Είδαμε το «Σύσσημον» στην Επίδαυρο – Παραδοσιακή ψυχανάλυση
Μία παράσταση που φιλοδοξεί να περάσει την μοντέρνα ποίηση στο θέατρο δια της οδού της λαϊκής παράδοσης- και ιδιαίτερα στο επιβλητικό θέατρο της Επιδαύρου- ήταν το «Σύσσημον» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα. Το εγχείρημα ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο.
Το «Σύσσημον» είναι ένα ποιητικό έργο Νίκου Παναγιωτόπουλου, με αναφορές πάνω στην γλώσσα, την ύπαρξη, το υποσυνείδητο και την φροϋδική ψυχανάλυση. Η παράσταση του Σίμου Κακάλα προσπάθησε να το ενσωματώσει με την ελληνική παράδοση σε όλο της το βάθος- από το αρχαίο δράμα, στο δημοτικό τραγούδι, στις παγανιστικές και λαϊκές παραδόσεις που έχουν ενσωματωθεί στην χριστιανική κληρονομιά.
Στο «Σύσσημον» ξεκινάει με μια ωραία εισαγωγή με παραδοσιακή μουσική, την οποία παίζουν οι μουσικοί της παράστασης έξω από τον χώρο του θεάτρου. Οι ηθοποιοί σέρνουν τον χορό και μαζί με κομμάτια του σκηνικού ξεκινούν για το θέατρο της Επιδαύρου. Ο κόσμος τους ακολουθεί, μπαίνει στις θέσεις του και κάποια στιγμή η παράσταση ξεκινάει.
Η αλήθεια είναι πως η εισαγωγή δημιούργησε πολύ θετικές προσδοκίες, ενώ και η όλη σκηνική παρουσία των ηθοποιών, το στήσιμο του πράγματος, οι μάσκες σου προκαλούσαν την αίσθηση ότι μπορεί να δεις κάτι ενδιαφέρον. Με το που ξεκίνησε όμως η απαγγελία κάθε θετική προσδοκία κατέρρευσε. Το κείμενο ήταν φανερό ότι δεν είχε γραφτεί για το θέατρο. Ήταν πολύ λόγιο, πολύ αφαιρετικό, που σκεπτόμενο και ελάχιστα αφηγηματικό. Επίσης, όλο το στήσιμο της παράστασης, με αυτήν την προσπάθεια να δώσει μια λαϊκή παράδοση μέσα στην διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού, έμοιαζε να κινείται μόνη της, σε παράλληλη διαδρομή με το κείμενο και να μην τέμνεται, παρά σε ελάχιστα σημεία με αυτό.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σταδιακά ο δυσνόητος λόγος του κειμένου κούραζε, ενώ οι θεατρικές εικόνες από την παράσταση έμοιαζαν όλο και πιο ξεκομμένες από αυτό που άκουγες. Η αναφορά στον Οιδίποδα υποθέτω ότι ήθελε να συνδέσει το φροϋδικό οιδιπόδειο (γίνονται στο έργο του Παναγιωτόπουλου σαφείς αναφορές στον Φρόυντ και την ψυχανάλυση) με την τραγωδία του Σοφοκλή. Αν αυτό ήταν το σκεπτικό, νομίζω ότι ήταν λίγο απλοϊκό. Επίσης, υπήρχε απόσπασμα από τις Βάκχες του Ευριπίδη, ίσως για να τονισθεί η διονυσιακή ρίζα του αρχαίου θεάτρου (όχι όμως καλά παιγμένο).
Εντελώς άκυρη μου φάνηκε η προσπάθεια να γίνει αφήγηση ενός λαϊκού παραμυθιού, που ούτε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλοκή είχε, ούτε αυτός που το αφηγήθηκε το έκανε να ακούγεται ενδιαφέρον, ούτε η εμβόλιμη παρουσία του μέσα στην παράσταση ήταν επιτυχής.
Το έργο είχε και μεγάλη διάρκεια και εμφάνισε και σκηνοθετικές αδυναμίες, που νομίζω ότι προέκυψαν από το ανέφικτο του εγχειρήματος.
Οι ηθοποιοί προσπάθησαν αρκετά μέσα στις περίεργες μάσκες, τον αγώνα για απαγγελία, τις χορευτικές απαιτήσεις του έργου. Μάλιστα, σε ένα σημείο μια ηθοποιός έπεσε κάτω με τέτοια πειστικότητα, που νόμιζα ότι λιποθύμησε. Αλλά ήταν μέσα στο πνεύμα του έργου, για να δείξει μάλλον μια γυναίκα που νιώθει να κεραυνοβολείται κατά την διάρκεια ενός θρησκευτικού δρωμένου. Η Έλενα Μαυρίδου εντυπωσίασε με την κίνησή της, ενώ ήταν καλή και στην απαγγελία, έναν τομέα, στον οποίο άλλοι ηθοποιοί δεν διέπρεψαν.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια παρέπεμπαν στην λαϊκή παράδοση, που κουβαλάει υποτίθεται μέσα της όλη την αρχαία και θρησκευτική παράδοση της Ελλάδας. Και μέσα από εκεί εντοπίζεται (επίσης υποτίθεται) η μήτρα του θεάτρου και όλων των τεχνών. Μαξιμαλιστικές φιλοδοξίες με μινιμαλιστική υλοποίηση- κάτι που αποτελεί εκ των πραγμάτων αντίφαση.
Σε γενικές γραμμές, η παράσταση «Σύσσημον» επιχείρησε να ενώσει πράγματα που δύσκολα συνταιριάζουν και κάποια από τα οποία δεν κάνουν για το θέατρο. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα κουραστικό έργο. Κάποιοι μπορεί να θεώρησαν ότι είναι καλό επειδή τους υπερβαίνει, αλλά εγώ νομίζω ότι το ίδιο το έργο δεν μπόρεσε να υπερβεί τους υψηλούς (έως ανέφικτους) στόχους που είχε θέσει.
Γιώργος Σμυρνής