Είδαμε τον “Μουνή” στο θέατρο του Νέου Κόσμου
Περνώντας με το αυτοκίνητο από επαρχιακούς δρόμους, φωτογραφίζοντας, ή έστω κοιτώντας φευγαλέα την ελληνική ύπαιθρο, βεβαιώνεσαι πως ο Έλληνας δεν το αγαπάει το χωριό του. Από την Αγγελική Ξυνού
Από τα ημιτελή τριώροφα, πάντα χάσκουν στο τελευταίο πάτωμα αναμονές-για το παιδί που θα παντρευτεί. Τα σπίτια που χτίζονται δεν εναρμονίζονται σχεδόν ποτέ με το τοπίο, σχεδόν πάντα κραυγάζουν το κιτς των ζωών που στεγάζουν. Η ελληνική επαρχία, ιδίως από το ’80 και μετά, σημαίνει λιγότερο την ομορφιά της υπαίθρου, και περισσότερο μία ωμότητα που καθιστά τους τοίχους διαφανείς, κάνοντας τις ζωές των ανθρώπων της, μπουκιές μασημένες με το σάλιο του γείτονα.
Η ομάδα 4frontal ερμήνευσε θεατρικά το διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου “ο Μουνής” που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Μεγάλοι δρόμοι (Εκδόσεις Μεταίχμιο) και που έχει σαν θέμα του την ελληνική επαρχία.
Ποιός είναι ο Μουνής; ένας κάτοικος ενός τέτοιου χωριού, ένας που ζει μ’ ένα όνομα που δεν διάλεξε και δεν το ακούει, κι ένα παρατσούκλι που δεν διάλεξε αλλά όλοι τον ξέρουν μ’ αυτό. Ο Μουνής, για τον οποίο κανείς δεν ξέρει τίποτα, αλλά πίσω από την πλάτη του λέγονται διάφορα, έχει αφύσικα μεγάλα αυτιά, και ζωγραφίζει τις ιστορίες του χωριού πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντηλα της ταβέρνας. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, που δεν ξέρουν να ζωγραφίζουν, σκαρώνουν τερατώδη κουτσομπολιά για όλους.
Ο Παντελής Δεντάκης δεν έκανε αυστηρή διανομή ρόλων. Οι πέντε ηθοποιοί, μάλλον υποδύονται τους επαρχιώτες που διαδίδουν φήμες ο ένας για τον άλλον, παρά υποδύονται κάποιον συγκεκριμένα. Με τη λύσσα και το ανεξήγητης έντασης μίσος που χρωματίζει τις φωνές των ανθρώπων που δεν αντέχουν να ασχοληθούν με τη ζωή τους και γι’ αυτό ξεσκίζουν τις ζωές των διπλανών τους, ακούμε για το γάμο μιας ανήλικης με τον ανάπηρο του χωριού, για τον μικρό γιο του κάπελα που φυλάει ευλαβικά στο υπόγειο της ταβέρνας τα τραπεζομάντηλα που έχει ζωγραφίσει ο Μουνής, για το σκιάχτρο που χάσκει στη μέση του χωραφιού του με το γαμπριάτικο κοστούμι του νεκρού πατέρα του, για τις σφαλιάρες που σερβίρονται με τη συχνότητα των γευμάτων της ημέρας, με πολλή αγάπη πάντα, από τους γονείς στα παιδιά τους.
Ο σκηνικός χώρος, σημαίνεται από πέντε καρέκλες καφενείου κι ένα τραπέζι. Αυτά αρκούν για να ορίσουν μια κουζίνα, ένα καφενείο, ένα τραπέζι γάμου, ένα κομμωτήριο. Οι εναλλαγές της διάταξής τους πάνω στη σκηνή εξυπηρετούν τη ροή της πλοκής. “Μεταφερόμαστε” από το σπίτι στο καφενείο, με την γρηγοράδα που μεταπηδούν οι κάτοικοι του χωριού από τη μία ιστορία στην άλλη. Τα κοστούμια, αμείλικτα ζωντανεύουν τον Τόπο και τον Χρόνο της δράσης: Ιριδίζουσες σκιές στα μάτια των γυναικών, λαδωμένη χαίτη, μοτίβα και χρώματα ρούχων βγαλμένα από τα οικογενειακά άλμπουμ. Κρύβουμε τις παλιές μας φωτογραφίες επιμελώς. Η ένταση των φωνών διατηρείται σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ψηλά, και σε συνδυασμό με τις μικρές διαστάσεις της σκηνής καλλιεργεί επιτυχώς στους θεατές την αίσθηση της κλειστοφοβικά μικρής κοινωνίας. Στη διαπασών ακούγονται κλαρίνα.
Παραμένει ωστόσο παράδοξο της εποχήςॱμε ενθουσιασμό χειροκροτούμε αυτό για το οποίο ντρεπόμαστε πιο πολύ. Μάλλον η απόσταση σκηνής – πλατείας είναι η σωστή απόσταση καθρέφτη -ειδώλου.
Η παράσταση παίζεται από Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο του Νέου Κόσμου