Δημήτρης -Χαϊνης- Αποστολάκης: Το κοινό ζητάει επαναστατικά πρότυπα, αλλά η πληθώρα της κρητολαγνείας δεν δίνει λύση σ’ αυτή την ανάγκη
Οι περισσότεροι τον ξέρουν ως ιδρυτικό μέλος και άτυπο ηγέτη του συγκροτήματος-κολεκτίβας Χαΐνηδες. Λιγότεροι γνωρίζουν ότι είναι φυσικός και μάλιστα διατέλεσε ερευνητής στο CERN. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημήτρης Αποστολάκης είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, ένας εξαιρετικός χειριστής του λόγου, με ισχυρή άποψη, που ξεχωρίζει δίχως εύκολους εντυπωσιασμούς. Αφορμή για τη συζήτησή μας ήταν η απάντηση στο ερώτημα “τί παίζεται με την κρητική μουσική;” καθώς παρατηρούμε ότι το τελευταίο διάστημα πολύς ντόρος γίνεται με τα αθηναϊκά-κρητικά γλέντια. Η κουβέντα μας όμως κύλησε και σε άλλα μονοπάτια που μόνο χαΐνηδες (=αντάρτες) μπορούν να περπατήσουν.Από την Ιωάννα Κρανιώτη
Μουσικός, φυσικός ή απλά καλλιτέχνης;
Δεν ξέρω τι είμαι και ούτε με αφορά αυτό. Για μένα οι πατρίδες δεν είναι από εκεί που ερχόμαστε, είναι εκεί που πάμε. Δεν έχω δει ποτέ τον εαυτό μου για να ξέρω ποια ιδιότητα μπορώ να μου προσάψω. Και στον καθρέφτη να δω τον εαυτό μου, το δεξί είναι αριστερό και το αριστερό δεξί, άρα καμία σχέση δεν έχω με τον κύριο” μου εξομολογήθηκε. Έτσι άρχισε μια συζήτηση αδέσποτη, ατόφια και αιρετική -όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε-.
Η μουσική δεν έχει ταμπέλες…
Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό που οι άνθρωποι τραγουδούσαν μερακλήδικα όλους τους σκοπούς, δηλαδή παρέες τραγουδούσαν από ταμπαχανιώτικα –κομμάτια που αναπτυχτήκαν στα βόρεια αστικά κέντρα της Κρήτης και λέγονται αλλιώς ρεμπετοκρητικά-, συρτά χανιώτικα από τη δυτική Κρήτη, κοντυλιές από την ανατολική Κρήτη, ψαλμούς, ρεμπέτικα, σμυρναϊκά, ευρωπαϊκούς σκοπούς, τανγκό κλπ. Δεν υπήρχαν δηλαδή ταμπέλες όπως λέμε σήμερα ατυχώς και ηλιθίως έντεχνο ροκ, κρητικά. Όλα αυτά έχουν απλώς κάποια βάση, ελάχιστη, αλλά περιγράφουν χονδροειδώς την κοινωνική και πολιτιστισμική ιδιαιτερότητα καιρών και τόπων.
Πηγές έμπνευσης…
Στην αρχή ήρθε ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Ξυλούρης και ακόμα παλαιότεροι όπως ο Ροδινός, ο Μπαξεβάνης, ο μποέμ καρεκλάς*(Αντώνης Παπαδάκης). Αργότερα άρχισα να ξεχωρίζω αυτούς που μου άρεσε η ζωή τους -είναι βασικό αυτό για εμένα-. Ο Βαμβακάρης, ο Γιοβαν Τσαούς, ο Αντώνης ο Νταλκάς από τα παράλια της Μικράς Ασίας, η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Κανι Καρατζά από Τουρκιά, ο άραβας ουτίστας Φαρι ντε λάτρας. Τρελαίνομαι με τον Μπαχ και τον Μπετόβεν, μ’ αρέσει ο Τζίμι Χέντριξ, οΤζιμ Μορισσον, ο Τελόνιους Μονκ, ο Ταλιαδώρος ο ψάλτης, ο Τζονι Κας, ο Τάσος Χαλκιάς ο κλαρινιστής, ο Αλί Καν από το Πακιστάν, και άλλοι τόσοι… Έτσι και αλλιώς, η γνώση και η πληροφορία μας έρχεται από παντού, οι άνθρωποι κρινόμαστε από αυτό που μπορούμε να συνθέσουμε από αυτό που καταθέτουμε ως σύνθεση, αυτό που καταθέτουμε δηλαδή ως λόγο, όπως θα έλεγε ο φιλόσοφος Μαρτιν Χαιντεγκερ τοποθετώντας το «λόγο» σαν “συνάγουσα απόθεση.
Τα κρητικά γλέντια, οι ρακές, οι λύρες και η παράδοση στις νεαρές ηλικίες…
Δεν είναι κακό να μελετούν οι νέοι την παράδοση. Ίσα-ίσα, είναι απαραίτητο. Με μια φράση της Κατερίνας Γώγου «οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω αλλά για να βγάζουμε κλαδιά.» Τα έθιμα, όπως είναι οι ρακές, τα πανηγύρια, είναι καλά όταν είναι λειτουργικά. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από ένα μη λειτουργικό έθιμο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο νοσηρό από τις τουριστικές ατραξιόν. Πίσω από κάθε μεγάλο γλέντι υπήρχε ο πόνος κι η τραγικότητα, όπως πριν την ανάσταση υπάρχει ο θάνατος. Όποιος γλεντά χωρίς την αντίστοιχη θυσία, είναι, ακούσια, αυτός ο ίδιος τραγικός νεκρός.
Τα κρητικά είναι η νέα μόδα;
Το φαινόμενο να πλημμυρίζει η Αθήνα από κρητικούς μουσικούς είναι έντονα επικίνδυνο και ισχυρά ρατσιστικό. Επικίνδυνο διότι, μη έχοντας εθνικούς ή αστικούς μύθους, ένα τοπίο πολιτισμικά παρακμάζον, όπως είναι η Αθήνα και όπως είναι όλη η Ελλάδα, αναζητά μύθο μέσα από τις ημίκλειστες κοινωνίες και αυτές οι κοινωνίες είναι οι ρομα- οι τσιγγάνοι- και οι κρητικοί. Αφού λοιπόν, εξευτέλισαν όλα τα τσιγγάνικα με τη μόδα, τα έκαναν δηλαδή κοινά με την κακιά έννοια του όρου, τώρα καταπιάστηκαν με την μικρή κοινωνία της Κρήτης. Έχουν στο φαντασιακό τους το ανθρωπολογικό πρότυπο ενός κρητικού που είναι επαναστάτης, και είναι επανάστασης ο κρητικός από τη φύση του, είναι αναρχικός από τη φύση του, αλλά όχι η κρητική κοινωνία, αν σκεφτεί κανείς πως είναι πρώτη σε παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη και από τις πιο πλούσιες περιοχές της Ελλάδας. Και ο πλούτος δεν ταιριάζει με την επανάσταση και την αντρειοσύνη, ούτε με την επίδειξη καλής διατροφής, γλεντιών και καλοζωίας. Αναζητώντας λοιπόν το πρότυπο του επαναστάτη –κάτι σαν τον Ξυλούρη-, εισάγει μουσικούς κατά κόρον από την Κρήτη προσδίδοντας τους ιδιότητες, τις οποίες η κοινωνία της Κρήτης της έχει μόνο κατά παρελθοντική ανάμνηση. Όχι πως δεν υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις που πραγματικά ενσαρκώνουν το πρότυπο του επαναστάτη, αλλά είναι μόνο μειοψηφία και μόνο εξαιρέσεις. Και είναι ρατσιστικό γιατί οι άνθρωποι δεν κρίνονται από τον τόπο καταγωγής του. Ο Λόρκα λοιπόν είναι κρητικός γιατί αρέσει σε μένα που γεννήθηκα στη Κρήτη, το ίδιο και ο Παζολίνι, μου αρέσει ο ρώσος Ντοστογιέφσκι γιατί μπήκε στο αίμα μου, μου αρέσει ο Νίτσε γιατί μπήκε στο αίμα το δικό μου και στο αίμα του Καζαντζάκη και όλων αυτών των ανθρώπων.
Η Αθήνα εμπορεύεται το “επαναστατικό πρότυπο” της Κρήτης…
H Κρήτη, έχει σαν κοινωνία ένα επαναστατικό πρότυπο από τη θέση και τη μορφολογία της. Η Κρήτη είναι σχεδόν αταξική κοινωνία λόγω της μορφολογίας, -τρεις οροσειρές πάνω από 2.000 μέτρα σε ένα νησί-, έχει μικρό κλήρο, οι οικογένειες είναι φυλετικές άρα καταργείται σχεδόν ο ταξικός διαχωρισμός κι αυτό ευνοεί τη δημιουργία συλλογικών συνειδήσεων με έντονο το επαναστατικό φρόνημα. Οι άνθρωποι λοιπόν βαθιά κατατεθλιμμένοι από την απουσία οράματος, από την απουσία οποιουδήποτε αέρα αλλαγής, έχουν ανάγκη από επαναστατικά και ηρωικά πρότυπα. Αυτά τα παράγει η Κρήτη σπάνια πια, αλλά στην ουσία αυτό που παίρνει η Αθηνά δεν είναι επαναστάτες κρητικούς, αλλά κρητο-τσολιαδακια από την Ομόνοια, ψεύτικα και χάρτινα όπως ψεύτικη και χάρτινη είναι ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, γιατί ο πολιτισμός χτίζεται από μικρές αποκλίνουσες μειοψηφίες κι ότι ωραίο γίνεται γύρω μας, δεν γίνεται από την εμπορευματοποίηση μιας μουσικής η ενός τρόπου ζωής αλλά από την ιερή ανάγκη των λίγων ακροβατών της σκέψης και του συναισθήματος. Όντως έχουν ανάγκη οι άνθρωποι από επαναστατικά αρχέτυπα, αλλά η έξαρση της κρητολαγνείας δεν είναι φαινόμενο που δίνει λύση σε αυτή την ανάγκη.
Η τέχνη…
Δεν πρέπει να κρίνουμε την κρητική ή την ποντιακή μουσική, αλλά ποιοι έχουν τα σπέρματα της οικουμενικής αφήγησης. Για μένα δεν υπάρχει τέχνη πάρα μόνο καλλιτέχνες. Η τέχνη είναι κάτι το ψευδές, είναι αστικό κατασκεύασμα και μάλιστα επικίνδυνο. Υπάρχουν μόνο καλλιτέχνες που επαναπροσδιορίζουν με τη ζωή τους το άγνωστο χωρίς να το ξέρουν εκ των προτέρων.
Κρητικός είναι…
Τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά του κρητικού ήταν η λιτότητα, που πια δεν υπάρχει. Η λιτότητα, η φιλοξενία, η αυταπάρνηση, ο κοσμικός χορός ζωής και θανάτου. Όποιος τα έχει αυτά είναι κρητικός, δεν παν να τον λένε και Σβετλάνα.
Μπορεί η Ελλάδα να εξάγει τις μουσικές της στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα μπορεί να εξάγει μόνο τις μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας που έχουν οικουμενική κίνηση και τάση –όπως κι αν λέγονται, αλλά σίγουρα όχι το οποιοδήποτε φολκλόρ. Μόνο ότι είναι οικουμενικό μπορεί να παντρευτεί με το οικουμενικό, τα υπόλοιπα είναι γραφικότητες ή πυροτεχνήματα. Η μόνη αληθινή μουσική είναι η μύχια ανάγκη αυτού που την παίζει και αυτού που τη δέχεται. Είναι η ουσία της διαλεκτικής αυτής σχέσης.
Μια μαντινάδα για φινάλε…
“Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει, Θέ μου και πως τηνε βαστά εκείνος που την έχει”
Τα Σάββατα 2 και 9 Νοεμβρίου, οι Χαΐνηδες θα εμφανιστούν στο Ρυθμό Stage.