Είδαμε το «Ζητείται Κλόουν Ηλικιωμένος» στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας- Περιμένοντας την οντισιόν
Μια αλλόκοτη συνέντευξη εργασίας που ποτέ δεν έρχεται και τρεις ηλικιωμένοι άνθρωποι που την περιμένουν, είναι το θέμα του θεατρικού έργου «Ζητείται Κλόουν Ηλικιωμένος» του Ρουμάνου συγγραφέα Ματέι Βίσνιεκ. Η παράσταση ανεβαίνει στην Β Σκηνή στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου.
Το έργο γράφτηκε το 1987, όταν το καθεστώς Τσαουσέσκου στη Ρουμανία ήταν στα τελευταία του. Η υπόθεση του έργου αφορά τρεις άνεργους κλόουν σ’ ένα χώρο αναμονής. Και οι τρεις περιμένουν για μια αγγελία που γράφει ότι ζητείται ένας κλόουν ηλικιωμένος.
Το παράδοξο της υπόθεσης ξεκινάει ήδη από τα προαπαιτούμενα που θέτει η αγγελία. Πέρα από το ζητείται κλόουν, το οποίο ήδη είναι ένα ιντριγκαδόρικο θέμα, αυτό που ξενίζει περισσότερο είναι το «ηλικιωμένος». Συνήθως, στις αγγελίες, όταν ψάχνουν για εργαζόμενους, ζητούν κυρίως νέους. Φυσικά, επειδή το έργο κινείται αρκετά στη σφαίρα του θεάτρου του Παραλόγου, δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί «ζητείται κλόουν ηλικιωμένος», όπως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιος είναι αυτός ο Γκοντό, που σε όλη την παράσταση τον περιμένουν.
Η ώρα περνάει, η οντισιόν δεν γίνεται και οι τρεις άνθρωποι προσπαθούν με κάθε τρόπο να σκοτώσουν το χρόνο τους. Επειδή χρειάζονται τη δουλειά, προσπαθούν ο καθένας να υποβιβάσει ή να μεταπείσει τους ανταγωνιστές του. Πολλές πληροφορίες που δίνουν είναι αντικρουόμενες και είτε λένε ψέματα, είτε έχουν ξεχάσει την πραγματικότητα με τα χρόνια. Γίνονται κωμικοτραγικοί μέσα σε μια παράσταση που αναδεικνύει τόσο την φθορά τους, όσο και την ανάγκη τους. Φυσικά, ένα σύστημα που οι γέροι έχουν ανάγκη να εργαστούν και περιμένουν με τις ώρες για μια αγγελία, δεν είναι ένα υγιές σύστημα. Παράλληλα, δείχνει το φθαρτό και το μάταιο του κόσμου του θεάματος και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας- κι οι κλόουν είναι άνθρωποι του θεάματος.
Το έργο πάντως δεν είναι τόσο εμπνευσμένο και στερείται πλοκής και δράσης, που θα το κάνει πιο ενδιαφέρον. Έτσι αφήνει πολλά στις πλάτες των ηθοποιών. Από αυτούς την καλύτερη ερμηνεία δίνει ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο οποίος συνδυάζει απλότητα και πειστικότητα. Ικανοποιητική είναι κι η ερμηνεία του Νίκου Αλεξίου, ενώ μέτριος είναι ο Γρηγόρης Γαλάτης.
Σε γενικές γραμμές, η παράσταση έχει κάποιες στιγμές χιούμορ και μια θλιμμένη αλλά με ανθρωπιά άποψη για τη ζωή, το παράλογο και τη ματαιότητα των πραγμάτων, που έχει μια ποιητικότητα. Αλλά κινείται αρκετά αργά και είναι κάπως κουραστική, σε ένα έργο που δεν βγάζει μεγάλο πλούτο ιδεών και εμπνεύσεων.
Γιώργος Σμυρνής