Είδαμε το «Tabac Rouge» στη Στέγη- Ποιητικό υπερθέαμα
Ποιος είπε ότι μια ιδιαίτερα θεαματική σκηνική δημιουργία δεν μπορεί να έχει μέσα της το στοιχείο της ποίησης; Η παράσταση Tabac Rouge του εγγονού του Τσάπλιν Τζέημς Τιερρέ, αποδεικνύει ότι το θέαμα και η ποίηση μπορούν να συνυπάρχουν με έναν θαυμάσιο τρόπο.
Το Tabac Rouge (Κόκκινος Καπνός) είναι μια παράσταση που συνδυάζει πολλά είδη τέχνης, από το χορό μέχρι την οφθαλμαπάτη του ταχυδακτυλουργού, το θέατρο, τη μουσική, την ακροβασία, την υψηλή εικαστική τέχνη.
Σε ένα θεαματικό σκηνικό, όπου μια μηχανή από καθρέφτες κινείται διαρκώς και πολλαπλασιάζει το χώρο, εκτυλίσσεται η ιστορία ενός απογοητευμένου και κακομαθημένου βασιλιά, ο οποίος έχει βαρεθεί το σύστημα που εξουσιάζει, όμως δεν μπορεί να παραιτηθεί. Ο «σαιξπηρικός» αυτός χαρακτήρας περιστοιχίζεται από χορευτές και ακροβάτες παγιδευμένους σε ένα χορό τελετουργικό, με τον οποίο προσπαθούν να ξορκίσουν την απόγνωση της μικρής κοινωνίας τους.
Το έργο έχει πολιτικά στοιχεία. Το ένα είναι ο χαρακτήρας μιας κατεστημένης εξουσίας που μέσα στα χρόνια σαπίζει (το συμβολίζει ο γερασμένος βασιλιάς, τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο Τιερρέ). Υπάρχει το στοιχείο της Αυλής, που στην ουσία αποφασίζει στο όνομα του ανίκανου να αφοσιωθεί με τα διοικητικά του καθήκοντα ηγέτη και προσπαθεί να τον κρατήσει ζωντανό, έστω κι αν είναι ένα ανθρώπινο ερείπιο, για να διαιωνίζει την εξουσία της. Και υπάρχει και το στοιχείο της νεότητας και της επανάστασης, που στο τέλος, με μια ηρωική (και ρομαντική) εξέγερση παρασέρνει και τον Βασιλιά σε μια ανανέωση και σε έναν οραματισμό ενός μέλλοντος. Με δεδομένο ότι πρόκειται για χορό και απουσιάζει ο λόγος, η αφήγηση- παρά τις όποιες κάπως δυσνόητες στιγμές για τον όχι πολύ εξοικειωμένο με τα πολιτικά θέματα θεατή – ήταν αρκετά καθαρή.
Αυτό που βέβαια σε κερδίζει είναι το υψηλό επίπεδο της χορογραφίας και η τεχνικές δεξιότητες των χορευτών. Άψογοι κινησιολογικά, σε εμπνευσμένες χορογραφίες, αξιοποιούν κάθε ίντσα του σκηνικού χώρου και κάποιες φορές και κάτι περισσότερο, χορεύοντας ενίοτε και πάνω στα μέρη του σκηνικού, όπως το γραφείο. Στη συγκεκριμένη χορευτική δράση το σώμα γίνεται μηχανή τόσο συμβολικά όσο και πραγματικά. Τα σώματα των χορευτών τρύπωναν κάτω από μέρη του σκηνικού, με ρόδες και γίνονταν αυτά η κινητήριος δύναμη της διαρκώς μετακινούμενης σκηνογραφίας. Αλλά δεν είναι μόνο η κλάση τους και ο μόχθος, αλλά κι ο τέλειος συγχρονισμός τους μέσα σε μια παράσταση, όπου όλα λειτουργούν σαν ένα άρτια κουρδισμένο ρολόι.
Σ’ αυτό το μαγευτικό θέαμα, κάποιες στιγμές οι σκηνοθετικές εμπνεύσεις και οι εικόνες είχαν το στοιχείο ακόμα και της ταχυδακτυλουργίας. Το σκηνικό και ο τρόπος που το διαχειρίζονταν ήταν πραγματικά μεγαλόπρεπο. Μια αίσθηση πολυτέλειας, υψηλής αισθητικής, αλλά και ποιητικότητας. Ιδίως στο φινάλε, όπου το σκηνικό από τους καθρέφτες σηκώνεται στον αέρα, με όλα τα τζάμια να κρέμονται και να δημιουργούν αντικατοπτρισμούς και αντανακλάσεις, απογείωνε την παράσταση.
Η μουσική της παράστασης ήταν ένα μαγικό πάντρεμα κλασικών και σύγχρονων ποπ ήχων. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται η μουσική, οι μουσικές παραλλαγές στα κομμάτια και οι συνδυασμοί διαφορετικών μουσικών ειδών ήταν όλα πολύ δημιουργικά και με μεγάλη αξιοσύνη φτιαγμένα. Το ίδιο ισχύει για την συνολική αισθητική των κοστουμιών και της σκηνογραφίας. Μολονότι συνδυάζει στοιχεία από πολλές διαφορετικές εποχές και αισθητικές παραδόσεις, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα συμπαγές, ενιαίο αισθητικό σύνολο που και σε γεμίζει, αλλά και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βλέπεις κάτι πραγματικά πρωτοποριακό.
Συνολικά, το Tabac Rouge είναι μια παράσταση που ενώνει το χορό με πολλές άλλες τέχνες και αφηγείται μια ιστορία με πολιτικά αναφερόμενα, αλλά και ανθρώπινο στοιχείο. Δεν είναι απλά μια τέλεια συγχρονισμένη (καλοκουρδισμένη) παράσταση. Είναι ο ορισμός του τέλειου συγχρονισμού. Και αυτό το άρτιο αποτέλεσμα από τους performers συνδυάζεται με μια μαγεία εικόνων και ήχων, που δημιουργεί ένα θαυμάσιο και ποιητικό οπτικοακοουστικό δημιούργημα.
Γιώργος Σμυρνής