Η ταινία καταγράφει τις τελευταίες μέρες μιας στρατιωτικής μονάδας του ιαπωνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα σύνορα Βιρμανίας και Ταϊλάνδης. Αυτή η μονάδα διαφέρει από τις άλλες στο ότι τραγουδάει συνέχεια για να διατηρεί το ηθικό ψηλά και έχει ένα στρατιώτη τον ταλαντούχο Μιζουσίμα, που παίζει άρπα που την χρησιμοποιεί άρπα αντί σινιάλου. Όταν φτάνουν σε ένα χωριό, αντιλαμβάνονται ότι τους παρακολουθούν οι Εγγλέζοι.
Οι Ιάπωνες θα χρησιμοποιήσουν το τραγούδι και τον χορό για να παραπλανήσουν τους αντιπάλους. Όμως οι Ινδοί του βρετανικού στρατού θα ανταποκριθούν με το ίδιο τραγούδι. Τότε θα μάθουν ότι η Ιαπωνία συνθηκολόγησε τρεις μέρες νωρίτερα. Ο ταγματάρχης θα βγάλει ένα λόγο που αντιπροσωπεύει τον πόλεμο από την πλευρά των ηττημένων. «Έχουμε παραδοθεί. Όχι μόνο εμείς, αλλά και η πατρίδα μας. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτό. Δεν ξέρουμε που θα μας πάνε, τι θα μας βάλουνε να κάνουμε ή αν θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε. Όλη η Ιαπωνία έχει βομβαρδιστεί. Πολλοί είναι νεκροί. Πολλοί είναι άστεγοι και πεινάνε. Η χώρα μας βρίσκεται σε ερείπια, ενώ εμείς είμαστε φυλακισμένοι χιλιάδες μίλια μακριά. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε και να περιμένουμε. Προτιμότερο να περιμένουμε αν άνδρες και να περιμένουμε για την στιγμή που θα αναγερθούμε σαν έθνος». Για να συνεχίσει με ένα ύμνο στην στρατιωτική συντροφικότητα.
Όμως μία ομάδα Ιαπώνων δεν έχει μάθει για την παράδοση και συνεχίζει τον πόλεμο. Πριν ισοπεδωθεί από την συντριπτική δύναμη των Εγγλέζων, ο ταγματάρχης ζητά από τον Βρετανό διοικητή να προσπαθήσει να μεταπείσει τους στρατιώτες γιατί δεν θέλει να χαθεί κανείς χωρίς λόγο. Στέλνει τον Μιζουσίμα, σε αποστολή όμως οι στρατιώτες αρνιούνται να υποταχθούν. Μετά την αποτυχία του και το μακελειό που ακολουθεί, ο Μιζουσίμα μεταμφιέζεται αρχικά σε βουδιστή μοναχό για να θάψει τους νεκρούς και στη συνέχεια αποφασίζει να ζήσει μία ζωή προσευχής. Οι συναγωνιστές θα τον ανακαλύψουν και θα προσπαθήσουν μάταια να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους στην Ιαπωνία…