Μάνος Χατζιδάκις: Ο συνθέτης των χαμένων μας ονείρων!
Μια από τις εμβληματικές μορφές της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Μια μουσική ιδιοφυΐα, της οποίας το έργο ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, ενώ μίλησε στις ψυχές των ανθρώπων με έναν απαράμιλλο τρόπο.
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη. Παιδί χωρισμένων γονιών, το 1932 μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Αν και ήταν εύπορη η οικογένειά του, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης εργάζεται σε διάφορες δουλειές, όπως φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης, βοηθός νοσοκόμος.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου. Σε αυτούς πρωτοσυστήθηκε ως «ποιητής».
Δεν έλεγε ψέματα. Ήταν και ποιητής. Για όποιον μάλιστα ενδιαφέρεται να γνωρίσει τον ποιητή Χατζιδάκι, έχουν εκδοθεί σε ένα βιβλίο οι ποιητικές του συλλογές: Μυθολογία και Μυθολογία δεύτερη. Σε αυτές βλέπουμε και πιο εξομολογητικές πλευρές του ευαίσθητου δημιουργού, αλλά και στοιχεία της σεξουαλικότητάς του, ενώ αναγνωρίσιμες είναι και κάποιες επιδράσεις από τον Γκάτσο.
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Ο Χατζιδάκις έγραψε μουσική για το θέατρο. Η καριέρα του και η προσωπικότητά του σφραγίσθηκαν από τον Κάρολο Κουν, τον οποίο ο συνθέτης θεωρούσε δάσκαλό του.
Η παρουσία του στο Θέατρο Τέχνης θα κρατήσει 15 ολόκληρα χρόνια. Τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού, για τον οποίο έγραψε την μουσική το 1944, θα ακολουθήσουν ο «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), κ.ά.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Η μουσική του για τους Όρνιθες σε σκηνοθεσία Κουν (1959), στην οποία το έργο του Αριστοφάνη συνδυάστηκε για πρώτη φορά με το λαϊκό στοιχείο, είναι ένας από τους σταθμούς της καριέρας του. Ακολούθησε η επιθεώρηση «Οδός ονείρων» το 1962, η οποία άφησε εποχή.
Ο Χατζιδάκις επηρεάστηκε και στον τρόπο που έπλαθε την μουσική μέσα από την θεατρική του διαδρομή. Έγινε πολύ προσεκτικός στον τρόπο που ερμηνεύονται οι στίχοι στα τραγούδια του. Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης τον έχει αποκαλέσει έναν «σκηνοθέτη των λέξεων και των ήχων», ενώ εντοπίζει μια δραματουργική εξέλιξη στα τραγούδια του Χατζιδάκι.
Το επιβεβαιώνει αυτό ο Μανώλης Μητσιάς με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο τραγούδι «ο Γιάννης ο φονιάς» ο Χατζιδάκις απαίτησε από τον τραγουδιστή να τραγουδήσει χαμηλόφωνα «συνωμοτικά», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, συγκεκριμένα σημεία, επειδή το απαιτούσε το νόημα του στίχου. («Μα για το φονικό δεν κάναμε κουβέντα»). Ξυπνούσε ο σκηνοθέτης μέσα στον συνθέτη.
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ
Ο Χατζιδάκις, όπως και ο Θεοδωράκης, δεν συμπαθούσε το ελαφρολαϊκό. Αντίθετα, ο Μάνος είχε βαθιά αγάπη για το ρεμπέτικο και ιδίως τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Σε μια εποχή που η αστική τάξη το περιφρονούσε, ως μουσική του περιθωρίου και οι Αριστεροί το απέρριπταν ως λούμπεν, ο Χατζιδάκις έκανε αγώνα για να βρει το ρεμπέτικο την θέση που του άξιζε στην ελληνική παράδοση. Το 1949 έδωσε διάλεξη του για το ρεμπέτικο στο θέατρο Τέχνης, που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους συντηρητικούς αστούς της Αθήνας.
Απτόητος ο Χατζιδάκις, το 1950 παρουσίασε στο κοινό μια δισκογραφική του δουλειά, βασισμένη στο ρεμπέτικο, τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Ανάμεσα στα τραγούδια, τα οποία επεξεργάστηκε ο Χατζιδάκις, ήταν και η διάσημη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη. Μάλιστα, άλλαξε τίτλο στο τραγούδι. Την «Φραγκοσυριανή» την έκανε «Επιμονή», αφού, όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, στην φράση «μια φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά» ο Βαμβακάρης χρησιμοποιεί την ίδια νότα σε εννέα συλλαβές.
Ο «ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ» ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Ο Χατζιδάκις για να ζήσει έγραφε τραγούδια για εμπορικές ταινίες της Φίνος Φιλμς, όπως το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, Μανταλένα . Ο ίδιος ο συνθέτης δεν εκτιμούσε τα «εμπορικά» μουσικά του έργα.
Η επιτυχία ήρθε με το «Ποτέ την Κυριακή» (1960), για το οποίο είχε γράψει το soundtrack της ταινίας. Η ταινία του Ζυλ Ντασέν (ο οποίος ήταν υπό διωγμόν από το Hollywood) με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη έκανε αίσθηση στις Κάννες. «Τα παιδιά του Πειραιά» χάρισαν στον Μάνο το Όσκαρ μουσικής. Ένα τραγούδι, το οποίο ο συνθέτης του το θεωρούσε απλοϊκό και δεν το εκτίμησε ποτέ.
Ωστόσο, παραδεχόταν ότι σε αυτό το τραγούδι χρωστά την επιτυχία του. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου Λυμπερόπουλου, πότε μετεβλήθη η οικονομική του κατάσταση, ο Μάνος Χατζιδάκις απαντάει: «Από την ημέρα που προεβλήθη στο φεστιβάλ των Καννών τo Φιλμ του Ντασέν Ποτέ την Κυριακή που άρχισαν να εξαπλούνται σ΄ολόκληρο τον Κόσμο τα «Παιδιά του Πειραιά» ως τώρα έχουν ξεπεράσει τα 19 εκατομμύρια δίσκους.»
Δεν έβγαλε πολλά λεφτά, παρά την τεράστια εμπορική τους επιτυχία, διότι τα ποσοστά του ήταν ελάχιστα. Όμως, όπως παραδέχεται: «Τα «Παιδιά» μέ έλάνσαραν, μου εχάρισαν το Όσκαρ και έγιναν αιτία να προσεχθούν και τα άλλα μου τραγούδια, τα οποία, φυσικά, μου αποδίδουν κέρδη.»
Ο φόβος του Χατζιδάκι ήταν ότι θα ταυτιζόταν με το «ελαφρό» τραγούδι, το οποίο δεν εκτιμούσε, ενώ τους ελαφρολαϊκούς δημιουργούς δεν τους θεωρούσε καν συναδέλφους του. Επίσης, με τα «παιδιά του Πειραιά» ήταν επιφυλακτικός και γιατί φοβόταν ότι αναδείκνυαν στο εξωτερικό μια τουριστική εικόνα για την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε υποτιμητική για την χώρα.
Ο ΕΝΤΕΧΝΟΣ ΜΑΝΟΣ
Αξέχαστη είναι η συνεργασία του Χατζιδάκι με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στην άλλη μεγάλη ταινία της αγαπημένης του Μελίνας Μερκούρη, την «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955) ή η μουσική για τον «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956). Παράλληλα, έγραψε την μουσική για την ταινία «America-America» (1962) του Ελ. Καζάν που τότε μεσουρανούσε. Μάλιστα, ο Καζάν στην βιογραφία του αξιολογεί τον Έλληνα συνθέτη ως «ιδιοφυΐα».
Εκτός από τα σπουδαία soundtrack, η συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο– τον μεγάλο ποιητή και στιχουργό- δημιούργησε αρκετά από τα μεγαλύτερα τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Χατζιδάκις ήθελε να δημιουργεί τραγούδια που συνδύαζαν την βαθιά συγκίνηση με την υψηλή νόηση. Και επίσης τραγούδια που να μας ενώνουν κάτω από έναν κοινό μύθο. Με τις Μυθολογίες (1965)- δίσκο με συνθέσεις δικές του και στίχους του Ν. Γκάτσου– θεώρησε ότι πρώτα φορά άρχισε να το καταφέρνει.
Ακολούθησαν κι άλλοι μεγάλοι δίσκοι, όπως ο Μεγάλος Ερωτικός (1972) την περίοδο της Δικτατορίας, που θεωρείται από πολλούς το μείζον έργο του. «Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι μια σειρά από λαϊκά τραγούδια που γράφτηκαν πρώτ’ απ’ όλα για να επικοινωνήσω με όλα τα ελληνικά πρόσωπα που αγαπώ βαθειά, αυτά που γνώρισα, αυτά που θα γνωρίσω κι αυτά που δε θα μπορέσω ποτέ να γνωρίσω. Και ακόμη, μεσ’ από όλα αυτά να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική και ελληνική» γράφει ο συνθέτης στην εισαγωγή του δίσκου.
Προϊόν της συνεργασίας των δύο μεγάλων μορφών της ελληνικής τέχνης ήταν και ο Κεμάλ, το τραγούδι που πρόσφατα έγινε θέμα από άσχετους που είδαν σε αυτό “ισλαμική προπαγάνδα“!
Παράλληλα, βρισκόταν σε διάλογο με τις επιρροές της Ευρωπαϊκής μουσικής.Ήθελε πολύ να παίζονται στην Ελλάδα έργα του Στραβίνσκι. Χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις». Μάλιστα, το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό!
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 80: ΟΙ ΧΥΔΑΙΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ
Μετά την πτώση της Δικτατορίας γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975), όπου πέτυχε να δημιουργήσει ένα ραδιόφωνο υψηλής ποιότητας.
Την δεκαετία του 80 οι επιθέσεις από την Αυριανή του Κουρή είναι ένα μελανό σημείο για τον ελληνικό Τύπο. Ο Χατζιδάκις έγινε δέκτης ασύλληπτα χυδαίων επιθέσεων από την Αυριανή. Ο συνθέτης ασκούσε κριτική κατά την περίοδο της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ. Σχόλια του για τους εσωτερικούς μετανάστες που πλούτισαν χωρίς να είναι έτοιμοι και για την αριστερή νεολαία, που «βγήκε από το ψυγείο» ενόχλησαν τότε αρκετούς.
Η Αυριανή στοχοποίησε τον μεγάλο συνθέτη με επιθέσεις βαρβαρότητας και ρατσιστικού πουριτανισμού. Απαντώντας στις επιθέσεις ο Χατζιδάκις το 1987 σε μια συναυλία του κατηγόρησε για φασισμό την εφημερίδα του Κουρή, την οποία χαρακτήρισε «βρομοφυλλάδα» και ζήτησε να κλείσει.
Η απάντηση της εφημερίδας είναι όνειδος για την ελληνική δημοσιογραφία: «Χτες εμφανίσθηκε ένας χαμερπής ομοφυλόφιλος, ένας κίναιδος ολκής, να σε αποκαλέσει φίλε αναγνώστη φασίστα! Μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους και με μια εμπάθεια που διακρίνει τους παθητικούς ανώμαλους, δήλωσε ότι η εφημερίδα που διαβάζεις είναι φασιστική και συνεπώς εσύ, ο αναγνώστης, φασίστας (…) Αυτό το σκουληκιασμένο τομάρι αποτελεί στίγμα για την σημερινή ελληνική κοινωνία. Να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από το ηθικό ΑIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου. Αρκετοί νέοι πλήρωσαν ακριβά τη γνωριμία μαζί του…»
Έφτασαν μάλιστα σε σημείο να ζητήσουν από αναγνώστες να αποκαλύψουν- επ’ αμοιβή- τις όποιες εμπειρίες είχαν με τον Μάνο Χατζιδάκι, για μια «έρευνα» που ετοίμαζε η εφημερίδα. Ο απόλυτος κιτρινισμός!
Παρά την πίκρα του για τις βρόμικες αυτές επιθέσεις, ο Χατζιδάκις παρέμεινε δημιουργικός. Το 1989-93 ίδρυσε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από την ζωή στις 15 Ιουνίου του 1994 από oξύ πνευμονικό οίδημα. Άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο, που μίλησε στο συναίσθημα και τον νου. Η μουσική του συνδύαζε την τρυφερότητα με την μελαγχολία, το αίσθημα με την νόηση, το καθημερινό με το υψηλό, την ελληνικότητα με τις διεθνείς τάσεις.
Γιώργος Σμυρνής