Ο κύριος Χουβαρδάς διαβάζει το χιόνι
Το «πηγαίνω στο θέατρο» έγινε για μένα κατά κανόνα ένα «αποχωρώ από το θέατρο»-και μάλιστα στο διάλειμμα. Ένιωθα την ανάγκη να απομακρυνθώ το γρηγορότερο από αυτή τη γλοιώδη «πολιτιστική συναίνεση» που ήταν έτοιμη να μου κλέψει το κουράγιο να αντιμετωπίσω τη ζωή. Η κατάσταση στο θέατρο έχει κάτι κλειστοφοβικό-κάθεσαι στη μέση μιας σειράς σε έναν σκοτεινό, κλειστό χώρο. Αυτή την ατμόσφαιρα όταν γράφω τη μεταφέρω εντελώς ασυνείδητα στην ατμόσφαιρα του έργου*.*Jon Fosse Δοκίμια, πρόγραμμα της παράστασης Τόσο όμορφα, Θέατρο Αμόρε, Αθήνα 2004, σ.10. Από την Αγγελική Ξυνού
Φέτος στη σκηνή του θεάτρου Πορεία, ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το έργο του Jon Fosse Παραλλαγές θανάτου. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνεται με έργο του Νορβηγού συγγραφέα -η πρώτη ήταν η σκηνοθεσία του έργου Τόσο όμορφα στο θέατρο Αμόρε τον Μάρτιο του 2004.
Η ιδιομορφία των έργων του Jon Fosse έγκειται στην υπαγόρευση μίας πολύ συγκεκριμένης ψυχρότητας στην απόδοση τόσο του σκηνικού χώρου όσο και των χαρακτήρων, ψυχρότητα η οποία αν αποδοθεί με ακρίβεια, τελικά δημιουργεί μεγάλο συναισθηματισμό. Το κείμενο πραγματεύεται την έννοια του Τέλους. Το τέλος του έρωτα ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι, το τέλος της σχέσης, του γάμου, της ευτυχίας, και κυρίως το τέλος που βάζει η κόρη του ζευγαριού στη ζωή της. Τα πρόσωπα των γονιών διαιρούνται σε δύο ηλικίες, τη νεότητα που τους έφερε κοντά και την ωριμότητα όπου ξανασυναντιούνται με αφορμή το θάνατο του παιδιού τους. Οι δύο ηλικιακές φάσεις εξυπηρετούνται από τέσσερις ηθοποιούς. Και οι τέσσερις ηθοποιοί (Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Μαρία Πρωτόπαπα, Γιάννος Περλέγκας) φοράνε λευκά ρούχα. Το λευκό ορίζει και την πίστα από πάγο όπου η κόρη χορεύει σόλο ή ντουέτο με τον αινιγματικό εραστή της. Ενώ η πλοκή του έργου δεν πλαισιώνεται από ορισμένο τόπο και χρόνο, το σκηνικό, σαν σημειώσεις πάνω στο κείμενο και τη σκηνή του θεάτρου, ορίζει το τοπίο που φέρει μέσα του ο συγγραφέας: πάγος, σκληρό φως, διαφάνειες και άνθρωποι ντυμένοι στα λευκά.
Φανταστείτε σε μια χώρα σαν τη Νορβηγία, ένα μπουκάλι, ένα σουγιά, ή ακόμα κι ένα πουλί ή ζώο, εγκλωβισμένο σ’ ένα κομμάτι πάγου, έκπληκτο κι ακινητοποιημένο. Ανάμεσα στο παγιδευμένο από το ψύχος αντικείμενο και το εξωτερικό στρώμα του πάγου, μεσολαβούν λεπτότερα και πιο εύθραυστα φιλμ. Στο έργο του Fosse όταν τα πρόσωπα εκφράζουν βαθιά συναισθήματα, αυτά δεν είναι τα σημαντικά. Τα σημαντικά βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο, σαν αυτά τα πέπλα ψύχους που παγιδεύουν τη ζωή και τα σύμβολά της.
Στις παραλλαγές θανάτου όλα είναι παγωμένα, τα πρόσωπα, οι εκφράσεις τους, τα λόγια. Όλα, εκτός από τον Χρόνο που ελίσσεται σαν επιδέξιος σκιέρ ανάμεσα στο Πριν και το Τώρα. Οι διαδρομές του είναι μια μεταφορά στη σκέψη των ανθρώπων, στο παρελθόν και το παρόν τους. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της γραφής του Fosse ή της σκηνοθεσίας του Χουβαρδά; Πρόκειται για τη λαμπρή στιγμή όπου ο συγγραφέας βρίσκει τον σκηνοθέτη του, και το αντίστροφο.