MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
24
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ο Γιώργος Κιμούλης μηνύει τη δημοσιογράφο Βένα Γεωργακοπούλου της Εφημερίδας των Συντακτών

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών, ο ηθοποιός ένιωσε θιγμένος από το άρθρο της αρχισυντάκτριας Βένας Γεωργακοπούλου η οποία σχολίασε καυστικά την άρνησή του να φωτογραφηθεί με τον υπουργό Πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο, όταν πήγε να τον συγχαρεί μετά την παράσταση της Μήδειας στην Επίδαυρο ενώ φωτογραφήθηκε με τον Αλέξη Τσίπρα.

author-image Μάρη Τιγκαράκη

Η επιστολή που έστειλε ο Γιώργος Κιμούλης στην εφημερίδα είναι η εξής:

Κύριε διευθυντά,
Δυστυχώς, το υβριστικό σχόλιο της αρχισυντάκτριάς σας κυρίας Βένας Γεωργακοπούλου, το οποίο ευθέως με συκοφαντεί ως διαπλεκόμενο και αριβίστα, δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο διά της δικαιοσύνης.

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να μην την ευχαριστήσω δημοσίως, που διέκρινε τη δυνατότητά μου να συμβολίζω τις θέσεις μου, χωρίς να αφίσταμαι της ευγενείας. Βεβαίως, φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί ότι η αξιακή συγκρότηση ενός ανθρώπου δεν επιτρέπει την ταύτιση της πολιτικής καταγγελίας με την προσωπική απαξίωση.

Καταλαβαίνω πως της είναι ξένη η «αυθάδειά» μου. Πολύ φοβάμαι πως ανήκει, μάλλον, στη λαμπρή εκείνη κατηγορία συμπολιτών μας, που νιώθει την ανάγκη να καννιβαλίσει το ανοίκειο, να το βρωμίσει και να το κόψει στα μέτρα της -ή μήπως δεν είναι μόνο ψυχολογικού ενδιαφέροντος αυτή η διαδικασία της;- και αυτό δεν είναι ανεκτό. Δεν ξέρω. Εκείνη, οι κανόνες της και οι υποχρεώσεις της το γνωρίζουν καλύτερα. Ο καθείς λοιπόν εφ” ω ετάχθη. Ο καθείς και οι κανόνες του. Και σε ό,τι με αφορά, είμαι από τους λίγους που δεν μπόρεσαν ποτέ να αναπνεύσουν με κλειστές πόρτες και από τους ελάχιστους που αποφεύγουν τα τεκμήρια. Δεν φοβάμαι τους θιασώτες του σύγχρονου «αυριανισμού».

Την ευχαριστώ, λοιπόν, για άλλη μία φορά που με επανέφερε στην πραγματικότητα. Προς στιγμήν, η θερμή υποδοχή της Μήδειας παραλίγο να με ξεγελάσει, ως ξαφνικά να ζω σε μία άλλη χώρα. Με είχε εντυπωσιάσει, είναι αλήθεια, η σιωπή της. Πίστευα, πως η διατυπωμένη, δεκάδες φορές στην προηγούμενη εφημερίδα που εργαζόταν, εχθρότητά της προς το πρόσωπό μου θα σταματούσε απλώς στον αποκλεισμό μου από την εφημερίδα σας, στην οποία είναι υπεύθυνη του καλλιτεχνικού τμήματος. Αποκλεισμό τον οποίο δεν ξέρω αν γνωρίζετε.

Το άγχος της όμως να υπερασπίσει κάποια «κρατικά δείπνα», η αγωνία της να «χαϊδέψει» για άλλη μία φορά τον διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ, και να ηρεμήσει «την καρδιά του», ώστε να μπορεί να συνομιλεί και να συντρώγει με υπουργούς, όπως η ίδια σημειώνει κλείνοντας το άρθρο της, αλλά και ο θυμός της ίσως από το άρθρο της κυρίας Μαρίνου, στο φύλλο της Δευτέρας 8 Ιουλίου, την ανάγκασαν να με εγκαλέσει για παραβίαση των «κανόνων της διαπλοκής». Κανόνες όμως τους οποίους εγώ δεν γνωρίζω, γιατί ποτέ δεν είχα σχέση με διαπλοκές, ενώ εκείνη, απ’ ό,τι φαίνεται στο άρθρο της, μάλλον γνωρίζει πολύ καλά. Εύχομαι μόνο θεωρητικά.

Επεκύρωσε, με λίγα λόγια, τη σύνολη δημόσια στάση μου και επανέφερε αυτούσια την πάγια αντίθεσή μου στο «παιχνίδι», όπως το αντιλαμβάνεται αυτή και η παρέα της.

Προς αποφυγήν παρεξήγησης, δεν υπαινίσσομαι κάποια οικονομική δοσοληψία. Δεν θα κατηγορούσα ποτέ κάποιον χωρίς αποδείξεις. Χρόνια τώρα επιλέγω να προσλαμβάνω τη συστηματική αντιπαλότητα της αρχισυντάκτριάς σας προς το πρόσωπό μου και τη σχεδόν υστερική υπερασπιστική γραφή των άρθρων που υπογράφει, όταν αυτά αναφέρονται στο πρόσωπο του κ. Λούκου, ως ανάγκη ένταξή της σε μία ισχυρή παρέα. Τρυφερή η ανάγκη αυτή και κατανοητή η μοναξιά. Ομως σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να θολώνει το καθαρό βλέμμα στην αλήθεια των πραγμάτων, βασικό συστατικό της δημοσιογραφικής λειτουργίας, ούτε όμως και να ξεχνά πως η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι τίμια, αλλά πρέπει και να φαίνεται. Στους πονηρούς καιρούς που ζούμε κανείς δεν μπορεί ν’ απαγορεύσει σε κάποιον να σκέφτεται καχύποπτα. Εγώ πάντως δεν ανήκω σ’ αυτούς. Ο καθένας όμως έχει τη γνώμη του και ελεύθερα τη διατυπώνει. Πολύ δε περισσότερο, όσοι ανήκουν στο χώρο της δημοσιογραφίας. Βέβαια, δεν μπορώ να κρύψω την ανησυχία μου για τη φωτογραφία που επέλεξε να στολίσει το άρθρο της. Φωτογραφία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, ως εύρημα μάλλον κάποιου «γραφείου αλήθειας». Αν δεν ανησυχείτε εσείς κι εκείνη, θα μου πείτε, γιατί ν” ανησυχώ εγώ;

Η προσφυγή μου λοιπόν στη δικαιοσύνη, δεν γίνεται για να φιμώσω την «έκφραση γνώμης», όπως κάποιοι θα σπεύσουν να προοικονομήσουν -άλλωστε είναι γνωστό ότι διατυπώνω, αρκετές φορές σε βάρος των στενών μου συμφερόντων, τις απόψεις μου με σαφή αυστηρότητα και συχνά με οξεία καυστικότητα. Αναγνωρίζω τα αντίστοιχα δικαιώματα στους «συνομιλητές» μου, ο έντονος διάλογος ποτέ δεν μου ήταν απωθητικός.

Πρέπει, όμως, να συμβάλλω, με κάθε τρόπο, στην προσπάθεια πραγματικής απελευθέρωσης της δημοσιογραφικής διαμεσολάβησης από κοινωνικές, προσωπικές και, ενδεχομένως, άλλες ομηρίες, όπως και να βοηθήσω με κάθε τρόπο να πέσει το οποιοδήποτε σκοτεινό πέπλο καχυποψίας.

Φαντάζομαι ότι η διάθεση του επιδικασθέντος ποσού σε κάποιο ταμείο αλληλεγγύης δημοσιογράφων θα είναι μια έμπρακτη απόδειξη αλληλεγγύης της κας Βένας Γεωργακοπούλου στους απολυμένους συναδέλφους της.

Τέλος, δεν κρύβω τη χαρά μου για το δημοσκοπικό αποτέλεσμα που φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ ως την επόμενη κυβέρνηση. Οταν αυτό γράφεται από ιδεολογικοπολιτικούς αντιπάλους, μόνο χαρά δημιουργεί.

Με εκτίμηση
Γιώργος Κιμούλης

bena georgakopoulouΗ απάντηση της Βένας Γεωργακοπούλου

Μόνο σε ένα από όλα τα παραπάνω θα αναφερθώ. Για ευνόητους λόγους -βαριέμαι. Αλλά ο δήθεν «αποκλεισμός» του κ. Κιμούλη από την εφημερίδα μας είναι μια πολύ ωραία ιστορία.

Οταν έμαθα την επιθυμία του να μας δώσει συνέντευξη για τη «Μήδεια», ειλικρινά τα “χασα. Στο παρελθόν είχε επανειλημμένα υπαινιχθεί ότι χρηματίζομαι. Θα ξέπεφτε τόσο πολύ, θα απαρνιόταν την περίφημη και σπάνια αξιακή συγκρότησή του, μόνο και μόνο για να προβάλει την παράστασή του μέσω μιας εφημερίδας, η οποία εκτός από ύποπτη αρχισυντάκτρια έχει κι άλλα κουσούρια; Εννοώ τον κριτικό θεάτρου Γρηγόρη Ιωαννίδη, του οποίου τις «κοινοτοπίες» και «αοριστολογίες», αλλά και τα «παιδαριώδη θεωρητικά λάθη» είχε ξεσκεπάσει ο διανοούμενος κ. Κιμούλης, την εποχή που δημοσίευε στο media soup τις γνωστές σεντονιάδες του με τίτλο «Η κριτική της κριτικής».

Ο διευθυντής της «Εφημερίδας των Συντακτών» αποφάσισε, λοιπόν, να απαλλάξει τον κ. Κιμούλη από τέτοιο εξευτελισμό. Να μην τον αφήσει να έρθει σε συναλλαγή με μια διαπλεκόμενη και καννίβαλο αρχισυντάκτρια, αλλά κι έναν τυχάρπαστο που γράφει κριτική, η οποία είναι «εκτυφλωτικά και εκκωφαντικά θεατρικά αγράμματη και μεροληπτική». Συνέντευξη δεν του πήραμε, αλλά με ευχαρίστηση δημοσιεύσαμε δισέλιδη συνομιλία του σκηνοθέτη τής «Μήδειας» Σπύρου Ευαγγελάτου με την Εφη Μαρίνου, με «χτύπημα» στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, συνοδευόμενο μάλιστα από φωτογραφία του κ. Κιμούλη. Διότι έπρεπε να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας για μια όντως ερεθιστική παράσταση. Στη συνέχεια η Εφη Μαρίνου έγραψε ολοσέλιδη, θετική ανταπόκριση από την πρεμιέρα της Επιδαύρου. Δυστυχώς, το «θεωρητικό μειράκιον» που παριστάνει τον κριτικό μας, αρνήθηκε να γράψει για τη «Μήδεια». Δεν προλάβαινε, άλλωστε, να μάθει κι άλλα γράμματα για να ανταποκριθεί στο ιερό τέρας που θα έπαιζε στην ορχήστρα της.


Και το επίμαχο δημοσίευμα

Πλάκα τα γαλόνια
Λέω ‘γώ τώρα. Δέχεσαι να συμμετάσχεις σε κρατικό φεστιβάλ. Της Επιδαύρου. Ας είσαι αντισυστημικός. Και όχι απλώς δέχεσαι, αλλά το επιδιώκεις. Το ζητάς. Κάνεις αίτηση. Καταφέρνεις, μάλιστα, να πάρεις και την καλύτερη μέρα, την πρεμιέρα. Κερδίζεις, έτσι, τεράστια διαφήμιση για την παράστασή σου, που στη συνέχεια ο ιδιώτης παραγωγός σου θα τη γυρίσει -και θα θησαυρίσει- σε δεκάδες πιάτσες ανά τη χώρα. Οχι σαν κάτι άλλα καλοκαίρια, που ανέβαζες παραστάσεις αστείες, σχεδόν ερασιτεχνικές, χωρίς ούτε ένα δελτίο Τύπου για ενημέρωση…

Μεγαλεία, λοιπόν, φέτος ο Γιώργος Κιμούλης. Μέσα στη χαρά του, όμως, δεν υπολόγισε ότι το παιχνίδι στο οποίο πήρε μέρος έχει και κανόνες. Στα εγκαίνια των Επιδαυρίων είθισται να παρευρίσκεται και ο υπουργός Πολιτισμού αυτής της χώρας. Και όταν ο Πάνος Παναγιωτόπουλος πήγε στα καμαρίνια να τον συγχαρεί, έτσι θέλει το τελετουργικό, ξύπνησε ξαφνικά μέσα του ο επαναστάτης. Εβγαλε έξω τις κάμερες και τους φωτογράφους για να μην υπάρξει έστω και μια φωτογραφία μαζί του, που θα μουντζούρωνε τα ανυπότακτα γαλόνια του.

Τον ίδιο, όμως, τον υπουργό τον καλοδέχτηκε. Δεν του άστραψε κάνα χαστούκι για τους μισθούς και τις συντάξεις. Δεν του γύρισε την πλάτη, δεν του ‘πε «Φύγε, Πάνο, κρατάω μαχαίρι». Τον φίλησε. Θα ‘παν και καμιά κουβεντούλα, στον ενικό βεβαίως. Ολα τα έκανε ο Κιμούλης. Αλλά πίσω από κλειστές πόρτες. Χωρίς τεκμήρια. Αυτά δεν ήθελε να αφήσει πίσω του. Για να μπορεί την άλλη μέρα να φωτογραφηθεί άσπιλος και αμόλυντος με τον επόμενο πρωθυπουργό. Τον πρωθυπουργό της ψυχής του.

Μετά το μέγα Κιμούλειον μάθημα ανεξαρτησίας, με τι καρδιά ο Γιώργος Λούκος θα συνομιλεί και θα συντρώγει με υπουργούς; Αλλά αυτός, θα μου πείτε, το έργο και την προσφορά του δεν έχει ανάγκη να τα υπογραμμίζει με υποκριτικά πυροτεχνήματα.

Περισσότερα από Ιστορίες