Οικειοθελώς νεκρή…
Γιατί ένας μύθος κατοικεί στην έμπνευση τόσων δημιουργών, σε τόσες διαφορετικές εποχές; Από την όπερα του Monteverdi, στη ζωγραφική του Corot, κι απ’ τις θεατρικές εκδοχές του παγκόσμιου ρεπερτορίου έως το παγωμένο στον μαρμάρινο χρόνο σύμπλεγμα του Rodin, μαθαίνουμε για τον Ορφέα πως ήταν βασιλιάς, μουσικός, ποιητής, οιωνοσκόπος, μαθητής του Απόλλωνα, μύστης θνητών, γητευτής των θηρίων. Για την Ευρυδίκη όμως, μαθαίνουμε μόνο πως ήταν η γυναίκα του.Από την Αγγελική Ξυνού
Η Sarah Ruhl στο έργο της Ευρυδίκη, εισάγει στην πλοκή το πρόσωπο του πατέρα της ηρωίδας. Δεν έχει όνομα. Είναι απλά ο πατέρας της. Κι ενώ είναι νεκρός, επιμένει να τη θυμάται και να της γράφει με πείσμα και αφοσίωση που θα ζήλευε κι ένας ζωντανός. Η δημιουργία αυτού του τριγώνου δεν αποτελεί την μοναδική καινοτομία του έργου. Ακολουθούν πολλαπλά στοιχεία διακειμενικότητας κι η σκηνοθεσία του Δ. Τάρλοου, τα αυξάνει.
Στα πρόσωπα του έργου η Ruhl προσθέτει Έναν Χορό από Πέτρες (Μεγάλη Πέτρα, Μικρή Πέτρα, Βροντώδης Πέτρα). Θυμίζουν τις τρεις μάγισσες του Μακμπέθ, τις Μοίρες. Συναγωνίζονται τον Ορφέα στο τραγούδι, παίζουν μουσική σαν τους διαβόλους στην Κόλαση του H. Bosch.
Η Ruhl δεν κάνει καμία αναφορά στο χρόνο της δράσης, περνάμε από τη μία σκηνή στην άλλη χωρίς να προσδιορίζεται η ώρα, η μέρα, η εποχή. Ο παραληρηματικός λόγος, ο μη-Χρόνος, αυθαίρετα πρωταγωνιστεί, όπως στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Κι όπως το Σοφό παιδί της λογοτεχνίας κατρακυλά στο λαγούμι, έτσι κι η Ευρυδίκη τη μέρα του γάμου της γκρεμίζεται από μια σκάλα στον Άδη.
Κάπως έτσι νιώθει κι ο Θεατής, μπαίνοντας στο θέατρο Πορεία κι αντικρίζοντας τη σκηνή. Με τρόπο μαγικό μεταφέρεται σε μια Αθήνα εκτός κρίσης, όπου έχει στηθεί ένα αινιγματικό περιβάλλον που εξυπηρετεί κάθε σημείο της δράσης: Μια μακρόστενη πισίνα, στην πρώτη σκηνή, ρωγμή ανεμελιάς, όπου οι εραστές παίζουν ευτυχείς, στη συνέχεια σύνορο του Πάνω Kόσμου με τον Κάτω, λουτρό λησμονιάς για τους νεκρούς που δεν αντέχουν την ανάμνηση των ζωντανών, απότομη όχθη που στην άκρη της σχοινοβατεί ο ερωτευμένος μουσικός, ακολουθούμενος από τη δύσπιστη αγάπη του. Πίσω απ’ αυτόν τον υδάτινο διάδρομο, μια πόρτα ανελκυστήρα. Ανοίγει και ξερνά νεκρούς. Αυτοί είναι αναγκασμένοι να κρατούν ομπρέλα για να προστατευτούν από τη βροχή των δακρύων, κατευόδιο των οικείων τους. Κλείνει εκκωφαντικά όπως η πόρτα ενός τρένου που φεύγει.
Το σκηνικό της Ε. Μανωλοπούλου, λειτουργεί σαν κλεψύδρα. Πάνω, ορθογώνιο άνοιγμα κουκλοθέατρου, θεωρείο απ’ όπου η Ευρυδίκη παρατηρεί το γάμο της. Στην άκρη, μια σκάλα- δίνη, απ’ όπου γλιστρά ο Χρόνος και τελειώνει. Οι ηθοποιοί ντύνονται με κοστούμια που εξυπηρετούν απόλυτα τη δράση. Το μπανιερό της Ευρυδίκης στολισμένο με κρόσσια, τη μεταμορφώνει σε έγχορδο στα χέρια του εραστή της. Νύφη με φτερά στους ώμους, πετά από την αγκαλιά του, με τα αρβυλάκια της εφηβείας στα πόδια της, προσγειώνεται στην αγκαλιά του μπαμπά της. Ο Ορφέας την ψάχνει, θυμάται την αδυναμία της στα βιβλία, κατεβάζει στον Άδη για χάρη της δεμένα μ’ ένα σχοινί, τα άπαντα του Σαίξπηρ.
Στο κείμενο, ο πατέρας φτιάχνει για την κόρη του ένα δωμάτιο από σπάγκο. Στη σκηνοθεσία του Τάρλοου, ο Γιάννης Νταλιάνης το ζωγραφίζει με κιμωλία, όπως ζωγράφισε ο Benigni το παράθυρο στο κελί του στην ταινία του Jarmusch. Ο στοργικός γονιός είναι ο πραγματικός αντίπαλος του Ορφέα. Ο νέος μπαίνει στον Άδη με το κοστούμι που φορούσε στο γάμο του, το κοστούμι του μαέστρου. Τραγουδά το πιο λυπημένο τραγούδι. Λυγίζουν μέχρι και οι Πέτρες. Τον υποδέχεται ένας Θάνατος φαιδρός σαν λαϊκός τραγουδιστής, του δίνει οδηγίες, αν θέλει να ξανακερδίσει τη γυναίκα του, μέχρι να επιστρέψουν στη γη, να μη την κοιτάξει. Πιο πέρα, εκείνη τον ακούει. Πρέπει να διαλέξει: τη ζωή με τις χαρές και τις λύπες του έρωτα, ή το θαμπό είδωλο της παιδικής της ηλικίας. Τρέμει τη ζωή περισσότερο από το θάνατο. Αποχαιρετά τον πατέρα της. Αρχίζει να ακολουθεί τον Ορφέα. Ξαφνικά, αλλάζει γνώμη: Λέει τ’ όνομά του.
Αυτός γυρίζει προς το μέρος της ξαφνιασμένος.
Ο Ορφέας κοιτάζει την Ευρυδίκη.
Η Ευρυδίκη κοιτάζει τον Ορφέα.
Κι ο κόσμος, συντρίβεται. (1)
[1]Sarah Ruhl, ΕΥΡΥΔΙΚΗ, κείμενο στο πρόγραμμα παράστασης, Θέατρο Πορεία, Αθήνα 2012, σ.84.