Μάξιμος Μουμούρης: Δεν έχουμε πολιτικοποιηθεί. Περιμένουμε ν’ αλλάξει η κατάσταση και να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη
Ο Μάξιμος Μουμούρης ξεκίνησε από το μπάσκετ και πέρασε στην υποκριτική. Ως μπασκετμπολίστας, όπως παραδέχεται, ήταν αρκετά φοβισμένος, αλλά έμαθε την αξία των κανόνων και την πειθαρχία. Αυτά τον βοήθησαν να ανακαλύψει την ελευθερία του και στο θέατρο. Άλλωστε όπως δηλώνει: “Δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία, χωρίς περιορισμό”. Συνέντευξη στο Γιώργο Σμυρνή
Παιδί Ιταλίδας μητέρας και Έλληνα πατέρα, ο Μάξιμος Μουμούρης δηλώνει 100% Έλληνας, αλλά περήφανος και για την ιταλική του καταγωγή, ενώ χαίρεται για τα ταξίδια που έκανε στην Ιταλία και σε άλλους τόπους. Σύζυγος της πολιτικού Νάντιας Γιαννακοπούλου και πατέρας δύο κοριτσιών, ενδιαφέρεται για τα κοινά και του αρέσει να παρακολουθεί συνεδριάσεις της Βουλής.
Φέτος η χρονιά είναι ιδιαίτερα πλούσια γι’ αυτόν. Ο 37χρονος ηθοποιός συνεργάζεται με δύο καταξιωμένους σκηνοθέτες, τον Σπύρο Ευαγγελάτο στον “Έμπορο της Βενετίας” που παρουσιάζεται στο θέατρο Ακροπόλ και τον Παντελή Βούλγαρη στην εξαιρετικά πετυχημένη ταινία “Μικρά Αγγλία“. Παράλληλα, πρωταγωνιστεί και σε μια άλλη παράσταση του Σαίξπηρ, τον Τίμωνα τον Αθηναίο στο Σύγχρονο Θέατρο. Με αφορμή αυτές τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες, μάς μιλάει για την ελευθερία και την πειθαρχία που κέρδισε μέσα από την τέχνη και τον αθλητισμό, για την ιδιαίτερη ποιότητα του Σαίξπηρ, τη συνεργασία του με τον Σπύρο Ευαγγελάτο και τον Παντελή Βούλγαρη. Επίσης, μας εξηγεί γιατί του αρέσει να παρακολουθεί συνεδριάσεις της Βουλής, ενώ εκφράζει επιφυλάξεις για τον τρόπο, με τον οποίο πολιικοποιήθηκαν οι Έλληνες τα χρόνια της κρίσης.
-Πρωταγωνιστείτε φέτος σε δύο έργα του Σαίξπηρ- στον Τίμωνα τον Αθηναίο και στον Έμπορο της Βενετίας. Τί κοινό έχουν αυτά τα δύο έργα;
Η σύμπτωση στον Τίμωνα τον Αθηναίο και τον Έμπορο της Βενετίας είναι ότι μιλάνε και τα δύο για το χρήμα.
-Γιατί ο Σαίξπηρ «μιλάει» τόσο πολύ στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό;
Νομίζω ότι «μιλάει» γενικότερα στον κόσμο και στο παγκόσμιο θέατρο. Αν βάλουμε κάτω τις παραγωγές των έργων του Σαίξπηρ, θα είναι σίγουρα ο πρώτος συγγραφέας παγκοσμίως. Βέβαια, έχει γράψει και πάρα πολλά έργα. Είχε την οξυδέρκεια να αντιληφθεί πράγματα, τα οποία μας απασχολούν ακόμα και σήμερα. Κι επίσης, ήταν πολύ έξυπνος, όπως αντιλαμβάνομαι μέσα από τα γραπτά του, αλλά και πολύ ευαίσθητος, δεν ντρεπόταν αυτή τη μείξη να την αναδείξει στα κείμενα του. Έβγαινε μπροστά! Έγραφε αυτό που πραγματικά πίστευε. Αυτό δεν είναι εύκολο. Πολλές φορές κρύβουν πράγματα, είτε οι συγγραφείς, είτε οι ηθοποιοί επί σκηνής. Εκείνος θεωρώ ότι ήταν πολύ ανοιχτός…
-Ο Έμπορος της Βενετίας είναι κωμωδία ή τραγωδία;
Στα μεγάλα έργα μπορείς να διαβάσεις και τα δύο: και την τραγωδία και την κωμωδία. Στο έργο αυτό βασικό στοιχείο, που προκαλεί και το κωμικό και το τραγικό, είναι οι ανατροπές. Ο Σαίξπηρ ξέρει πολύ καλά πώς να χρησιμοποιεί την ανατροπή. Το ίδιο κάνει και στον Τίμωνα. Ανατρέπει μία κατάσταση, η οποία φαίνεται παγιωμένη.
Στον Έμπορο της Βενετίας υπάρχει μια τραγική φιγούρα, ο Σάυλοκ, ένας ρατσιστικά αποξενωμένος άνθρωπος από την κοινωνία που ζούσε. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να πάρει τη μεγάλη εκδίκηση, όχι μόνο για τον ίδιο προσωπικά, αλλά και για το γένος του. Οι Εβραίοι, επειδή ήταν μειονότητες, όπου πήγαιναν, ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Το τραγικό, για μένα, είναι ότι στην ανατροπή της κατάστασης, που γίνεται με τη δίκη, οι χριστιανοί, που αποκτούν πλέον το «πάνω χέρι», γίνονται πιο σκληροί απ’ τον ίδιο, ζητώντας του να γίνει χριστιανός.
-Ο Έμπορος της Βενετίας έχει κατηγορηθεί ως αντισημιτικό έργο. Πόσο δύσκολο είναι για μια παράσταση να διαχειριστεί το στερεότυπο του Εβραίου, όπως παρουσιάζεται σε αυτό το έργο;
Αν το διαβάσεις καλά το έργο, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Για μένα το έργο του Σαίξπηρ δεν είναι αντισημιτικό. Πιο πολύ θα έλεγα ότι στο τέλος δικαιώνει τους Εβραίους. Νομίζω ότι δίνει και στους δύο, ένα μεγάλο δίκιο κι ένα μεγάλο άδικο. Δεν πρέπει να υπάρχει λογοκρισία στην τέχνη. Ανεβάζεις μια παράσταση με τη λογική που την ανεβάζεις. Βέβαια, στις μέρες μας, με αυτά που βλέπουμε, είναι πολύ σωστό να προσέξεις και να δώσεις ένα στίγμα πολιτικό ή κοινωνικό, για το έργο που έχεις να διαχειρισθείς. Έχει χρέος ο καλλιτέχνης να το κάνει αυτό.
-Τί αποκομίσατε φέτος από τη συνεργασία σας με δύο κορυφαίους σκηνοθέτες: τον Σπύρο Ευαγγελάτο στον «Έμπορο της Βενετίας» και τον Παντελή Βούλγαρη στο σινεμά και την «Μικρά Αγγλία»;
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είναι κεφάλαιο στο ελληνικό θέατρο, που έκανε τεράστια τομή με τις παραστάσεις του από τη δεκαετία του ’70. Ως ακαδημαϊκός έχει μελετήσει πολύ το νεοελληνικό, το επτανησιακό και το κρητικό θέατρο. Ζητάει κάτι πολύ συγκεκριμένο, αλλά είναι πολύ ανοιχτός στις δικές σου προτάσεις, μέχρι του σημείου που δεν διαρρηγνύει η πρότασή σου το σύνολο. Όσο για τον Παντελή Βούλγαρη, είναι κινηματογραφιστής. Είναι άλλη πάστα καλλιτεχνών οι κινηματογραφιστές. Η βασική τους διαφορά είναι το μέσο που διαχειρίζονται. Η ζωή στο θέατρο είναι το τώρα. Ενώ τα μέσα που χρησιμοποιούν οι κινηματογραφιστές διατηρούν ένα έργο στην αθανασία. Ο Παντελής έχει μια ηρεμία, μία σοφία, χωρίς να λέει πολλά και με αυτή σου μεταδίδει την αίσθηση για εκείνο που θέλει να δημιουργήσει.
-Έχετε πει για τη συνεργασία σας με τον Παντελή Βούλγαρη, ότι θα θέλατε να σας είχε θέσει πιο στενά όρια.
Αυτό το ζητάω από όλους τους σκηνοθέτες. Θεωρώ ότι η απόλυτη ελευθερία στο θέατρο έρχεται μέσα από την πειθαρχία. Αλλά και τον περιορισμό. Είναι σαν ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, στο οποίο έχεις να παίξεις μέσα στις 4 γραμμές. Όποια τρίμπλα και να κάνεις εκτός γηπέδου, δεν ισχύει. Αυτό είχα πει ότι θα ήθελα από τον Παντελή, αλλά ο Παντελής είχε έναν τρόπο να πάρει από σένα, αλλά και να σου δώσει αυτό που χρειαζόταν. Και τελικά αυτό που βλέπει ο κινηματογραφιστής δεν έχει καμία σχέση με αυτό που βλέπει ο ηθοποιός. Αυτό που νιώθει ο ηθοποιός ότι κάνει την ώρα του γυρίσματος, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θα δει μετά στη μεγάλη οθόνη. Οπότε εμπιστεύεσαι απόλυτα τους κινηματογραφιστές.
-Έχετε παίξει και μπάσκετ. Γιατί το μπάσκετ πάει τόσο καλύτερα στην Ελλάδα από το ποδόσφαιρο, που είναι πιο δημοφιλές;
Την τομή που έκαναν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης με τον Άρη και το Ευρωμπάσκετ του ’87, την έκανε και η Εθνική ποδοσφαίρου το 2004, αλλά δεν είχε συνέχεια. Το μπάσκετ είχε συνέχεια, γιατί όταν άρχισαν να φεύγουν από τη Γιουγκοσλαβία πολλοί καλοί προπονητές και παίχτες, ήρθαν κατά κόρον στην Ελλάδα. Είχα πολλούς συμπαίχτες Γιουγκοσλάβους. Αυτοί μας έφεραν μια τεχνογνωσία, μια τεχνική κι έναν τρόπο δουλειάς, που ήταν πάρα πολύ μπροστά. Όντως το ποδόσφαιρο είναι πιο λαϊκό και πιο πολύ το αγαπάει ο κόσμος από το μπάσκετ. Ίσως το να στήσεις μια καλή ακαδημία ποδοσφαίρου να είναι πολύ πιο ακριβό από το να στήσεις μια καλή ακαδημία στο μπάσκετ. Στο σύνολό του το ποδόσφαιρο δεν έχει δημιουργήσει καλές ακαδημίες. Ίσως να είναι και στο DNA της χώρας.
-Τι αποκομίσατε από τον αθλητισμό;
Το μεγάλο κέρδος και η σχέση μου με τον αθλητισμό ήταν από το μπάσκετ, όπου έπαιζα 10 χρόνια. Ο Πανιώνιος, όπου έπαιζα, δούλευε πολύ σοβαρά. Ήμασταν πιτσιρίκια, αλλά παίζαμε για να πάρουμε το πρωτάθλημα Ελλάδος. Οι μεγάλοι στόχοι, ο συναγωνισμός μες την ομάδα, η πειθαρχία του προπονητή, των 4 γραμμών και του παιχνιδιού. Αυτοί οι κανόνες με έβαλαν στον περιορισμό, ώστε να βρω την ελευθερία μου. Δεν την βρήκα στο μπάσκετ, γιατί ήμουν, μέχρι που τελείωσα, αρκετά φοβισμένος ως παίχτης. Αλλά αυτό μάλλον με βοήθησε μετά στο θέατρο.
-Πώς σας έχουν επηρεάσει η ιταλική σας καταγωγή και τα ταξίδια που έχετε κάνει;
Τα ταξίδια είναι πολύ ωραία. Τώρα τα έχω σταματήσει, λόγω οικογένειας, αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ λάθος. Θέλω να χαρίσω και στα παιδιά μου πολλά ταξίδια. Ακόμα και εικόνες από άλλους τόπους είναι ένα άνοιγμα μυαλού. Σου ανοίγει πολλούς ορίζοντες το να βιώσεις τη ζωή και τις συνήθειες ενός άλλου τόπου. Όσο για την ιταλική μου καταγωγή, πάντα ένιωθα πολύ όμορφα γι’ αυτή. Μου άρεσε που είχα αυτή τη σχέση με την Ιταλία. Νιώθω 100% Έλληνας, αλλά όταν πηγαίνω στην Ιταλία, αισθάνομαι πολύ οικεία, λόγω γλώσσας και γιατί όταν ήμουν μικρός πήγαινα πολλές φορές εκεί. Τώρα άρχισα να διαβάζω και ιταλικά κείμενα. Κυρίως παραμύθια για τις κόρες μου, για να μαθαίνουν τη γλώσσα.
-Σας αρέσει, επίσης, να παρακολουθείτε συνεδριάσεις της Βουλής. Εκτός από το να παρακολουθείτε τη γυναίκα σας, τι βλέπετε που σας τραβάει το ενδιαφέρον;
Πολλές φορές και οι συγκρούσεις των προσωπικοτήτων με ενδιαφέρουν πάρα πολύ, ειδικά αν είναι συγκρούσεις με σοβαρό λόγο. Μου αρέσει πολύ να ακούω τα τεκμήρια του καθενός. Τις αποδείξεις γι’ αυτό που πιστεύει. Τη ρητορική του. Είναι τέχνη το να μπορείς να τεκμηριώνεις την γνώμη σου, ακόμα κι αν ξέρεις ότι η γνώμη σου είναι λάθος. Όπως και οι ρήτορες της αρχαιότητας, που ακόμα κι αν ήξεραν ότι η γνώμη τους ήταν λάθος, έβρισκαν τρόπους να την υποστηρίξουν.
-Η οικονομική κρίση μας ανάγκασε να πολιτικοποιηθούμε απότομα;
Ίσως. Αλλά δε νομίζω ότι έχουμε πολιτικοποιηθεί απόλυτα. Αυτός ο απότομος εξαναγκασμός, που οδήγησε κάποιους να πολιτικοποιηθούν, δεν είχε την ηρεμία της απόφασης. Λίγοι έχουν συνειδητά πολιτικοποιηθεί και δεν τους συνέβη αυτή την τριετία, τετραετία. Ήταν από πριν μια διαδικασία, η οποία ήρθε και ωρίμασε τώρα. Γενικά, δε νομίζω ότι έχουμε πολιτικοποιηθεί. Περιμένουμε να αλλάξει η κατάσταση και να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
-Τα επόμενα σχέδια σας ποια είναι;
Κάνω πρόβες για τον Τρωικό Πόλεμο που θ’ ανέβει στο Παλλάς, ενώ παράλληλα παίζω στον Τίμωνα τον Αθηναίο και τον Έμπορο της Βενετίας. Είναι μια χρονιά αρκετά γεμάτη για μένα. Στα κινηματογραφικά, εκτός από την Μικρά Αγγλία, έκανα κι άλλη μία ταινία μέσα σε ένα χρόνο: τους “7 Θυμούς” σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κώστα Βούπουρα.
Info: Η παράσταση “O Έμπορος της Βενετίας” παρουσιάζεται στο θέατρο Ακροπόλ σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με το “Όλα για τη Μητέρα μου“. Δείτε πληροφορίες γαι τις ημέρες και τις ώρες των παραστάσεων