Miss Violence
Η διπλά βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας 2013 (καλύτερη σκηνοθεσία, καλύτερος ηθοποιός), ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, ο οποίος επιστρέφει μετά το πολυβραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2008, Without, και καταδύεται για μια ακόμη φορά στα μυστικά και ψέματα που ευδοκιμούν σε μια φαινομενικά τυπική ελληνική οικογένεια.
Σύμφωνα με την υπόθεση, την ημέρα των γενεθλίων της, η εντεκάχρονη Αγγελική πηδάει από το μπαλκόνι και πέφτει στο κενό με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της. Η αστυνομία και η κοινωνική πρόνοια προσπαθούν να εξιχνιάσουν τον λόγο της πιθανής αυτοκτονίας. Η οικογένεια όμως υποστηρίζει σθεναρά πως ήταν ατύχημα. Ποιο μυστικό πήρε μαζί της η μικρή Αγγελική; Γιατί η οικογένεια επιμένει να την «ξεχάσει» και να συνεχίσει τη ζωή της; Αυτές είναι οι απαντήσεις που αναζητά η κοινωνική πρόνοια, όταν τους επισκέπτεται στο άψογα τακτοποιημένο τους σπίτι. Ο πατέρας έχει φροντίσει να μη λείπει τίποτα. Φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να τους προδώσει. Όμως ο καλογυαλισμένος κόσμος της οικογένειας θα θρυμματιστεί σταδιακά και όλοι θα αναγκαστούν να έρθουν αντιμέτωποι με αυτό που για χρόνια έκρυβαν.
Καλογυρισμένη, με αρκετή εφευρετικότητα ως προς τα πλάνα, η ταινία ακολουθεί την παράδοση αρκετών ταινιών του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, που χαρακτηρίζονται από δύο στοιχεία: την έντονη βία και την καταγγελία της οικογένειας. Η ψυχρότητα των καταστάσεων και η αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση θυμίζει «Κυνόδοντα», αλλά με πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Τα χρώματα του έργου και η τυπικότητα των χαρακτήρων θυμίζουν περισσότερο Βόρεια Ευρώπη, παρά Ελλάδα.
Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Πίσω από μια υποτίθεται καλογυαλισμένη (έτσι προσπαθεί απεγνωσμένα να την δείξει η κάμερα) κι ένα πέπλο στημένης και προσποιητής ευγένειας, κρύβεται το «άγριο» πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας και του κυττάρου της, της οικογένειας. Αιμομιξία, εκμετάλλευση, εκπόρνευση, αλλά και… καταπίεση για μεγάλους βαθμούς και καλή διαγωγή στο σχολείο.
Από κάποιο σημείο όλο αυτό σου βγάζει μια υπερβολή. Υπάρχει μια γενικευμένη καταγγελία του μικροαστισμού και της ελληνικής οικογένειας, που ενώνει στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους. Δεν το καταλαβαίνεις τόσο πολύ κατά την διάρκεια της ταινίας, γιατί το σενάριο σου σερβίρει τα δεδομένα με έξυπνο τρόπο, ώστε να σε κρατάει σε κάποια (ήπια) αγωνία, αλλά κυρίως σε μια κατάσταση κατήφειας. Το καλό με το έργο, πάντως, είναι πως στο φινάλε υπάρχει μια αίσθηση δικαιοσύνης, που σε ανακουφίζει από όλη αυτή τη φόρτιση.
Ως προς τις ερμηνείες, τόσο ο βραβευμένος στη Βενετία Θέμης Πάνου, στον ρόλο του «προστάτη» (με τις διάφορες σημασίες του όρου) οικογενείας, που κρύβει πίσω από μια προσποιητή ευγένεια ένα ένοχο μυστικό, όσο και η Ρένη Πιττακή δίνουν αξιόλογες ερμηνείες. Καλές είναι και οι Ελένη Ρουσινού και η Σίσσυ Τουμάση, θύματα αυτής της κατάστασης. Υπάρχουν μικρά ρολάκια για σημαντικούς ηθοποιούς, όπως η Μαρία Σκουλά, ο Νίκος Χατζόπουλος, ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Χρήστος Λούλης κ.α. που ανεβάζουν την ποιότητα του καστ.
Σε γενικές γραμμές, η ταινία ακολουθεί με αρκετή ικανότητα έναν δρόμο που έχει δώσει κάποια εξωστρέφεια και βραβεία στο ελληνικό σινεμά, με αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση σε συνδυασμό με ακραία βία και ισοπέδωση των ιερών και τα όσιων της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για ένα βαρύ έργο- και λόγω θέματος. Είναι καλογυρισμένο μέσα σε μια συγκεκριμένη αισθητική άποψη, αλλά υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις και δόσεις υπερβολής στην υπόθεση.
Γιώργος Σμυρνής