Το ταξίδι των Πέρσών από την Τεχεράνη… εν Αθήναις
Τον Μάιο του 2011, η σκηνοθέτις Βαρβάρα Δούκα παρουσίασε στην Τεχεράνη τους “Πέρσες” του Αισχύλου με 14 Ιρανούς ηθοποιούς στο Διεθνές Φεστιβάλ ΙΙFUT, στα φαρσί, στην ιστορική μετάφραση του πέρση ποιητή Fuad Rouhani. Φέτος η παράσταση αυτή μεταφέρεται στο θέατρο Εν Αθήναις με 8 νέους άντρες ηθοποιούς να υποδύονται όλους τους ρόλους, αυτή τη φορά στα ελληνικά στην μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά. Τόσο η Βαρβάρα Δούκα, όσο και η θεατρολόγος Τζωρτζίνα Κακουδάκη, που ανέλαβε τη δραματουργική επεξεργασία, μάς μεταφέρουν τα όσα έζησαν στο Ιράν και μάς εξηγούν το όραμά τους γι ατην παράσταση…
ΒΑΡΒΑΡΑ ΔΟΥΚΑ: Για τη σκηνοθεσία των Περσών
Τον Μάιο του 2011, προσκλήθηκα στην Τεχεράνη, για ένα εκτεταμένο εργαστήριο πάνω στο Αρχαίο Δράμα, στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Πανεπιστημιακού Θεάτρου, ένα από τα λίγα Διεθνή Φεστιβάλ –ίσως το μόνο σε όλη τη χώρα- που μπορεί κανείς να υλοποιήσει πειραματισμούς στο Θέατρο με νέους ηθοποιούς από το Ιράν.
Διάλεξα ένα έργο Τραγωδίας, και ειδικά τους ΠΕΡΣΕΣ, κατ’ αρχήν για ευνόητους λόγους, την ιστορική του σημασία, αλλά και γιατί ήταν μία ευκαιρία, να ακούσω τα φαρσί, μια γλώσσα από την εποχή του Αισχύλου, δίπλα στον αρχαίο λόγο. Κατ’ αρχήν ή Τραγωδία, μας έδωσε το ‘αισθητικό άλλοθι’, να μπορούν να παίξουν και γυναίκες, χωρίς ιδιαίτερα ενδυματολογικά προβλήματα, καλυμμένες, γιατί όπως ξέρουμε, δεν μπορούν να ανέβουν χωρίς την ‘χιτζάμπ’ στο σανίδι, και κατά δεύτερον, να έχω μία ποικιλία από ηθοποιούς στο χορό, που πραγματικά, καμία παραγωγή δε θα μπορούσε να ονειρευτεί.
Αυτή όλη η εμπειρία, καταστάλαξε σε μία ερευνητική προσέγγιση, από την αρχή του έργου του Αισχύλου, σε μία κλειστή φόρμα, με την παλιά δόκιμη σε μουσικότητα μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, με ηθοποιούς που ήταν τότε μαθητές μου στην Δραματική Σχολή του Τάσου Χαλικιά, Πρώτη Πράξη, επί τρία χρόνια.
Σε αυτή τη δοκιμή που κατέληξε σε 8 μόνον άτομα, όλοι άντρες, ερμηνεύουν όλους τους ρόλους κυκλικά, όλοι οι γέροι είναι και Αγγελιοφόροι, και η Ατοσσα παίζεται από τον ίδιο ηθοποιό που κάνει και τον Ξέρξη, ο οποίος είναι σα να γεννιέται από κείνην. Ο Δαρείος μετά από δραματουργική επεξεργασία που έγινε από κοινού με την συνοδοιπόρο θεατρολόγο-δραματουργό και σκηνοθέτη Τζωρτζίνα Κακουδάκη, καταλήξαμε από κοινού, στην μεγάλη Απουσία του Δαρείου, στο έργο. Στη θέση του, σα φωνή που έρχεται από τη σκόνη των καιρών, από τις ερειπωμένες πολιτείες της Περσέπολης και των Σούσσων, εμφανίζεται ο Ιρανός ηθοποιός Αράς Χαμεντιάν, αλλά πάλι με απόσπασμα από το κείμενο του Αγγελιοφόρου, επαναλαμβάνοντας στα φαρσί αυτή τη φορά,την ατέλειωτη νεκρολογία ονομάτων, που ειρωνικά, τόσο πολύ μοιάζουν και στις δύο γλώσσες.
Σαν ο πόλεμος να μην έχει σύμβολα και λύτρωση, ούτε μαγικούς, καθησυχαστικούς βασιλιάδες… όπως το ‘Ιτε παίδες Ελλήνων…’ ένα ρητό που κατέληξε να είναι σύμβολο ηρωικής προτροπής έξω από σχολεία και στρατόπεδα, στην παράσταση μας παίρνει πιστεύουμε τη χροιά που είχε και στα αυτιά των Περσών… μία ιαχή που μόνο φρίκη και τρόμο προκαλεί… Η Ιστορία είναι πάντα εξάλλου με το μέρος εκείνου που την ερμηνεύει…
Εμείς διαλέξαμε την πλευρά των απανταχού θυμάτων. Αυτών που μένουν πίσω….
ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΚΑΚΟΥΔΑΚΗ: Για τη δραματουργία των Περσών
Είναι δύσκολο να βρεις πώς ακουμπάει στο σήμερα ένα τόσο παλιό έργο. Γιατί, αν και το θέμα, της ήττας του πολέμου και της οδύνης της επιστροφής του ηττημένου, είναι διαχρονικό, η θρησκεία, το γεωγραφικό περιβάλλον, τα ονόματα των ανθρώπων, των πόλεων και των πραγμάτων, η θρησκεία και η συνήθεια είναι διαφορετικά. Δυσκολεύεσαι να βρεις πόσοι ηθοποιοί χρειάζονται για να δημιουργήσουν την αίσθηση ενός λαού, αποκλείεις το να εμφανίσεις… οπτασίες και φαντάσματα του παρελθόντος, για να μην γίνει η ιστορία παραμύθι, αναρωτιέσαι τι γλώσσα να διαλέξεις για να μιληθεί, για να την καταλαβαίνει ένα σημερινό κοινό.
Μετά πήγα στο Ιράν, στην Περσέπολη, με αεροπλάνο και μέσα στην χώρα με πούλμαν, και είδα πόσο μεγάλη, ορεινή, απρόσμενη και απρόθυμη είναι η διαδρομή από την παραθαλάσσια Σαλαμίνα στα έσχατα όρη της αρχαιότητας. Kατέληξα ότι το κύριο σημείο να σταθεί κανείς όταν διαλέγει την δραματουργία του έργου Πέρσες είναι να αφουγκραστεί την ανάσα της ερήμου, της εξαντλητικής διαδρομής από την χώρα του ήλιου στη χώρα του χιονιού, την απογοήτευση της επιστροφής, μιας διαδικασίας αιώνιας, που μοιάζει με την επιστροφή των αρχαίων κειμένων, όπως αυτό του Αισχύλου, μέσα στους αιώνες.
Αιώνες δύσβατους, σκοτεινούς αλλά που επιστρέφουν στην ρίζα τους. Αυτόν τον συνδυασμό προσπαθήσαμε να πετύχουμε. Να συναντηθεί ένα πραγματικό γεγονός με ένα πραγματικό κείμενο στο τώρα, να συναντηθούν μετά από αιώνες δύο χώρες ξανά, που αυτά που τις χωρίζουν είναι λιγότερα από αυτό που τις ενώνει στην μακρά ιστορία του πολιτισμού και της λογοτεχνίας.