Ο Λύκος της Wall Street
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε ακολουθεί την εξωπραγματική άνοδο, τη γεμάτη απολαύσεις ζωή, αλλά και την πτώση του Τζόρνταν Μπέλφορντ, του χρηματιστή από τη Νέα Υόρκη, που έκανε μια περιουσία εξαπατώντας επενδυτές. Με μια παράλογη περιουσία στα χέρια του, από πολύ νεαρή ηλικία, τη διοχέτευσε όλη σε μια ατελείωτη σειρά από αφροδισιακά: γυναίκες, κοκαΐνη, αυτοκίνητα, σε μια ζωή χωρίς όρια. Το “καλό” όμως δεν κρατάει για πάντα.
«Το όνομά μου είναι Τζόρνταν Μπέλφορντ. Όταν έκλεισα τα 26, έβγαζα 49 εκατομμύρια δολλάρια, που με τσάντιζε πραγματικά, γιατί ήταν κάτι λιγότερο από 1 εκατομμύριο δολλάρια την εβδομάδα».
«Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90, η Γουόλ Στριτ, ήταν τρομερά ανεξέλγκτη, σχεδόν Άγρια Δύση», δηλώνει ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο , πρωταγωνιστής και συμπαραγωγός στην ταινία. «Ο Τζόρνταν Μπέλφορντ, ήταν ένας μεταξύ πολλών που το εκμεταλλεύτηκε κι έκανε γιγαντιαία περιουσία. Για μένα, η ιστορία του ενσωματώνει τη συγκεκριμένη εποχή που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λειτουργούσαν τόσο στραβά».
ΤΟ TRAINSPOTTING ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ
«Αυτή η ιστορία, ήταν σαν ένας μοντέρνος Καλλιγούλας για μένα», συνεχίζει ο ΝτιΚάπριο Η αλήθεια είναι πως η ζωή των όχι και τόσο νόμιμων “μάγων” της Wall Street, όπως περιγράφεται στην ταινία, θυμίζει αρκετά ρωμαϊκά όργια. Άλλωστε, η Wall Street είναι μια σύγχρονη οικονομική αυτοκρατορία, η οποιία διαχειρίζεται οικονομικούς πόρους αδιανόητους για οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο. Οι διαχειριστές των χρημάτων αυτών είχαν τα μέσα και τη διάθεση να ξοδεύουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε εξωφρενικά γλέντια με πόρνες και στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών- τους βοηθούσε να αποδίδουν καλύτερα, ισχυρίζονται, για να διασκεδάσουν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ήταν εθισμένοι σε αυτά.
Επίσης, ο Σκορσέζε, μην έχοντας ειδεχθή εγκλήματα να καταγράψει (όπως στις ταινίες που τον έκαναν διάσημο) – τα οικονομικά εγκλήματα του χρηματιστηρίου, δεν είναι τόσο γλαφειρά για το σινεμά- έδωσε μεγάλο μέρος της ταινίας στο πολυτελές και επιφανειακό lifestyle, γυμνό και σεξ. Ωραίες γυναίκες, ως επί το πλείστον γυμνές, υπερπολυτελή αυτοκίνητα της εποχής, φεράρι σαν αυτή του Σόνι Κρόκετ στο Miami Vice, και μια Λαμποργκίνι, επίσης της ίδιας περιόδου, κότερα, ελικόπτερα, τεράστιες επαύλεις.
Το έργο αρχικά είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Όμως, από κάποιο σημείο και μετά γίνεται επαναλαμβανόμενο κι η υπερβολή των διασκεδάσεων κουράζει. Είναι υπερβολικά εστιασμένο στο σεξ και τα ναρκωτικά και το πολυτελές lifestyle, με τον Σκορσέζε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο πώς θα κάνει πιο προκλητικό και πιασάρικο το έργο του, παρά στην ουσία. Μοιάζει να προσπαθεί να βάλει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη: να γίνει το Trainspotting των πλουσίων (sex, drugs και πολύ χρήμα στη θέση του rock n roll) και από την άλλη να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ιστορία εντυπωσιακής ανόδου και απότομης πτώσης, που να καταγγέλει όμως και τις λαμογιές μερίδας της Wall Street. Η συνταγή μοιάζει να μη δένει απόλυτα.
Πάντως, είναι στα συν του έργου ότι ο θεατής νιώθει αποστροφή για τους πρωταγωνιστές.
Ο ΚΑΛΟΣ Ο ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Ο “ΚΑΚΟΣ Ο ΛΥΚΟΣ”
Οι μεθοδεύσεις με τις οποίες αυτοί οι άνθρωποι χειραγωγούσαν την αγορά, καταγράφονται, αλλά στα “πεταχτά”. Επίσης, ο πρωταγωνιστής και η “γραφική” ομάδα γύρω του (κάτι λαϊκοί τύποι, λαμόγια της πιάτσας, σχεδόν αγράμματοι, αλλά αδίστακτοι) παρουσιάζονται σαν μια ειδική (μοναδική) περίπτωση. Είναι ο τρόπος που επιλέγει συνήθως το Hollywood, για να προβάλει μια ιστορία. Απουσιάζουν οι γέφυρες δηλαδή με τον περίγυρο- για παράδειγμα, δεν βλέπουμε τι έκαναν κι οι ανταγωνιστές τους και πώς αντιδρούσαν στις μεθοδεύσεις αυτής της χρηματιστηριακής Λυκο-συμμορίας.
Επί της ουσίας πρόκειται για μια συνηθισμένη κινηματογραφική μάχη ανάμεσα στον “καλό” αστυνομικό του FBI και τον κακό το “Λύκο” της Wall Street. Το έργο γίνεται και λίγο ηθικοπλαστικό στο φινάλε του, καθώς αυτός που κέρδισε γρήγορα και με παράνομο τρόπο, έχει μεγάλες περιπέτειες με τις αρχές και βλέπει τη ζωή του να κλειδωνίζεται. Αλλά δεν παύει να μαγνητίζεται και το ίδιο από τη γοητεία του εύκολου πλουτισμού και του επιφανειακού life style, τα οποία, υποτίθεται, κατακεραυνώνει. Εύκολες απαντήσεις, όμως, δεν υπάρχουν σε τίποτα. Η ταινία κινείται και στην περιοχή του γκρίζου. Ο αδιάφθορος αστυνομικός, που κυνηγάει χωρίς έλεος τα “λαμόγια” της Wall Street, φαίνεται ότι νιώθει κι έναν φθόνο για τον λαμπερό τρόπο ζωής τους. Ανθρώπινο είναι. Όλοι, κατά βάθος, μαγνητίζονται από την ιδέα του πλούτου και της πλασματικής πληρότητας, που γεννάει.
Η σκηνοθεσία, πέρα από την δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην ηθικολογία και το όργιο, που προσπαθεί να κρατήσει, επιχειρεί και κάποιες καινοτομίες σε σχέση με την αφήγηση (voice over). Έτσι, ο αφηγητής (ΝτιΚάπριο) δεν αρκείται στο voice over (φωνή), αλλά πολλές φορές μιλάει μπροστά στην κάμερα, όντας ο αφηγητής και όχι ο πρωταγωνιστής. Ένα τρικ που το κάνουν συχνά στο θέατρο, αλλά σπάνια το βλέπεις στο σινεμά. Επίσης, συχνά ακους τη σκέψη των πρωταγωνιστών να κάνει διάλογο, κάτι, όμως, που χρησιμοποιείται για καλαμπούρι, παρά κάνει διείσδυση στον ψυχισμό των ηρώων.
Ως προς τις ερμηνείες, κινούνται σε καλά επίπεδα συνολικά. Αξιοπρεπής είναι η ερμηνεία του ΝτιΚάπριο, μόνιμου πια συνεργάτη του Σκορσέζε. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία του Ζαν Ντιζαρντέν (The Artist) στον ρόλο του Ελβετού τραπεζίτη. Ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου ήταν ο Μάθιου ΜακΚόναχι (αυτός που μυεί τον “πρωτάρη” ΝτιΚάπριο στα κόλπα και κυρίως στη λογική του αμερικανικού χρηματιστηρίου). Δίνει μια σπουδαία ερμηνεία. Αλλά παίζει για πολύ μικρό διάστημα στην ταινία, οπότε δεν διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο.
Γενικά, η ταινία του Σκορσέζε δεν είναι από τις καλύτερες του, ούτε όμως κι από τις χειρότερες του. Έχει ενδιαφέρον, γεννά ηθικά ερωτήματα, μαγνητίζει το βλέμμα με το προκλητικό στοιχείο (σεξ και ναρκωτικά), το χιούμορ και τις αποκαλύψεις. Από κάποιο σημείο και μετά, αυτή η υπερβολή κουράζει και μοιάζει να χάνει λίγο το στόχο της. Πάντως, προς το φινάλε βρίσκει τις ισορροπίες της.
Γιώργος Σμυρνής