Μερσιέ και Καμιέ του Μπέκετ για το Φεστιβάλ Αθηνών- Θεατρικός Μαραθώνιος
Όταν μία παράσταση διαρκεί 24 ώρες, μόνο από την διάρκειά της αλλάζει τα δεδομένα μιας παράστασης, όπως την ξέρουμε και ως θεατρικό πείραμα τραβάει το ενδιαφέρον. Ξεπερνά τα συνήθη χρονικά της όρια κατά πολύ, τις αντοχές των συντελεστών και των θεατών. Επίσης, χρειάζεται έναν πολύ μεγαλύτερο πλούτο ιδεών, για να γεμίσει μιας τέτοιας διάρκειας παράστασης.
Αυτό το άλμα στο 24ωρο επιχείρησε ο θεατρικός μαραθώνιος του Γιάννη Κακλέα με την παράστασή του «Μερσιέ και Καμιέ» για το φεστιβάλ Αθηνών. Το έργο είναι βασισμένο σε μια νουβέλα του Μπέκετ, την πρώτη που έγραψε στην γαλλική γλώσσα ο πρωτοποριακός Ιρλανδός συγγραφέας. Σε αυτό το έργο (το οποίο, αν και πεζογράφημα, σε μέγεθος δεν είναι πολύ μεγαλύτερο από ένα συμβατικό θεατρικό έργο) αναφέρεται σε θέματα, τα οποία θα εξελίξει στην πορεία, ως δημιουργός του θεάτρου του παραλόγου. Επειδή το έργο είναι μικρό σχετικά σε διάρκεια, για να γεμίσει 24 ώρες παράστασης, έχουν μπει εμβόλιμα και άλλα κείμενα, που έχουν εμπλουτίσει το περιεχόμενο της παράστασης.
Στηριγμένος στην δομή του μυθιστορήματος, του χωρισμένου σε κεφάλαια, ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας έστησε μια παράσταση δομημένου αυτοσχεδιασμού, που ξεκινούσε από τις 12 το βράδυ της Παρασκευής και τελείωνε στις 12 το βράδυ το Σάββατο. Φυσικά, αυτή η διάρκεια καθιστά απαγορευτική την παρακολούθηση ολόκληρης της παράστασης. Κάποιοι, πάντως, έχω την αίσθηση , ότι έκατσαν και τις 24 ώρες. Άλλωστε υπήρχαν κουβέρτες και μαξιλάρια για όποιον ήθελε να κοιμηθεί εκεί, ενώ έδιναν φαγητό δωρεάν και υπήρχε και η δυνατότητα να μπαινοβγαίνεις στην παράσταση όσες φορές θέλεις.
Φυσικά, δεν παρακολούθησα και τις 24 ώρες, γιατί το θεωρούσα εκ των προτέρων ανέφικτο. Είδα ένα μόνο μέρος, το οποίο πάντως ήταν αρκετές ώρες (που αναλογούν περίπου σε 3 κανονικές παραστάσεις)- δηλαδή πολύ μεγαλύτερο από αυτό που σχεδίαζα αρχικά να παρακολουθήσω. Και ο λόγος που έκατσα πιο πολλές ώρες, ήταν ότι με τράβηξε η παράσταση. Παραδόξως, για έναν τέτοιο μαραθώνιο, η παράσταση είχε πυκνότητα στον πλούτο ιδεών και εικόνων. Το στήσιμο των σκηνών, η τοποθέτηση των ηθοποιών και των χορευτών στον χώρο, η χρήση της αφήγησης, τα σκηνικά, η ιδιαίτερα ευρηματική σε κάποιες σκηνές χρήση των φώτων, με απορροφούσαν.
Πρόκειται ένα θέατρο εικόνων με κινηματογραφικές αναφορές (και το Κουρδιστό Πορτοκάλι μέσα σε αυτές). Θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να έχει την ίδια ποιότητα και ένταση και τις 24 ώρες, αλλά δεδομένης της έκτασης του εγχειρήματος οι άνθρωποι της παράστασης τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα και με πολύ μεγαλύτερες αντοχές από όσο θα περίμενες. Επίσης, δεν υπάρχουν επαναλήψεις (εκτός από τα διαλείμματα, που αν και επαναλαμβανόμενα, είναι παράσταση με ερμηνευτές και όχι κάποιο βίντεο). Κάθε σκηνή του έργου είναι μια νέα σκηνή.
Κάθε σκηνή (από ένα κεφάλαιο του βιβλίου+ διάφορες προσμίξεις από άλλα κείμενα και αυτοσχεδιασμούς) είχε ολοκληρωμένη μορφή, ώστε να είναι από μόνη της μία παράσταση. Ακόμα και τα διαλείμματα ήταν έτσι φτιαγμένα, ώστε να δένουν με την συνολική σύλληψη της σκηνοθεσίας πάνω στον Μπέκετ. Και τα στοιχεία, τα οποία υπογραμμίζονται στην παράσταση είναι ο λόγος για το κενό, η εξάντληση, η γέννηση και ο θάνατος, το παράλογο της ζωής, η απουσία κανόνων και ορίων, η περιορισμένη λειτουργία της μνήμης, το νωχελικό και δυσνόητο ταξίδι στην ζωή.
Το μεγάλο βάρος της παράστασης σήκωσαν οι δύο πρωταγωνιστές, ο Κώστας Φιλίππογλου και ο Άρης Σερβετάλης. Και μόνο το γεγονός ότι έδειξαν τις πνευματικές και σωματικές αντοχές να ερμηνεύουν επί 24 ώρες σε μια παράσταση, όντας το πρωταγωνιστικό δίδυμο, είναι αξιοθαύμαστο. Οι ερμηνείες τους ήταν πολύ καλές. Με έντονη χρήση του αυτοσχεδιασμού και του σωματικού θεάτρου (έναν τομέα στον οποίο και οι δύο είναι πολύ δυνατοί) κατάφεραν να φωτίσουν στοιχεία και ατμόσφαιρες από το σύμπαν του Μπέκετ, αλλά και να βγάζουν εντάσεις αξιοπρόσεκτες, όταν σκέφτεσαι ότι αυτός που τις βγάζει παίζει ήδη 18 ώρες επί σκηνής. Και είχαν και τις υποδείξεις της σκηνοθεσίας παράλληλα, καθώς εφαρμόστηκε ένα ιδιαίτερο σκηνοθετικό πείραμα, με τον Γιάννη Κακλέα – ο οποίος ήταν παρών όλο το 24ωρο- να τους συντονίζει από μακριά μέσα από ακουστικό (όπως γίνεται δηλαδή με τους τηλεπαρουσιαστές και τους σκηνοθέτες ζωντανών εκπομπών στην τηλεόραση).
Ένα στοιχείο που βοήθησε να τα βγάλουν πέρα είναι ότι η φυσική τους εξάντληση (που προέρχεται από την 24ωρη ερμηνεία τους) είναι ένα κεντρικό θέμα της παράστασης. Σε μια παράσταση που μιλάει για την εξάντληση, την φθορά, την καταστροφή, το να βλέπεις τους ηθοποιούς εξαντλημένους, είτε το υποκρίνονται, είτε πραγματικά από κάποιο σημείο και μετά, το νιώθουν, δίνει πειστικότητα. Μεγάλο ενδιαφέρον είχε και η απαγγελία της Μένης Κωνσταντινίδου από το βάθος, που έδωσε έναν ακόμα πιο μυστηριώδη (με κωμικές νότες) τόνο στο όλο project.
Γενικά, η παράσταση “Μερσιέ και Καμιέ” με την διάρκειά της ξεπερνάει τα συνήθη όρια του θεάτρου, αποδεικνύοντας ίσως ότι τα όρια υπάρχουν για να τα ξεπερνάμε. Tο συνολικό αποτέλεσμα είναι μια παράσταση που κινείται αισθητικά σε υψηλό επίπεδο, με δεινότητα ως προς την σύνθεση εικόνων, κειμένων και ιδεών, πολύ καλές ερμηνείες και μια ιδιαίτερη ματιά πάνω στον Μπέκετ.
Γιώργος Σμυρνής