Τι τρέχει; Έγινε κατολίσθηση, Πάλι;
Η Χάρη Ποντίδα ήταν στη συναυλία που έδωσε ο Σαββόπουλος στους Κήπους του Μεγάρου στις 19 Σεπτεμβρίου.
Σαββόπουλος χωρίς συζήτηση μετά την συναυλία γίνεται;
Κι όμως αυτή την φορά, επηρεασμένοι προφανώς από την γλύκα της βραδιάς αλλά και το δωρικό στιλ του οικοδεσπότη -που όμως δεν υστερούσε σε επικοινωνιακό επίπεδο- αρκεστήκαμε στα «βασικά», του τύπου ενορχηστρώσεις, αντιδράσεις του κοινού κλπ.
Εν ολίγοις σημειώσατε συν. Πολλά συν.
Για μας που τον ξέρουμε χρόνια και πλέον βγάζουμε αγκάθια όταν τον βλέπουμε σε ρόλο… δημογέροντα να μας “κουνάει το δάκτυλο” (ενώ νιώθουμε την ιδεολογική τρικυμία που έχει εν κρανίω ) ή έκπληξη ήταν πολύ θετική. Σαββόπουλος… σιωπηλός, καθισμένος στο σκαμπό του, όχι ιδιαίτερα ομιλητικός, απλά ο κομψός Σαββόπουλος με την κιθάρα του. Οι ευχές και οι παραινέσεις ελάχιστες. Μόνο μια ευχούλα (“καλό φθινοπωράκι να έχουμε”). Και λόγω μέρας -δολοφονία Παύλου Φύσσα-μια συμβουλή, γενικά. Μόνο μία. “Oταν βλέπετε την φωτιά να κονταίνει, η μόνη λύση είναι να γίνουμε όλοι πυροσβέστες”.
Δεν γινόταν και διαφορετικά σκεπτόμουν μετά. Όσο κι αν το πράσινο του Μεγάρου είχε κάτι από Σεπτεμβριάτικη γιορτή (σπιθαμή κενού δεν υπήρχε) η δολοφονία του παιδιού στην Αμφιάλη ήταν ακόμη νωπή και λίγο να πρόσεχες τις παρέες που είχαν απλώσει τις ψάθες τους στο γκαζόν, άκουγες το όνομα του να περνάει από στόμα σε στόμα. Όχι, η βραδιά δεν σήκωνε χαριτωμενιές ή λογύδρια και ο πρώτος που το ήξερε βεβαίως ήταν ο οικοδεσπότης.
Τυχαίο που ξεκίνησε την συναυλία με τους στίχους «τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο δάσος» από το «Περιβόλι του Τρελού” τραγούδι που έχει γράψει το 1969;
Δε νομίζω …
‘Άλλωστε, το πιο σταθερό γνώρισμα του μέσα στο πέρασμα των χρόνων είναι ότι η κάθε του εμφάνιση, ακόμα κι αν είναι μικρή, στήνεται σαν θεατρικό μονόπρακτο, όπου κάθε τραγούδι αλλά και κάθε σχόλιο, νεύμα η αστειάκι, εξυπηρετούν το «έργο». Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, οι περιστάσεις τον ήθελαν δωρικό, σε δεύτερο πλάνο, αφήνοντας στα ίδια τα τραγούδια τον όποιο σχολιασμό.
Και όντως ήταν η καλύτερη επιλογή. Σαββόπουλος των 60ς, 70ς, 80ς, Σαββόπουλος του Μπάλου και του Βρώμικου Ψωμιού, στίχοι πυκνοί, θυμωμένοι, προφητικοί, μια γραφή που τότε μας ξεσήκωνε και μας πόναγε ταυτόχρονα. Τότε..
Σήμερα μπορεί όλο αυτό να μοιάζει ώρες ώρες καρικατούρα του εαυτού του – κι εκείνος αλλά και εμείς καρικατούρες του δικού μας – αλλά εκεί είναι η «μαγκιά» του πάλκου. Η δύναμη του πρωταγωνιστή. Να πηγαίνεις έτοιμος να τον σνομπάρεις (έλα μωρέ πάλι τα ίδια) η ακόμη και να είσαι έτοιμος για καυγά και στο φινάλε να φεύγεις τραγουδώντας, αναγνωρίζοντας για μια φορά ακόμη ότι το έργο είναι τόσο σπουδαίο που όλα τα υπόλοιπα έρχονται δεύτερα.
Μια παράσταση άψογη σε κάθε επίπεδο. Με μουσικούς και ενορχηστρώσεις που έδιναν όγκο και στιλ στα κομμάτια (Γιώτης Κιουρτσόγλου, Βαγγέλης Καρύπης, Ορέστης Πλακίδης κι ένα σύνολο από τρία πνευστά) με ωραίες εισαγωγές και σόλο που κρατούσαν την ένταση στο φουλ, με ροή , με παλμό.
Σαββόπουλος και… ολαρία ολαρά, κωλοέλληνες (το άσμα έχει αποκτήσει εκ νέου την επικαιρότητα του), σωματική ανάγκη, τσάμικο, άγγελος εξαγγελος, Σαββόπουλος της συγκέντρωσης της ΕΦΕΕ, του καραγκιόζη, της συννεφούλας, των παιδιών που ήταν εκεί και τον κοιτούσαν σαν χαζά στα μάτια αλλά και ημών των μεγαλύτερων που ναι, πάλι τα ίδια, κατηφορίζαμε την Βασ. Σοφίας και σκεφτόμασταν μέσα απ την φωνή του τραγουδιστά “είμαι 16άρης/ σας γαμώ τα λύκεια”.
Πηγή: Always in a Harry