Είδαμε το «Τέλος» στη Στέγη- Τα απομεινάρια μιας κουλτούρας!
«Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», αλλά όχι για πολύ ακόμα, στην πειραματική παράσταση «Τέλος» του Σίμου Κακάλα. Η παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη ασχολείται με το τέλος (ένα τραγικό φινάλε) της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της.
Η παράσταση ξεκινάει από το τέλος και επιμένει σε αυτό. Μιλάει για έναν κόσμο που καταρρέει και το μόνο που απομένει είναι μια χούφτα άνθρωποι στα όρια της εξαθλίωσης, που έχουν στη διάθεση τους τα απομεινάρια του πολιτισμού, τα οποία παρεμπιπτόντως είναι έργα σε απαισιόδοξες στιγμές δημιουργών, που μιλούν επίσης για το τέλος. Αλλά και μία κονσέρβα, για την οποία κάποια στιγμή θα χυθεί αίμα.
Η τέχνη του 20ου αιώνα ήταν μια αρκετά απαισιόδοξη τέχνη. Άλλωστε, οι μεγάλες της κορυφώσεις ήρθαν πάνω-κάτω στο τέλος και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, οι οποίοι δημιούργησαν μια πολύ ζοφερή εικόνα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Μέσα σε αυτό το πνεύμα κινούνται και τα διάφορα θραύσματα από έργα λογοτεχνίας, που επιλέγει ο Κακάλας, για να δώσει λίγο κείμενο στην παράστασή του. Μπέκετ, Έλιοτ και άλλοι δημιουργοί, που μιλούν για το τέλος με διάφορους τρόπους.
Η παράσταση ξεκινά με την περιγραφή μιας σφαγής, που υπονοεί ότι ένας μεγάλος πόλεμος φέρνει τη συντέλεια του ανθρώπου. Μετά μερικοί άνθρωποι εμφανίζονται πάνω σε ένα επικλινές βάθρο. Είναι βρόμικοι, κουρελήδες, πεινασμένοι, εκτεθειμένοι στα πιο βίαια ένστικτα, προκειμένου να επιβιώσουν. Υπάρχουν κάποιες στιγμές ευαισθησίας, αλλά και στιγμές αγριότητας, επαναλήψεις, διάλογοι χωρίς νόημα.
Πρόκειται για μια συρραφή λίγων και μικρών σε διάρκεια κειμένων. Η συνοχή σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όπως συμβαίνει συνήθως με τις συρραφές, είναι περιορισμένη. Η αφηγηματική ροή επίσης είναι πολύ μικρή. Η παράσταση περισσότερο ενδιαφέρεται να δημιουργήσει εικόνες και συμπλέγματα ηθοποιών, με τους φωτισμούς να παίζουν σημαντικό ρόλο. Επίσης, τα λογοτεχνικά έργα, επειδή είναι σε αποσπασματική μορφή, χάνουν την επαφή με τα δικά τους συμφραζόμενα και μπαίνουν στο εσχατολογικό context που έχει δημιουργήσει ο Κακάλας.
Οι στιγμές της παράστασης, που μου τράβηξαν το ενδιαφέρον, είναι όταν γίνεται φονικό για μία κονσέρβα και η απαγγελία στίχων από τη “Ρημαγμένη Γη” ή “Έρημη Χώρα” (το The Wasted Land του Έλιοτ, τέλος πάντων.) Έτσι όπως είναι δομημένο το έργο και με τους ηθοποιούς να δείχνουν ξεψυχισμένοι, γιατί ήρθε το «Τέλος», οι ερμηνείες δεν φτάνουν σε υψηλά υποκριτικά επίπεδα.
Γενικά, το «Τέλος» είναι μια παράσταση με ένα εσχατολογικό θέμα, το οποίο αναλύσει ελάχιστα και προτάσσοντας κυρίως την εικόνα και την σκηνοθετική άποψη. Δεν δίνει και τόσα πολλά, κατά τη γνώμη μου, και δεν σε μαγνητίζει. Στα συν του είναι, πάντως, ότι εκφράζει μια αρκετά σύγχρονη θεατρική αισθητική.
Γιώργος Σμυρνής