Είδαμε την όπερα “Μάκμπεθ” του Βέρντι στο Μέγαρο: τα λουλούδια στην ορχήστρα από μένα!
Μια παράσταση που ξεκίνησε στις 20.00 και τελείωσε περίπου στις 23.30: η αιματοβαμμένη ιστορία του σαιξπηρικού σφετεριστή του θρόνου της Σκωτίας, Μάκβεθ, σε τρίωρη μουσική μορφή. Πόσο τραγουδισμένο “αίμα” ν’ αντέξει κανείς; Αρκετό απ’ ό,τι φαίνεται, αφού η παράσταση “Μάκμπεθ” της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που είδαμε στην πρεμιέρα της την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής, δεν κούρασε. Αντίθετα, απέσπασε ενθουσιώδες χειροκρότημα, που αν εξαιρέσει κανείς αυτό των “κατ’ επάγγελμα μπραβίστι”, ήταν αυθόρμητο, ειλικρινές και δικαιολογημένο.από την Αργυρώ ΣταυρίδηΦωτογραφίες: Στέφανος Κυριακόπουλος
Δεν ήταν μόνο η μουσική του Βέρντι με τα πολλά γοητευτικά χορωδιακά και την επιβλητικότητά της που συνέβαλε στην επιτυχία. Σπουδαία ήταν και η εκτέλεσή της από την ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής υπό τον Μύρωνα Μιχαληλίδη, που ανέδειξε σωστά τη ρωμαλέα μουσικότητα του “Μάκμπεθ”. Οι μονωδοί ακολούθησαν σε επίδοση, με τον Δημήτρη Τηλιακό να είναι πολύ καλός στον ρόλο του Μάκμπεθ – ίσως θεατρικά να έπρεπε να αναδειχθεί λίγο περισσότερο η σκληρή πλευρά του ήρωα σε σχέση με την ευάλωτή του, αλλά και πάλι κάτι τέτοιο δεν διατάραξε το νόημα. Η “Λαίδη Μάκμπεθ” Δήμητρα Θεοδοσίου είναι αλήθεια ότι σε κάποια σημεία ακούστηκε πότε να “το βρίσκει” και πότε να “το χάνει”, αποζημιώνοντάς μας ωστόσο με μια πολύ “δυνατή” ερμηνεία στην υποβλητική σκηνή της υπνοβασίας στην τέταρτη πράξη.
Για τα “junkies” των μοντέρνων προσεγγίσεων στην όπερα, το industrial σκηνικό λειτούργησε τέλεια, αποδίδοντας εύστοχα την αγριότητα της ατμόσφαιρας που δημιουργούν τα εγκλήματα του Μάκμπεθ. Οι χορωδοί και οι δεύτεροι ρόλοι ντύθηκαν ως επί το πλείστον με σύγχρονα κοστούμια “εργασίας”, μοιάζοντας με “γρανάζια” σε ένα εργοστάσιο σύνθλιψης σωμάτων και ψυχών που είναι το σύμπαν του “Μάκμπεθ”. Οι παραδοσιακές σκωτζέζικες αναφορές ήταν μετρημένες στο οπτικό μέρος, και ξεχωρίζοντας έτσι, υπογράμμιζαν ακόμα καλύτερα τις καταβολές του μύθου, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον κοντράστ με το μοντέρνο ύφος της υπόλοιπης αισθητικής. Τις τεράστιες προβολές με τα πρόσωπα των δολοφονημένων θυμάτων του Μάκμπεθ, τις συγκαταλέγω στις καλύτερες χρήσεις του συγκεκριμένου σκηνοθετικού μέσου που έχω δει τελευταία – ο φόβος που προκαλούσαν, ξεχείλιζε, και η πειστική αναπαράσταση του τρόμου από τον Δημήτρη Τηλιακό ήταν εμφανής ακόμα κι από μακριά.
Ενίοτε δεν έλειψε ο πλεονασμός στα σκηνοθετικά ευρήματα από τον Λορέντζο Μαριάνι – π.χ. το κατακόκκινο τρένο με το οποίο κατέφθασε ο νόμιμος βασιλιάς της Σκωτίας “βάραινε” το σκηνικό, ενώ οι αλλεπάλληλες βιαστικές αναδύσεις και καταδύσεις στο καζάνι των πνευμάτων, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και κωμικές αν αφαιρούσουν προς στιγμήν από την ατμόσφαιρα του έργου. Επίσης οι τρεις μάγισσες δεν χρειαζόταν να είναι πανταχού παρούσες και πάντα σε κίνηση. Θα μπορούσε να υπαινιχθεί ο ρόλος τους και με μια πιο διακριτική φυσική παρουσία τους.
Όσο για τους φωτισμούς, μια κάποια μικρή παραλλαγή ίσως βοηθούσε ακόμα περισσότερο στην ατμόσφαιρα, γιατί όλο αυτό το γκριζομαυροκόκκινο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης απέβη κάπως μονότονο. Ενδεχομένως στέρησε την παράσταση από μερικές εναλλαγές συναισθήματος που έπρεπε να περάσουν πιο έντονα στην πλατεία.
Στα αδιαμφισβήτητα “μείον”, το μπαλέτο: “χλιαρή” και αδιάφορη η χορογραφία του Ρενάτο Τζανέλα, κακή η εκτέλεση από τις χορεύτριες. Σαν να προστέθηκε μόνο και μόνο για να μη λείψει ο χορός από μια τέτοια παραγωγή, όπως άλλωστε συνέβαινε με τις όπερες που παρουσιάζονταν στις παρισινές σκηνές. Ήταν τόσο έξω από την υπόλοιπη ατμόσφαιρα -ειδικά η δεύτερη χορογραφία- που έμοιαζε εντελώς ξένο και δεν επηρέασε τη θετική εντύπωση που άφησε η υπόλοιπη παράσταση.
Κρατάμε λοιπόν την υψηλού επιπέδου εκτέλεση αποκλειστικά από Έλληνες μονωδούς ενός μουσικού κειμένου που θεωρείται ιδιαίτερα απαιτητικό. Αλλά και τα ενθουσιώδη σχόλια που ακούγονταν από παντού για την ορχήστρα και τη χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που κατάφεραν να μαγέψουν το κοινό.
Οι παραστάσεις του “Μάκμπεθ” συνεχίζονται ως τις 26 Ιανουαρίου, άρα προλαβαίνετε. Περισσότερες πληροφορίες, εδώ