MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

(Τ)ζαβαρακατρανέμια…

(Τ)ζαβαρακατρανέμια, ίλεως, ίλεως, / λάμα, λάμα, νάμα, νάμα, νέμια / Αλληλούια, αλληλούια».Όχι, οι στίχοι δεν είναι του Κ. Χ. Μύρη.Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…Γράφει ο Γιώργος Δ.Κ. Σαρηγιάννης

author-image Γιώργος Δ.Κ. Σαρηγιάννης

Να πάτε γρήγορα στο «Αγγέλων Βήμα». Για να δείτε την «Μέλισσα» των Χιντέκι Νόντα και Κόλιν Τίβαν όπως την έχει ανεβάσει, σαν ένα _ συγκλονιστικό _ κόμικ μάνγκα, η Αναστασία Ρεβή. Και για ν’ ανακαλύψετε, πλάι σ’ άλλους ικανούς ηθοποιούς, τον Αλμπέρτο Φάις: αστράφτει! Αξίζει τον κόπο. Προσωπικά ενθουσιάστηκα.

KOINOS LOGOS PHOTOΟι καλοί θίασοι, οι συγκροτημένοι από καλούς έως σπουδαίους ηθοποιούς δε λείπουν. Και θα κυκλοφορήσουν και το καλοκαίρι. Παρατηρώ μάλιστα να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη συσπείρωση δυνάμεων. Αλλά απ’ τους καλοκαιρινούς θιάσους ένας είναι που μου προκαλεί εκ των προτέρων τον ενθουσιασμό: «Θέατρο του Νέου Κόσμου» / «Νέα Σκηνή Τέχνης» που θα δείξει στο Φεστιβάλ Αθηνών _ καταρχάς _ μια παράσταση πάνω στον «Κοινό λόγο» της Έλλης Παπαδημητρίου σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Η παράσταση, βέβαια, είναι δοκιμασμένη _ με διαφορετική διανομή _ απ’ το καλοκαίρι του 1997, όταν ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ξεκινούσε το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» και πρωτοπαρουσίαζε, αν δεν κάνω λάθος, αυτά τα συγκλονιστικά κείμενα – μαρτυρίες δίνοντάς τους μορφή θεατρική. Το αποτέλεσμα δεν το προδικάζω ούτε ξέρω πως θα μου φανεί τώρα. Αλλά να δω μαζί αυτές τις πέντε ηθοποιούς που βαθύτατα τις εκτιμώ όλες _ και τις πέντε _ το περιμένω πώς και πώς: Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Κοκκίδου Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Ουζουνίδου Τάνια Παλαιολόγου.

Δεν μπορώ να σχηματίσω ολοκληρωμένη γνώμη. Για το θέμα που ‘χει ανοίξει ο Δήμος της Αθήνας με τα θέατρα και τους χώρους οι οποίοι στεγάζουν θεατρικές παραστάσεις και τις άδειες λειτουργίας τους. Ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι επικίνδυνοι για τους θεατές τους δε χρειάζεται να μου το πει κανένας δήμαρχος. Το βλέπω και το ‘χω διαπιστώσει και μόνος μου _ και το ‘χω γράψει ουκ ολίγες φορές σε χρόνο ανύποπτο. Το ότι, όμως, η κρίση απ’ τον Δήμο γίνεται βάσει ενός προϊστορικού, απηρχαιωμένου νόμου είναι επίσης γεγονός. Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνει ο Δήμος, η Πολιτεία, όποιος τέλος πάντων θεωρείται αρμόδιος επί του θέματος είναι να ετοιμάσει ένα νόμο σωστό και μετά, βάσει του νόμου αυτού, να κρίνει την καταλληλότητά τους. Το ερώτημα στο οποίο δεν έχω απάντηση είναι μέχρι τότε, μέχρι, δηλαδή, ο νόμος αυτός να γίνει πραγματικότητα _ διότι στην Ελλάδα ζούμε, θα πάρει σίγουρα πάρα πολύ χρόνο, μπορεί και χρόνια _ ΤΙ γίνεται με την ασφάλεια του κοινού; ΑΝ κάτι συμβεί; Και ας μην το βλέπουν τόσο επιπόλαια οι άνθρωποι του θεάτρου. Διότι έως και το εξής διάβασα να ‘χει λεχθεί ως «επιχείρημα» από κάποιον των μικρών χώρων που είναι πια και οι περισσότεροι: «Αν κάτι συμβεί, εμείς, τους είκοσι ανθρώπους που ‘χουμε για κοινό εύκολα μπορούμε να τους βγάλουμε έξω». Έλεος!

tzavaras3Το θεατρικό Μουσείο το ψιλοκλείσατε. Το ΕΚΕΒΙ το καλοκλείνετε. Η σειρά της Ταινιοθήκης τώρα, κ. ΑΥΠΑΙΘΠΑ μου; Αφού «ένας απλός (σ.σ. και ανίδεος περί τα πολιτιστικά) βουλευτής Ηλείας που του ανέθεσαν (σ.σ. εκ παραδρομής;) τον πολιτισμό» δηλώνετε, κ. Τζαβάρα μου, δεν την αφήνετε την Γενική Γραμματεία _ πια… _ Πολιτισμού και να γυρίσετε στην Ηλεία σας;
Κι όλους αυτούς τους παρατρεχάμενους που σας γανώνουν το κεφάλι διότι ξέρουν ότι δεν ξέρετε και ξιπάζεστε πως δήθεν πλέον μάθατε και τους μοιράζετε οφίτσια για να βγάλετε την υποχρέωση μην τους έχετε και πολλή εμπιστοσύνη. Έτσι και γυρίσει ο αέρας προς το βορειοανατολικός, πριν αλέκτορα φωνήσαι…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Το εξαίρετο, καίριο κείμενο που ακολουθεί το υπογράφει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Χατζόπουλος. Το μεταφέρω αυτούσιο απ’ το _ free press _ σοβαρό περιοδικό «Culture Now Mag». Πιστεύω πως όφειλα να το κάνω. Τα λέει όλα κάτω απ’ τον εύγλωττο τίτλο «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις»:
«Στα τριάντα χρόνια που βρίσκομαι σε τούτο το επάγγελμα, πολλά πράγματα έχω δει να αλλάζουν. Έζησα την ακμή των Δημοτικών Θεάτρων στη δεκαετία του ’80, όταν όλοι πιστέψαμε ότι γεννιούνταν πυρήνες δημιουργίας στην περιφέρεια, και την παρακμή τους όταν τα θέατρα αυτά έγιναν εργαλεία μικροπολιτικού οφέλους για τους τοπικούς άρχοντες. Την ολέθρια διάσπαση δυνάμεων της δεκαετίας του ’90, όταν ο κάθε ηθοποιός, ‘για να μην έχει κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του’, άνοιγε το δικό του θέατρο. Την εμφάνιση πληθώρας από αποθήκες, γκαράζ, πατάρια, υπόγεια που τα ονομάσαμε θεατρικούς χώρους των 30, 50 ή 100 θέσεων. Η Αθήνα έγινε η πόλη με τα περισσότερα ‘θέατρα’ στον κόσμο και οι ηθοποιοί ξέχασαν τι σωματικά και φωνητικά εφόδια χρειάζονται για μια κανονική, μεγάλη σκηνή.
Την άνθηση των θεάτρων ρεπερτορίου με τη δημιουργία ενός εύρωστου επιχορηγούμενου θεάτρου και το σημερινό μαρασμό τους με τον εκφυλισμό του συστήματος επιχορηγήσεων. Το άναρχο ξεφύτρωμα λογής – λογής σχολών και εργαστηρίων, όπου ο καθένας άνοιγε το μαγαζάκι του εκμεταλλευόμενος τη λαχτάρα νέων παρασυρμένων από τη λάμψη των προβολέων _ φαινόμενο που το αφήναμε τόσα χρόνια να θεριεύει ανενόχλητο και τώρα το πληρώνουμε με τις στρατιές ανέργων ‘ηθοποιών’. Το απότομο πέρασμα από την εποχή της γεροντοκρατίας _ όπου για να παίξεις έναν σοβαρό ρόλο έπρεπε να έχεις περάσει τα 45 _ στην εποχή της νεολαγνείας _ όπου βρέθηκα ξαφνικά στα 40 μου να παίζω πατεράδες και παππούδες. Μια τέχνη που σ’ όλο τον κόσμο έχει το χάρισμα να συνενώνει όλο το φάσμα των ηλικιών στην Ελλάδα έγινε σχεδόν αποκλειστική υπόθεση των ‘νεανικών ομάδων’. Την ανάδειξη της τηλεόρασης σε βασικό βιοποριστικό μέσο (έως και μέσο πλουτισμού) για πολλούς ηθοποιούς και τον σημερινό καταποντισμό της, που τους αφήνει απλήρωτους και καταχρεωμένους.
Αλλά οι αλλαγές που βλέπω να συντελούνται τα δύο τελευταία χρόνια, μέσα στη γενικότερη οικονομική κρίση, είναι πια ριζικές: Έννοιες όπως ‘συμβόλαιο’, ‘ασφάλιση’, ‘πληρωμένες πρόβες’, ‘μισθός’, έχουν σχεδόν πάψει να υφίστανται. Οι ‘κανονικές’ αίθουσες, με τους θεατρικούς επιχειρηματίες και τις παραστάσεις επί σειρά μηνών, τείνουν να εκλείψουν. Αντ’ αυτού, οι νέοι ηθοποιοί επιδίδονται σ’ έναν θεατρικό ‘κλεφτοπόλεμο’: χτυπούν δύο μέρες την εβδομάδα στο τάδε μπαρ, τρία Δευτερότριτα στο δείνα ίδρυμα, δέκα μέρες στην τάδε αποθήκη, με μηδενικούς προϋπολογισμούς, χωρίς σκηνικά, χωρίς ένσημα, πληρωμένοι με ποσοστά ή με την παράσταση ή και καθόλου.
Όλα αυτά έχουν βέβαια και καλλιτεχνικές επιπτώσεις: οι πρόβες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Τα ‘κανονικά’ θεατρικά κείμενα εκτοπίζονται – πού λεφτά για συγγραφέα ή μεταφραστή, πού χρόνος για μελέτη των ρόλων! Τη θέση τους παίρνουν οι ‘επινοημένες’ παραστάσεις που βολεύουν αφού επιτρέπουν μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας. Τα επί σκηνής πρόσωπα σπάνια πλέον ξεπερνούν τα πέντε ή έξι. Ξεχνάμε τι απαιτήσεις έχουν οι αληθινοί θεατρικοί χώροι – με σκηνή, με θέσεις θεατών, με ανάγκη για υποκριτικό μέγεθος. Ξεχνάμε τι θα πει ‘πηγαίνω προς το έργο ή προς το ρόλο’· αντίθετα, έργα και ρόλους τα φέρνουμε όλα στα δικά μας μέτρα. Υπάρχει πια διάχυτη η εντύπωση ότι όλα γίνονται με μεγάλη ευκολία: εύκολα και γρήγορα ανεβάζουμε ένα έργο, εύκολα ο καθένας σκηνοθετεί, γράφει ή σκηνογραφεί. Υπερβολική αυτοπεποίθηση, υπερβολική επανάπαυση, αρκούμαστε στο ελάχιστο που μπορούμε, στο πιο άκοπο. Και είναι φυσικό, αφού ο κόπος δεν πληρώνεται πια. Αλλά δεν ξεχνάμε μόνο εμείς· ξεχνάει και το κοινό. Ξεχνάει τι σημαίνει ‘συμπεριφέρομαι σαν θεατής, σέβομαι τους καλλιτέχνες αλλά και τους υπόλοιπους θεατές’.
Θα μου πείτε, βέβαια, ότι από όλη αυτή την κινητικότητα και τον πληθωρισμό, κάτι νέο θα γεννηθεί, κάτι θα πάει την τέχνη μας πιο μπροστά, στο σήμερα, στο αύριο. Ναι, το ξέρω, το περιμένω. Και λαχταράω κι εγώ να το δω. Αναρωτιέμαι μόνο: πόσα πράγματα πρέπει να θυσιάσουμε περιμένοντας το καινούργιο; Και το κυριότερο: ποια θεατρική παιδεία καλλιεργούμε στους νέους θεατές, και ποια αγάπη για το θέατρο θα τους εμπνεύσουμε;».

Περισσότερα κείμενα του Γιώργου Δ.Κ. Σαρηγιάννη, στο προσωπικό του blog, “Το Τέταρτο Κουδούνι

Περισσότερα από Editors