Επτά υποψήφιοι συμμετέχουν σε μια τελική αναμέτρηση για διορισμό σε μεγάλη εταιρία. Μπαίνουν στην αίθουσα εξετάσεων και κάθονται σε ατομικά τραπέζια. Κάθε τραπέζι έχει επάνω μια κόλλα χαρτί με τη λέξη «υποψήφιος» και έναν αριθμό από το 1 έως το 7. Μπαίνει ένας επόπτης με τον φύλακα Ασφαλείας. Τους εξηγεί ότι έχουν 80΄ για να απαντήσουν στη μοναδική μια ερώτηση που τους έχει τεθεί. Τρείς κανόνες υπάρχουν: 1)Δεν πρέπει να επικοινωνήσουν με κανέναν τρόπο με τον ίδιο ή τον φύλακα 2)Δεν πρέπει να καταστρέψουν την κόλλα τους συνειδητά ή ασυνείδητα και 3) Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να εγκαταλείψουν την αίθουσα πριν το τέλος του χρόνου. Σε αντίθετη περίπτωση ο φύλακας θα τους βγάζει έξω από την αίθουσα.
Οι υποψήφιοι διαπιστώνουν ότι οι κόλλες τους είναι κενές και καμία ερώτηση δεν είναι γραμμένη επάνω σε αυτές. Μπορούν, ωστόσο, να συνομιλούν, να περπατούν και να συνεργάζονται δίχως να κινδυνεύουν να αποκλεισθούν από την εξέταση. Δεν αποκαλύπτουν τα ονόματά τους παρά αποκτούν ψευδώνυμα. Λευκός-Μιγάς-Μελαχρινός-Ξανθιά-Κοκκινομάλλα-Μελαχρινή-Κουφός.
Αποκαλύπτεται μέσα από έντονη συζήτηση – λόγω του Λευκού που είναι αλαζόνας, προσβλητικός και αγενής απέναντι στους άλλους – ότι η Εταιρία έχει ανακαλύψει ένα θαυματουργό φάρμακο που γιατρεύει έναν θανατηφόρο ιό που έχει ήδη εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Και εδώ αρχίζει ένας αδυσώπητος αγώνας για το ποιος θα επικρατήσει. Με πονηρό τρόπο ο Λευκός καταφέρνει να βγάλει εκτός συναγωνισμού 2 υποψήφιους. Ακολουθούν σκηνές απίστευτης βίας μεταξύ των υπολοίπων υποψηφίων…σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν αν κάποιος απ’ όλους γνωρίζει την ερώτηση και δεν την λέει στους άλλους.
Το ερώτημα που βάζει το έργο είναι το ακόλουθο: Παραμένουμε ακόμη άνθρωποι ή έχουμε μετατραπεί οριστικά σε άγρια θηρία της ζούγκλας; Υπάρχουν ακόμη οι ανθρωπιστικές & ηθικές αξίες; Ή χάθηκαν τα πάντα στο βωμό του κέρδους και της ατομικιστικής επιτυχίας; Ισχύει για όλους το «Ο θάνατός σου η ζωή μου;»