Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε η… disco
H Xάρη Ποντίδα καταγράφει τις σκέψεις της μετά τη συναυλία του Νίκου Ξυδάκη στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής (14/9/2013).
Η αλήθεια είναι ότι όταν άκουσα ότι ο Ξυδάκης κάνει «Εκδίκηση της Γυφτιάς» με νέα προσέγγιση και νέες φωνές, δαγκώθηκα– με την καλή έννοια, το ξεκαθαρίζω. Λέω μέσα μου. Αυτός ο δίσκος είναι Παπαζογλου, (όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό). Γιατί μπορεί ο Ξυδάκης να ήταν ο συνθέτης, αλλά όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια, δεν εντάχθηκε ποτέ στην «κουλτούρα» που δημιούργησαν η «Εδίκηση» και τα «Δήθεν» (ο επόμενος δίσκος που έκαναν μαζί), και μάλιστα το πάλεψε συνειδητά να διαχωρίσει τη θέση του από κείνο το «κλίμα» της ευφορίας και του χορού και να φτιάξει το δικό του προσωπικό στίγμα.
‘Ολη η δεκαετία του ’80 και του ’90 έφυγαν με τσιφτετέλια και Παπάζογλου στον Λυκαβηττό, όλοι μάθαμε να τσακίζουμε λίγο μέση, όμως ο Ξυδάκης εκεί, ακλόνητος, εντελώς έξω από το τρεντ, να πασχίζει με «ωραίες κοιμωμένες», κάστρα και δράκοντες κι αργότερα με Σαπφώ, Βιζυηνό κλπ, όλα με την υπαινικτική – και πραγματικά μοναδική – γλώσσα ενός συνθέτη/ ποιητή.
Το περίεργο όμως είναι το εξής. Στα μάτια μας, το τσιφτετέλι του Παπάζογλου κι όλος εκείνος ο προφανής ναρκισσισμός του που διαχεόταν σαν ηλεκτρικό ρεύμα στον Λυκαβηττό (ναι όλοι οι περφόρμερ είναι νάρκισσοι αλλιώς δεν…) δεν έρχονταν σε αντίφαση με τον απόμακρο, σχεδόν «μυστικό» Ξυδάκη. Αντίθετα, ακριβώς αυτή ήταν και η γοητεία του.
Ο ίδιος όμως πρέπει να τον είχε τον διχασμό του επί πολλά χρόνια. Σα να κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και να έλεγε μα «τι δουλειά είχα εγώ μ αυτούς; Kάντε μου την χάρη, ξεχάστετο». Και όντως τα κατάφερε και τον ξεχάσαμε. Η Εκδίκηση έμεινε σύσσωμη στο “γόη” Νίκο και όλο το πάρτι πάνω του. Οπότε φτάνουμε και πάλι εδώ που αρχίσαμε: Σεπτέμβρης και «Εκδίκηση της Γυφτιάς» μέσα στην Αθήνα απόντος Παπάζογλου και με έναν Ξυδάκη που δεν τόχει το “σωματικό” (χορευτικό είναι too much, δεν το τολμώ) γίνεται;
Γίνεται. Γιατί η παράσταση που είδαμε τις προάλλες, ουδεμία σχέση είχε με το κλίμα της «Γυφτιάς». Ούτε ήταν μέσα στις προθέσεις του οικοδεσπότη κάτι τέτοιο. Κι αν μας έδωσε (στο δεύτερο μέρος) το πράσινο φως, να κουνήσουμε το κορμάκι μας, το έκανε με ένα τέτοιο τρόπο, που μάλλον προς το SIX DOGS πήγε το μυαλό μας (παρά σε κόκκινες μπαντάνες και Λυκαβηττούς).
«Γυφτιά» (κι όχι μόνο) από τα νεαρώτερα μέλη της παρέας, τους Pop Eye, σε μια διονυσιακή ντίσκο/ποπ εκδοχή, για να ανάψει λίγο το μαξιλάρι μας πάνω στο γρασίδι, να ανέβει το θερμόμετρο, να θυμηθούμε κάτι από καλοκαιρινό συναυλιακό πάρτι.
Εκείνοι χόρευαν ντίσκο εμείς τσιφτετελο/ντίσκο. ‘Εχει κανείς αντίρρηση (αν το τελικό αποτέλεσμα καταφέρει να ακουμπήσει τις χορδές μας); Ό,τι είπαν μας έπεισε, μας διασκέδασε, ίσως γιατί και τα αυτάκια μας έχουν συνηθίσει πλέον αυτές τις ανατροπές και τις περιμένουν. Πολύ καλός και ο Γιώργης Χριστοδούλου, -ειδικά στο «φίλε αδελφή ψυχή»- αλλά μάλλον ατυχής η επιλογή του μαέστρου και πιανίστα της παράστασης, Δημήτρη Μπουζάνη στο ανατριχιαστικής ομορφιάς (με τον Παπάζογλου) «Στη ρωγμή του Χρόνου» που –ναι θα το πώ – μας εκνεύρισε.
Γενικά η συναυλία ήταν Ξυδάκης παλιός και νεώτερος, ιδωμένος μέσα από μια πιο «τζάζ/έθνικ» ματιά στο πρώτο μέρος και πιο ποπ στο δεύτερο. Η συμφιλίωση του χθες με το σήμερα, πάνω σε μια νοητή γραμμή όπου όλα τα γλύκανε και τα λύανε ο χρόνος κι όπου τα πιο εξωστρεφή λαικά κομμάτια ανατέθηκαν στα χέρια νέων δημιουργών (και ο Ηλίας Βαμβακούσης μέσα σ αυτούς) που ουδόλως φάνηκαν να κόπτονται για τις διαχωριστικές γραμμές που αγάπησε η γενιά της μεταπολίτευσης.
Μικρή αντίρρηση για την εξαιρετική λυράρισα και έμπειρη τραγουδίστρια Γεωργία Νταγάκη πάνω στην οποία στηρίχθηκε το πρώτο μέρος της συναυλίας : Η θεατρικότητα της , ο λυγμός στη φωνή της , πληθώρισαν πολλές φορές το συναίσθημα , αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα αυτό το πολύ λεπτό άρωμα παραμυθιού που αναδύει ο κόσμος του. Αλλά έτσι είναι ο Ξυδάκης τελικά. Δύσκολος. Στην κόψη του ξυραφιού. Καλύτερα να τον αναποδογυρίσεις εντελώς (και να τον κάνεις ποπ) παρά να προσπαθήσεις να τον ερμηνεύσεις, «επιβάλλοντας» συναισθήματα.
Όπως και να το δούμε όμως, ήταν μια βραδιά που κατάφερε να μας γεμίσει μουσική κι ένα ωραίο, γαλήνιο συναίσθημα, η γνωστή Ξυδακική γραφή που δεν παλιώνει, δεν μιμείται, δεν «φωνάζει», απλά εισχωρεί και λύνει τους κόμπους της μέρας. Σίγουρα όχι το γλέντι της Εκδίκησης της Γυφτιάς, αλλά γιατί να μιλάμε για Eκδίκηση, μέρες που είναι;