Είδαμε τον Κένεθ Μπράνα να ερμηνεύει Μάκβεθ στο Μέγαρο
Ο Κένεθ Μπράνα είναι ένας ηθοποιός, που είχα πάντα μεγάλη περιέργεια πώς θα είναι στο θέατρο. Γύρω από την ικανότητα του να ερμηνεύει σαιξπηρικούς ρόλους είχε δημιουργηθεί τεράστιος θόρυβος, σε σημείο που να παρουσιάζεται σαν νέος Λώρενς Ολίβιε. Έτσι, το γεγονός ότι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παιζόταν σε αναμετάδοση με γιγαντοοθόνη η παράστασή του Σαιξπηρικού Μάκβεθ (ή Μακμπέθ, που είναι το σωστό) ήταν μια μεγάλη ευκαιρία, για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου.
Ο Κένεθ Μπράνα είναι ένας πολυπράγμων δημιουργός. Εκτός από ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, έχει εμφανιστεί σε σειρές, σε κινηματογραφικές ταινίες. Μέχρι και ένα blockbuster με ήρωα από τα κόμικ, τον Thor έχει σκηνοθετήσει μαζί με τον Τζος Ουέντον, ενώ έχει ερμηνεύσει τον Λώρενς Ολίβιε στο Επτά Μέρες με τη Μέριλιν. Φαίνεται ότι αυτή η πολυπραγμοσύνη του είχε ως αποτέλεσμα να μην παίξει σαιξπηρικό ρόλο εδώ και δέκα χρόνια. Ωστόσο, η επιστροφή του σε αυτόν τον ρόλο προκάλεσε πανικό στο θεατρόφιλο κοινό της Αγγλίας.
Αλλά και στην Ελλάδα, το κοινό ενδιαφέρθηκε αρκετά, έστω και για μια προβολή από γιγαντοοθόνη, με αποτέλεσμα το Μέγαρο Μουσικής να προγραμματίσει και δεύτερη μετάδοση. Το αποτέλεσμα, θεωρώ, ότι δικαίωσε την αναμονή.
Η όλη προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Μπράνα ως νέο Ολίβιε, μου φαίνεται κάπως υπερβολική. Πάντως ο κριτικός Μάικλ Μπίλιγκτον του Guardian δηλώνει για την ερμηνεία του Μπράνα στον Μακμπέθ: «Το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορώ να του κάνω, είναι ότι κάποιες φορές ξυπνάει χρυσές μνήμες του Ολίβιε σε αυτόν τον ρόλο». Άλλοι κριτικοί δεν φτάνουν μέχρι εκεί, αλλά του πιστώνεται γενικά μια πολύ δυνατή ερμηνεία.
Πολύ καλός ήταν και ο ηθοποιός (ίσως εφάμιλλης αξίας με τον Μπράνα) ήταν και ο Ρέυ Φήρον, που ερμήνευσε τον Μακντάφ. Πειστικός στον ρόλο του σκληροτράχηλου στρατιώτη, εντυπωσιάζει όταν εκφράζει τον πόνο του για την εξόντωση της οικογένειάς τους. Εκεί γίνεται συγκλονιστικά σπαρακτικός, σε μια εκπληκτική επίδειξη ανθρώπινου πόνου. Μου άρεσε και ο Αλεξάντερ Βλάχος στον ιδιαίτερα σημαντικό, για το δεύτερο μέρος του έργου, ρόλο του Μάλκολμ. Επίσης, το ζευγάρι Μακμπέθ και Λαίδη Μακμπέθ (Άλεξ Κίνγκστον) έβγαζε αρκετό πάθος και αισθησιασμό, αναμειγνύοντας την φιλοδοξία με μια δόση ερωτικού πάθους. Και οι γηραιότεροι ηθοποιοί, που έπαιξαν τους Ντάνκαν και Μπάνκο, έδωσαν αξιόλογες ερμηνείες.
Υπήρχαν έξυπνα ευρήματα στην χρήση των τριών μαγισσών, οι οποίες είναι νέες κοπέλες, αλλά με ένα απόκοσμο παρουσιαστικό. Ο τρόπος που εισάγονται στις διάφορες σκηνές, μέσα από παράθυρα που ανοίγουν και κλείνουν σαν μπουκαπόρτες, δίνει ενδιαφέρουσες δυναμικές στην παράσταση. Γενικά, η χρήση του σκηνικού χώρου (είναι σαν ένας μεγάλος διάδρομος, με το κοινό να κάθεται στα δύο πλάγια) είτε για μάχες, είτε για να δημιουργήσει ατμόσφαιρες τύπου θρίλερ, είναι αρκετά ευρηματική. Η σκηνοθεσία των υιοθετεί και τεχνικές που θυμίζουν Hollywood, είτε στις μάχες, είτε στις εμφανίσεις φαντασμάτων και αλλού. Ο ρυθμός ήταν γρήγορος και η παράσταση ήταν σε αρκετά σημεία (αλλά όχι παντού) συναρπαστική. Ήταν συνολικά ένας πολυπληθής θίασος και ακριβή παραγωγή- και να φανταστεί κανείς ότι κάποιοι ηθοποιοί έπαιζαν δύο και τρεις ρόλους.
Το πιο σημαντικό εύρημα της παράστασης, που έστησαν οι Κένεθ Μπράνα και Ρομπ Άσφορντ, ήταν το ότι όλη η δράση διαδραματίζεται σε μια εκκλησία. Όπως εξήγησε ο Ρομπ Άσφορντ σε συνέντευξή του, το έκαναν για να δείξουν, ότι ο Μακμπέθ και η Λαίδη Μακμπέθ, πριν δολοφονήσουν τον βασιλιά Ντάνκαν, για να σφετερισθούν τον θρόνο του, ήταν καλοί άνθρωποι. Μετά από αυτή την πράξη τους, μπήκαν σε έναν φαύλο κύκλο βίας, από τον οποίο δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Η εκκλησία, νομίζω, έξυπνα συμβολίζει τα ηθικά διλήμματα που πραγματικά στοιχειώνουν τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, αλλά και την ιερότητα της φιλοξενίας (και του χρέους υποταγής στον θρόνο), τα οποία κατέλυσαν, με το να σκοτώσουν τον φιλοξενούμενό τους βασιλιά.
Γιώργος Σμυρνής