MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
13
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Είδαμε το TOC TOC στο θέατρο ΗΒΗ: Κλασικές περιπτώσεις βλάβης!

Η κοσμοσυρροή στο θέατρο ΗΒΗ δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Την επιτυχία του “Ο παππούς έχει πίεση” φαίνεται πως συνεχίζει τώρα το “Τοκ Τοκ”. Το ότι πρόκειται και για έργο του Laurent Baffie, μας κίνησε την περιέργεια για να στηθούμε κι εμείς στην ουρά για το ταμείο, που ξεχωρίζει τα βράδια στην οδό Σαρρή.από την Αργυρώ Σταυρίδη

Monopoli Team

5 ήρωες, 5 ασθενείς με ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές: ένας κύριος που βωμολοχεί συνεχώς και χωρίς αιτία (Χρήστος Βαλαβανίδης), ένας ταξιτζής με αριθμομανία (Κώστας Σπυρόπουλος), μια θεούσα με ανάγκη να τσεκάρει διαρκώς αν έχει ξεχάσει κάτι στο σπίτι (Ματθίλδη Μαγγίρα), μια υποχόνδρια (Θωμαή Ανδρούτσου), μια νεαρή που επαναλαμβάνει ό,τι λέει (Κατερίνα Γερονικολού) και ένας νεαρός που έχει μανία με την συμμετρία (Ορφέας Παπαδόπουλος). Όλοι τους θα συναντηθούν στο γραφείο του γιατρού με τον οποίο έχουν ραντεβού, και ο οποίος όμως αργεί πολύ.

Το έργο ασχολείται όχι με το τι προκάλεσε τις διαταραχές τους αλλά με τη δυναμική της στιγμής: τα ευτράπελα που προκαλεί η συνάντηση αυτών των πέντε “πυροβολημένων” στον ίδιο χώρο. Γι’ αυτό εκτός από τις ερμηνείες έχουν μεγάλη σημασία ο ρυθμός και η χημεία των πρωταγωνιστών, σημεία που συγκαταλέγονται στα θετικά στοιχεία της παράστασης, αφού οι ηθοποιοί “δένουν” καλά μεταξύ τους και η εξέλιξη περιλαμβάνει αρκετά ενδιαφέροντα συμβάντα. Από κει και πέρα υπάρχουν ανισότητες στον βαθμό επιτυχίας με τον οποίο ο κάθε ηθοποιός ερμηνεύει τον χαρακτήρα-καρικατούρα του.

Τον Χρήστο Βαλαβανίδη τον βοηθά η εμπειρία του – δεν καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια, σε ένα ρόλο πάντως όπου θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος αποδεικνύεται πολύ καλός. Είναι αεικίνητος και πειστικός. Τα πήγε καλύτερα πάνω στη σκηνή ως ΜΠΑΟΚτζής ταξιτζής, παρά στην συνολική σκηνοθεσία του, που είχε ακόμα αρκετά περιθώρια παρεμβάσεων.

Κωμικό ρεσιτάλ δίνει η Θωμαΐς Ανδρούτσου. Δεν την είχα ξαναδεί, και τουλάχιστον σε αυτή την παράσταση ξεδιπλώνει ένα πηγαίο ταλέντο. Επιδεικνύει ακρίβεια συγχρονισμού και χρωματίζει σωστά την υπερβολή του ρόλου της. Γίνεται η ίδια ο χαρακτήρας που υποδύεται και έτσι κάνει να φαίνεται η διαφορά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ερμηνείες. Ακόμα και όταν πρόκειται για χονδροειδείς χαρακτήρες, υπάρχουν περιθώρια ερμηνευτικής ταύτισης και αληθοφάνειας εντός του σύμπαντος ενός έργου και η Κα Ανδρούτσου το αποδεικνύει επί σκηνής.

Η Ματθίλδη Μαγγίρα προσωπικά με κούρασε κάποιες στιγμές με τους διαρκείς σπασμούς με τους οποίους “φορτώνει” την ηρωίδα της προσπαθώντας να προκαλέσει γέλιο – δεν γνωρίζω αν ήταν δική της ιδέα ή του σκηνοθέτη Κώστα Σπυρόπουλου να προσθέσουν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ή ακόμα κι αν κάτι τέτοιο προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο, αλλά μου φάνηκε λίγο σαν “φθηνό” τέχνασμα. Πάντως στο κοινό αρέσει πολύ αν κρίνω από τις αντιδράσεις την συγκεκριμένη βραδιά.

Η Κατερίνα Γερονικολού αποδίδει πετυχημένα το “περίγραμμα” της ηρωίδας της. Και λέω το περίγραμμα γιατί το κείμενο δεν επιτρέπει σε οποιαδήποτε ηθοποιό ερμηνεύει τον ρόλο της κοπέλας που επαναλαμβάνει τα πάντα, να του προσδώσει κάποιο βάθος, παρά μόνο να δείξει συναισθηματική φόρτιση, κάτι στο οποίο ανταποκρίνεται πλήρως η Γερονικολού. Οι επαναλήψεις σε κάποια σημεία γίνονται βαρετές αλλά αυτό είναι καθαρά θέμα του ίδιου του έργου και όχι του ερμηνευτή.

Ο Ορφέας Παπαδόπουλος διαθέτει παρουσιαστικό που ταιριάζει “γάντι” στον ήρωά του. Ωστόσο παίζει κάπως διεκπεραιωτικά. Νομίζω πως χρειαζόταν να “μπει” λίγο περισσότερο στο έργο και στον ρόλο του, και όχι μόνο στα σημεία όπου κορυφώνεται το “τικ” του ήρωα.

toctoc2

Αυτό που ευτυχώς περνάει σχεδόν απαρατήρητο, είναι το σκηνικό. Η λιτότητά του θα μπορούσε να είναι στα “συν” αν είχε κάποια αισθητική, την οποία όμως δεν διέκρινα. Εντελώς αταίριαστες και οι προβολές με το θολό real time zoom στους ερμηνευτές, στο φόντο του σκηνικού.

Όσο για το χιούμορ του έργου και της παράστασης, παρά τις μικρές “κοιλιές”, καταφέρνει να “κρατήσει” τον θεατή. Δεν πρόκειται βέβαια για ό,τι πιο πνευματώδες: βωμολοχίες, σπασμοί και αρκετά αστεία-ατάκες που “παίζουν” πολύ σε ελληνικά social media πλαισιώνουν το βασικό χιούμορ του κειμένου. Διατηρείται όμως ένας ικανοποιητικός ρυθμός σε όλη τη διάρκεια του έργου, και εκεί που πας να βαρεθείς, γίνεται ή ακούς κάτι που σε “ξυπνάει”.

Το τέλος επιφυλάσσει μια πολύ ωραία ανατροπή-έκπληξη, που ομολογώ ότι δεν είχα φανταστεί, παρά μόνο λίγα δεύτερα πριν αποκαλυφθεί. Το “ηθικό δίδαγμα”, απλό. “Ντύνεται” μάλιστα με ένα τσιτάτο που έχει γίνει και τραγουδάκι-σουξέ της εποχής, και που ακούγεται στο “παρτάκι” που στήνουν οι ηθοποιοί στη σκηνή μετά το τέλος, σε μια -κατά τα άλλα αχρείαστη- απόπειρα να μεγιστοποιήσουν μια feelgood αίσθηση.

Δεν μπορώ να πω ότι ξεκαρδίστηκα, αλλά ούτε κι ότι δεν πέρασα ευχάριστα.

Κερδίστε προσκλήσεις για την παράσταση, εδώ

Όσοι ξέρουν γαλλικά, μπορούν να δουν και ένα παλιότερο γαλλικό ανέβασμα, στο βίντεο παρακάτω:

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις