Silent Move: (Ανα)καλύπτοντας το βουβό σινεμά
Βωβή ταινία με ηλεκτρονική μουσική… γίνεται; Οι Silent Move εξηγούν την ιδιαίτερη «συνταγή» τους, μιλώντας για τη συνεργασία τους ως ντουέτο. Ο Βασίλης Τζαβάρας και ο Γιάννης Παξεβάνης, εραστές του βωβού κινηματογράφου και μουσικοί στο επάγγελμα, είπαν να «συστεγάσουν» τις δύο μεγάλες τους αγάπες κάτω από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο διήμερο In Mute Festival που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 12 και την Κυριακή 13 Οκτωβρίου. Κεντρικό θέμα του, ο διάλογος της σύγχρονης μουσικής έκφρασης με το βωβό σινεμά. Οι Silent Move επιλέγουν να ντύσουν μουσικά την ταινία του Epstein, “Η Πτώση του Οίκου των Άσερ” από το ομώνυμο διήγημα του Edgar Allan Poe, ενώ αναρωτιούνται τι άραγε θα έκανε ο σκηνοθέτης στη θέση τους…Πηγή: adartes107.gr
Β.Τ.: Ουσιαστικά κινούμαστε στο χώρο της πειραματικής μουσικής. Βασιζόμαστε πάρα πολύ στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό με την χρήση κλασικών οργάνων αλλά και νέας τεχνολογίας. Θα έλεγα ότι υπάρχουν αρκετές μουσικές επιρροές ηλεκτρονικής μουσικής, ambient αλλά και rock.
Γ.Π.: Βέβαια, τα όρια της πειραματικής μουσικής μπορεί να ξεκινούν από ambient και να φτάνουν μέχρι avant-garde.
– Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το «πάντρεμα» παλιού σινεμά και νεωτερικού ήχου;
Γ.Π.: Κάνοντας τις μουσικές για τα ντοκιμαντέρ του Εξάντα και δουλεύοντας ουσιαστικά με την εικόνα, προέκυψε η ιδέα ενώ δεν το περίμενα. Πάντως ως ηχολήπτης, έχω προσέξει μια συνολική τάση προς το ασπρόμαυρο που υπάρχει στην εποχή μας, προς τη γοητεία του παλιού, του vintage.
Β.Τ.: Μάλιστα πριν κάποια χρόνια βραβεύτηκε η ταινία «the Artist», ένας ύμνος στον βουβό κινηματογράφο. Άρα υπάρχει ένα τέτοιο ρεύμα στο εξωτερικό. Η δική μας συνεργασία προκύπτει, φυσικά, κι από μια μεγάλη αγάπη και των δυο μας για το βουβό σινεμά.
-Θα μπορούσατε να περιγράψετε το πώς δουλεύετε; Πώς συνθέτει κανείς σε εικόνα πρώτα και μετά σε πεντάγραμμο;
Β.Τ.: Κατ’ αρχήν βλέπουμε την ταινία πολλές φορές. Μετά αρχίζει ο αυτοσχεδιασμός με αφορμή όσα είδαμε και τέλος αποφασίζουμε τί υλικό θα κρατήσουμε αλλά και ποιά στάση θα πάρουμε απέναντι στην ταινία. Θα ακολουθήσουμε απλά ή θα τονίσουμε τη δράση; Θα δώσουμε ένα χαρακτήρα σκοτεινό, έντονο; Υπάρχει λοιπόν ένας σκελετός, αλλά αφήνει πάντοτε περιθώριο αυτοσχεδιασμού για εκείνη τη στιγμή.
Γ.Π.: Γενικώς η λέξη «κέντρο» είναι το κλειδί για τη δουλειά που κάνουμε. Από όλο αυτό το οπτικό υλικό, κάτι θα βρεθεί να ξεχωρίσει αυτό το κάτι, συγκεκριμένο ή μη, λειτουργεί σαν κεντρική ιδέα της σύνθεσης.
-Στην απαρχή του, ο βωβός κινηματογράφος πράγματι συνοδευόταν από ζωντανή μουσική. Αισθάνεστε λοιπόν ότι αναβιώνετε την ατμόσφαιρα της πρώιμης εποχής του σινεμά;
Β.Τ.: Από τη μια, η live μουσική ξεφεύγει από τις σύγχρονες αίθουσες με το Dolby surround, έχει κάτι από τα παλιά. Από την άλλη όμως, ο ήχος μας δεν παύει να είναι κάτι καινούργιο.
Γ.Π.: Εμείς θέλουμε να «παντρέψουμε» την ατμόσφαιρα αυτή με τον αυτοσχεδιασμό: αφενός δουλεμένη μουσική για την ταινία και αφετέρου έκφραση της στιγμής. Αισθανόμαστε σαν να κάνουμε μια νέα μουσική πρόταση: πώς θα το αντιμετώπιζε ο σκηνοθέτης αν ζούσε; Ποτέ δεν θα μάθουμε τί θα έκαναν οι άνθρωποι αυτοί με τα δικά μας μέσα ή εμείς με τα δικά τους.
-Πρώτα ο Nosferatu του Murnau, έπειτα η Jeanne d’ Arc του Dreyer και τώρα Η Πτώση του Οίκου των Άσερ του Epstein. Με ποιο κριτήριο επενδύσατε στις συγκεκριμένες ταινίες;
Γ.Π.: Επιλέγουμε ταινίες που μας ταιριάζουν και σαν ύφος. Προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τις πολύ γνωστές ταινίες, ώστε να μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει την ταινία και εμάς ταυτόχρονα.
Β.Τ.: Οι ταινίες αυτές εμπεριέχουν μια τρομερή δόση αυτοσχεδιασμού, πειραματισμού. Το ίδιο και η πειραματική μουσική, η οποία προσπαθεί να γίνει κάτι παραπάνω από μουσική, να σπάσει τις παλιές φόρμες.
-Στις τέσσερις ταινίες του φεστιβάλ υπάρχει το δραματικό στοιχείο. Σχετίζεται με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της χώρας;
Β.Τ.: Η Πτώση του Οίκου των Άσερ είναι μια ταινία με τεράστιο ενδιαφέρον, σκοτεινή, μακάβρια και gothic, με εκπληκτικές σκηνές για τα μέσα της εποχής. Η επιλογή των ταινιών, ιδίως της Απεργίας του Eisenstein, δεν μας φαίνεται καθόλου τυχαία.
Γ.Π.: Όπως επίσης δεν είναι τυχαία και η επιλογή των συμμετεχόντων, όπως ο Laurence English. Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση επηρεάζει τη ζωή μας έτσι κι αλλιώς, είτε το βγάλεις μπροστά σαν «σημαία» είτε όχι.
-Ποιοι είναι οι στόχοι του In Mute Festival και ποιο είναι προσωπικό σας μήνυμα μέσω αυτού;
Β.Τ.: Ευελπιστούμε να γίνει θεσμός αυτό το φεστιβάλ, ως μια ανάγνωση της τέχνης πολύ διαφορετική απ’ ότι έχουμε συνηθίσει, ειδικά στην Ελλάδα.
Γ.Π.: Το μήνυμα για μας είναι «δημιουργία». Αυτή, νομίζω, είναι και η απάντησή μας στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση.
Περισσότερες πληροφορίες για το In Mute Festival ΕΔΩ
Τατιάνα Φύσσα