενώ το πρώτο σίκουελ ήταν μια προφανής, αλλά σχετικά διασκεδαστική, επανάληψη της συνταγής, η φετινή (και υποτίθεται τελευταία) προσθήκη ευτυχώς αποφεύγει το ίδιο σφάλμα, αλλά δυστυχώς συνεχίζει τη μειωμένη ανταπόδοση σε ευρηματικότητα και γέλιο. Αντί για τη σεναριακή φόρμα του ‘τι διάλογο έγινε τη χθεσινή νύχτα’, εδώ η παρέα εμπλέκεται σε μια γραμμικής αφήγησης ιστορία με τονισμένα τα στοιχεία της περιπέτειας –και εξαφανισμένο το στοιχείο της έκπληξης. Η ταινία προσπαθεί να στηριχτεί υπερβολικά στην επανεμφάνιση των γνωστών χαρακτήρων και στην επίκληση των γνωστών γεγονότων αντί να βρει τη δική της οντότητα. Οι δύο σκηνές του Ζακ Γαλιφιανάκη με τη Μελίσα Μακάρθι έχουν μια σπίθα, ενώ ο περισσότερος χρόνος που έχουν τόσο ο Γαλιφιανάκης όσο και ο Κιμ Τζεόνγκ δεν τους ευνοεί καθώς η τρέλα τους είναι πιο αποτελεσματική σε μικρές κωμικές εκρήξεις.
Θοδωρής Τσιάτσικας