Είδαμε το «Όλα για τη μητέρα μου» στο Ακροπόλ – Μητρικό φίλτρο
Η ευαίσθητη σχέση ανάμεσα σε μητέρα και παιδί σε πολλαπλά επίπεδα εξετάζεται με έντονα συναισθηματικό, αλλά και προκλητικό τρόπο στο «Όλα για τη μητέρα μου» την θεατρική μεταφορά της διάσημης ταινίας του Πέδρο Αλμοδοβάρ. Η παράσταση ανεβαίνει στην σκηνή του Ακροπόλ σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια.
Το «Όλα για τη μητέρα μου» ήταν μια ταινία με παγκόσμια αναγνώριση. Είχε έντονο το μελοδραματικό στοιχείο και στοιχεία πρόκλησης. Δεν είχε τη σουρεαλιστική τρέλα και τους έντονους ρυθμούς άλλων ταινιών του, ενώ εστίαζε περισσότερο στην συγκίνηση με αρκετό ρεαλισμό.
Το έργο περιέχει πολλούς ιδιόρρυθμους ή δραματικούς χαρακτήρες γυναικών, κυρίως, και μια τραβεστί. Μιλάει για μια μητέρα που χάνει το γιο της, σε δυστύχημα, όταν αυτός τρέχει να πάρει αυτόγραφο από μια διάσημη ηθοποιό. Η μητέρα μπαίνει στον κόσμο αυτής της ηθοποιού, η οποία έχει ένα (σχεδόν μητρικό) πάθος με μια νεότερη ναρκομανή ηθοποιό, η οποία την εκμεταλλεύεται. Στην ιστορία υπάρχει και μία καλόγρια, που μένει έγκυος, παθαίνει και AIDS και γεννάει το παιδί της, λίγο πριν πεθάνει. Και μια τραβεστί, η οποία έχει ένα κωμικό ρόλο στο έργο. Γενικά, μιλάει για πολύ δύσκολες καταστάσεις, συναισθηματικά φορτισμένες, με επίκεντρο τον έρωτα, τη μητρική αγάπη και τη διαφορετικότητα. Τελικά, καταφέρνει, παρά το βαρύ φορτίο των καταστάσεων, και γίνεται ένας ύμνος στη συμφιλίωση, με καταλύτη τη μητρική αγάπη- ίσως το πιο δυνατό συναίσθημα, όπως μάλλον το αξιολογεί ο Αλμοδοβάρ.
Το ν’ ανεβάσεις, βέβαια, μια γνωστή ταινία σε θεατρική παράσταση είναι ρίσκο. Εκτός από την αυτονόητη συγκριση με το πρώτο έργο, υπάρχει και το θέμα των τεράστιων διαφορών ανάμεσα σε θέατρο και σινεμά. Βλέποντας, το θεατρικό «Όλα για τη μητέρα μου», ένιωσα σαν να ακούω ένα τραγούδι, που είχα ακούσει από έναν σπουδαίο τραγουδιστή, ερμηνευμένο από κάποια κατώτερη φωνή και συνοδευόμενο κι από κατώτερη ορχήστρα, με διαφορετικά πάντως όργανα.
Τα αφαιρετικά σκηνικά δεν βοηθούν την εναλλαγή σκηνών. Το προκληστικό στοιχείο στην παράσταση είναι αδύναμο και αρκετά γραφικό και έτσι δεν γίνεται η απεικόνιση της «άγριας πλευράς» της πόλης, όπως συμβαίνει στο αλμοδοβαρικό σύμπαν. Και είναι κουραστικές οι επαναλήψεις μίας σκηνής από το «Λεωφορείον ο πόθος», το οποίο παίζεται διαρκώς σ’ ένα εύρημα θεάτρου εν θεάτρω. Το φάντασμα του πεθαμένου γιου έρχεται και ξαναέρχεται στην σκηνή, αλλά ούτε αυτό προσφέρει κάποια ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση.
Ως προς τις ερμηνείες, αυτές που μου άρεσαν ήταν η Γωγώ Μπρέμπου, η οποία παίζει την άβγαλτη καλόγρια, που μένει έγκυος και αρρωσταίνει, αλλά κι η Νένα Μεντή, που ερμηνεύει τη φτασμένη ηθοποιό, που υποφέρει από τον έρωτα για μια νεότερη ηθοποιό της. Το πιο ιντριγκαδόρικο εύρημα της σκηνοθεσίας ήταν ότι έβαλε την Κατερίνα Λέχου να παίξει την τραβεστί. Έβαλε δηλαδή μια γυναίκα να παίξει έναν άντρα που παριστάνει τη γυναίκα. Είναι μια παράξενη εξίσωση, καθώς αναγκάζει την Λέχου να προσπαθεί και να είναι υπερβολική ως γυναίκα (αφού ένας τραβεστί προσπαθεί με την υπερβολή να καλύψει την απουσία θηλυκότητας), αλλά και να είναι και λίγο αντράκι. Το φυζίκ της, με το σώμα μοντέλου και το όμορφο παρουσιαστικό, μάλλον την εμποδίζει να δείχνει πειστική σε αυτό τον ρόλο, παρά την φιλότιμη προσπάθεια της.
Γενικότερα, η παράσταση «Όλα για την μητέρα μου» είναι μια μέτρια μεταφορά στο θέατρο ενός σημαντικού κινηματογραφικού έργου. Η παράσταση δεν αξιοποιεί πλήρως το ταλέντο των ηθοποιών, αλλά καταφέρνει να αναδείξει τις συγκρούσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες. Ωστόσο, δεν προσφέρει κάτι νέο σε σχέση με το ορίτζιναλ «Όλα για τη μητέρα μου» και αποτελεί μια δημιουργία σαφώς υποδεέστερη του προτύπου της.
Γιώργος Σμυρνής